Στο «περίμενε» έβαλε ο οίκος αξιολόγησης Moody’s το Χρηματιστήριο Αθηνών. Με διατήρηση της βαθμίδας στο Ba1, με σταθερές προοπτικές, με θετικές αναφορές για όλα όσα έχουν επιτευχθεί, αλλά και με επισημάνσεις για τους κινδύνους που ελλοχεύουν και για τις επιπλέον κινήσεις που θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι την επόμενη αξιολόγηση.
H έκθεση και η αξιολόγηση της Moody’s, για την Ελληνική Οικονομία, ουσιαστικά δεν άνοιξαν την πόρτα για την είσοδο του Χρηματιστηρίου Αθηνών στα μεγάλα επενδυτικά σαλόνια. Κι έτσι το ραντεβού της εγχώριας κεφαλαιαγοράς με τους μεγαλύτερους επενδυτικούς οίκους του πλανήτη, μετατίθεται για τον Σεπτέμβριο του 2024. Διότι η ουσία της αναβάθμισης και της ανάκτησης της «επενδυτικής βαθμίδας», δεν είναι κάτι το θεωρητικό. Δεν αποτελεί μια επιβράβευση ή ένα συγχαρητήριο μήνυμα προς την κυβέρνηση και τον τόπο. Αποτελεί το πράσινο φως για την εισροή νέων επενδυτικών κεφαλαίων στις εγχώριες αγορές μετοχών και ομολόγων.
Ε, λοιπόν αυτή η πολυπόθητη εισροή νέων κεφαλαίων, που θα ισχυροποιούσε την υπάρχουσα ζήτηση για μετοχές και ομόλογα, αναβάλλεται για το φθινόπωρο. Διότι σύμφωνα με τη Moody’s, μπορεί να έχουν γίνει αρκετά θετικά βήματα και να υπάρχει πρόοδος σε μια σειρά από ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά, ωστόσο οι κίνδυνοι παραμένουν.
Έτσι την περασμένη Παρασκευή η Moody’s, δεν επισφράγισε το επίσημο εισιτήριο για το «investment grade», θεωρώντας ότι ο βαθμός ρίσκου είναι ακόμα υπαρκτός και ορατός. Κι ας έχουν δώσει το πράσινο φως τόσο ο S&P, όσο ο Fitch. Κι ας έχουν δώσει οι αγορές ομολόγων το δικό τους άτυπο αλλά ουσιαστικό «ΟΚ», αφού το κόστος δανεισμού των δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έχει υποχωρήσει στο 3,20% με το spread απέναντι στα δεκαετή Γερμανικά ομόλογα να βρίσκεται κάτω από τις 90 μονάδες βάσης.
Η αλήθεια είναι ότι το Ελληνικό Δημόσιο απολαμβάνει σήμερα, το ίδιο κόστος δανεισμού με την Κύπρο και την Ισπανία, ενώ δανείζεται χαμηλότερα από την Ιταλία, της οποίας το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων βρίσκεται στο 3,60%. Δηλαδή σε συγκεκριμένες κατηγορίες επενδυτών που επενδύουν στις αγορές χρέους, τα ελληνικά ομόλογα θεωρούνται αξιόπιστα και άξια επένδυσης.
Το ίδιο συμβαίνει και με το Χρηματιστήριο Αθηνών. Οι ξένοι επενδυτές αγοράζουν μετοχές, χωρίς να έχουν λάβει το επίσημο «ΟΚ» από τη Moody’s. Πιθανόν, να είναι επενδυτές που ρισκάρουν περισσότερο. Πιθανόν, να είναι funds που κάνουν ένα άτυπο “front running”, δηλαδή αγοράζουν μετοχές αναμένοντας τη στιγμή της αναβάθμισης για να πωλήσουν με κέρδος και να κεφαλαιοποιήσουν τις υπεραξίες τους. Πιθανόν, να είναι επενδυτές που θέλουν να λάβουν μέρος στο αναπτυξιακό “story” της Ελληνικής Οικονομίας. Πιθανόν, να είναι επενδυτές που διακρίνουν ευκαιρίες λόγω της αυξημένης κερδοφορίας των εισηγμένων εταιριών, λόγω της διανομής υψηλών μερισμάτων, λόγω των επιστροφών κεφαλαίων και λόγω των “deals” που λαμβάνουν χώρα. Πιθανότατα να είναι και επενδυτές για τους οποίους το ρίσκο της χώρας, να αποτιμάται χαμηλότερα σε σχέση με προσδοκώμενα κέρδη.
Με δυο λόγια, η πραγματικότητα δείχνει ότι μια μεγάλη μερίδα ξένων επενδυτών, θεωρούν επαρκή την αναβάθμιση στη «επενδυτική βαθμίδα» που έχει δοθεί από τη Fitch και τη S&P. Ωστόσο, το “stop” της Παρασκευής από τη Moody’s, λειτουργεί αποτρεπτικά για όσους ξένους επενδυτές ανέμεναν την σφραγίδα του οίκου αξιολόγησης για να κινηθούν.
Επομένως, στην παρούσα φάση δεν αναμένεται να υπάρξει μια εισροή νέων κεφαλαίων από θεσμικούς επενδυτές, που ανέμεναν τη θετική ετυμηγορία της Moody’s. Παράλληλα ίσως και να παρατηρηθούν κάποιες ρευστοποιήσεις από funds που όπως προαναφέραμε είχαν προβεί σε “front running”. Αφού θα πρέπει να περιμένουν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2024, για την επόμενη έκθεση και αξιολόγηση της Moody’s.