Εγκλωβισμένη μεταξύ αντίρροπων δυνάμεων δείχνει να βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η αδυναμία των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης να ανακάμψουν είναι δεδομένη, ενώ οι πρώτες διαμάχες στο μέτωπο του εμπορικού πολέμου διαμορφώνουν από τη φύση τους συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αβεβαιότητες αναμένεται να οδηγήσουν το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ πολύ χαμηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις, ακόμα και στο 1,50%, έναντι 4% που είχε κορυφωθεί την περίοδο 9/2023-6/2024.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες των χωρών του πυρήνα (Αυστρίας, Γερμανίας, Ολλανδίας) συνεχίζουν να έχουν τις ενστάσεις τους, ωστόσο ακόμα και οι πιο επιφυλακτικοί απέναντι στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, αναγνωρίζουν τις προκλήσεις. Έχουν συνειδητοποιήσει πλέον ότι Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία λειτουργούν ήδη υπό τη δαμόκλειο σπάθη των δασμών και θα αντιμετωπίσουν ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα μέσα στους επόμενους μήνες, όταν ο εμπορικός πόλεμος εκτιμάται πως θα κλιμακωθεί. Γι’ αυτό και το κόστος του χρήματος αναμένεται να υποχωρήσει αισθητά φέτος, παρά την όποια αναθέρμανση των πληθωριστικών πιέσεων.
Τα δεδομένα έχουν ως εξής: Οι αναλυτές της ΕΚΤ, Claus Brand, Noemie Lisack και Falk Mazelis, αποκάλυψαν την περιοχή στην οποία το βασικό επιτόκιο αναφοράς για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής θεωρείται «ουδέτερο». Η σχετική μελέτη – αν και επισημαίνει τις αβεβαιότητες - μπορεί να μας πει πολλά για το πού θα φτάσει το κόστος του χρήματος φέτος, σε μία συγκυρία που οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο είναι καταιγιστικές. Το «ουδέτερο» επιτόκιο, λοιπόν, εκτιμάται από τους αναλυτές της ΕΚΤ ότι διαμορφώνεται μεταξύ 1,75%-3%, αλλά όταν λαμβάνονται υπόψη τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το εύρος περιορίζεται σε 1,75%-2,25%, επιβεβαιώνοντας πλήρως τις πληροφορίες του Liberal.gr (μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ και εδώ).
Το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων (που είναι το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ) διαμορφώνεται στο 2,75% σήμερα, μετά από πέντε συνολικά μειώσεις στις οποίες προχώρησε η ΕΚΤ από τον Ιούνιο του 2024 έως και τον Ιανουάριο του 2025. Από το 4% όπου κορυφώθηκε το επιτόκιο καταθέσεων, η Κριστίν Λαγκάρντ έχει διανύσει σχεδόν τα… μισά του δρόμου. Και αυτό γιατί οι εκτιμήσεις των αναλυτών αναφέρουν ότι η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να κατέβει έως το επίπεδο του 1,50% προκειμένου να προσφέρει στήριξη στην προσπάθεια ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δούμε τουλάχιστον 3 μειώσεις επιτοκίων φέτος και αυτές κατά πάσα πιθανότητα θα λάβουν χώρα έως τον Ιούνιο. Από κει και πέρα, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα κινηθούν με βάση τα διαθέσιμα κάθε φορά στοιχεία. Μην ξεχνάμε πως αν η ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης συνεχίσει να απογοητεύει και παράλληλα ο πληθωρισμός παραμείνει υπό σχετικό έλεγχο, η μεγάλη ανησυχία της ΕΚΤ θα σχετίζεται με το πώς θα στηρίξει την ανάπτυξη.
Όταν η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, βρίσκονται ταυτόχρονα σε ύφεση, γίνεται αντιληπτό ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι καθώς οι τρεις αυτές οικονομίες αντιστοιχούν στο 53% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ. Γι’ αυτό είδαμε και το ΑΕΠ της Ευρωζώνης να παραμένει στάσιμο στο δ’ τρίμηνο του 2024, παρασυρόμενο από τη συρρίκνωση του γερμανικού, του γαλλικού και του ιταλικού ΑΕΠ.
Το επίπεδο στο οποίο το επιτόκιο αναφοράς θεωρείται «ουδέτερο» θα μπορούσε να είναι εκεί που θα σταματήσουν οι μειώσεις των επιτοκίων, ωστόσο αυτό δεν είναι δεδομένο. Ως ουδέτερο ονομάζουμε το επίπεδο των επιτοκίων στο οποίο η οικονομία λειτουργεί σε ιδανικούς ρυθμούς. Είναι το επίπεδο που ούτε περιορίζει, ούτε όμως και ενισχύει υπερβολικά την οικονομική δραστηριότητα. Που συνεπάγεται ότι δεν πυροδοτεί πληθωριστικές πιέσεις, ούτε όμως και υφεσιακές πιέσεις.
Τέλος, θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως την 1η Απριλίου 2025 ο Τραμπ θα έχει στα χέρια του μία εκτενή ανάλυση για την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, πάνω στην οποία αναμένεται να στηριχθεί σε ό,τι αφορά τους επιπλέον δασμούς που θα επιβάλλει σε ευρωπαϊκά προϊόντα. Αυτό σημαίνει πως ακόμα και αν τελικά η Ευρώπη έρθει σε συμβιβασμό με τον Αμερικανό πρόεδρο, ξεκινά μία περίοδος αυξημένης αβεβαιότητας την ώρα που η ευρωπαϊκή οικονομία αδυνατεί να ανακάμψει με πειστικό τρόπο. Επομένως, είναι εύλογο να δούμε το κόστος του χρήματος να υποχωρεί χαμηλά, τουλάχιστον μέχρι να επέλθει εκ νέου ισορροπία.