O ακήρυκτος αλλά καταστροφικός πόλεμος στην Ουκρανία εισήλθε από την περασμένη Πέμπτη στον δέκατο μήνα, χωρίς όμως να τονιστεί αυτή την φορά ιδιαίτερα αυτό το γεγονός από τα ΜΜΕ, όπως γινόταν κάθε 24 του μηνός, όταν «έκλεινε» μήνας από την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο. Και αυτό είναι δυστυχώς μία ένδειξη ότι τον… «συνηθίζουμε» και η συνέχιση του για έναν ακόμα μήνα δεν αποτελεί πλέον σημαντική είδηση. Πάντως, το ερώτημα για το που βρίσκεται αυτός ο πόλεμος σήμερα και προς τα που οδεύει γίνεται όλο και πιο βασανιστικό.
Μπορεί στο τακτικό επίπεδο η Ουκρανία να έχει ανακτήσει σε μεγάλο βαθμό την πρωτοβουλία αλλά σε στρατηγικό και πολιτικό επίπεδο αυτή ανήκει ακόμη στην Ρωσία - έστω και αν αυτό δεν αρέσει - με την έννοια ότι είναι εκείνη που εφαρμόζει πολιτικές και επιλέγει στρατηγική και οι Ουκρανοί με τους δυτικούς συμμάχους του αντιδρούν.
Η διαφαινόμενη στρατηγική που εφαρμόζει πλέον η Μόσχα μετά τις αυταπάτες της για έναν ταχύ, νικηφόρο και χωρίς μεγάλο κόστος πόλεμο είναι η με σύμμαχο τον καιρό σταθεροποίηση των μέχρι τώρα εδαφικών κερδών στην Ανατολική και Νότια Ουκρανία με διεξαγωγή περιορισμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Δίνει όμως έμφαση στο πόλεμο φθοράς και κατατριβής με περιοδική μαζική προσβολή στόχων σε όλο το φάσμα των ενεργειακών και των λοιπών κρισίμων υποδομών της Ουκρανίας προκαλώντας όλο και μεγαλύτερες καταστροφές στοχεύοντας στην κάμψη της θέλησης των Ουκρανών, ηγεσίας και λαού για περαιτέρω αντίσταση.
Εκατομμύρια Ουκρανών ταλαιπωρούνται και υποφέρουν λόγω των καταστροφικών αποτελεσμάτων των ρωσικών πυραυλικών προσβολών αλλά επί του παρόντος δεν υπάρχουν ενδείξεις για μείωση της θέλησης για αντίστασης (τονίζεται το προς το παρόν). Οι Ρώσοι θα έπρεπε όμως να γνωρίζουν ότι τα «πρώτα τους ξαδέλφια», οι Ουκρανοί είναι εμποτισμένοι με την ίδια ανθεκτικότητα που έχουν και οι ίδιοι όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά τόσο με την εκστρατεία του Ναπολέοντα όσο και με την Βέρμαχτ.
Υπάρχουν πλέον κάποια αδιαμφισβήτητα δεδομένα που αναγκαστικά επαναπροσδιορίζουν τη στρατηγική αντίληψη της λεγόμενης «Δυτικής Συμμαχίας» σχετικά με την συνέχιση του πολέμου. Αυτό μπορούμε να το δούμε από την εδώ και δύο μήνες διαφοροποίηση των επισήμων δηλώσεων ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού και φυσικά τις παρεμβάσεις κορυφαίων αναλυτών στα ΜΜΕ και στις παγκοσμίου εμβέλειας «τράπεζες σκέψης».
Άκρως σημαντική εκτιμάται και η συνάντηση της 14ης Νοεμβρίου στην Άγκυρα του Διευθυντή της CIA Γουίλιαμ Μπερνς (πρώην πρέσβη στην Μόσχα) και του Αρχηγού της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών της Ρωσίας Σεργκέι Ναρίσκιν έστω και αν οι Αμερικανοί ανέφεραν ως λόγο συνάντησης «τους …κρατούμενους πολίτες των ΗΠΑ και τους …πυρηνικούς κινδύνους».
Σημαντική επίσης ήταν και η αρχικά συγκρατημένη αμερικανική στάση στο θέμα της πρόσπτωσης των πυραύλων, η οποία δεν παρασύρθηκε από την ρητορική Ζελένσκι και κάποιων Πολωνών περί ανάγκης άμεσης εμπλοκής του ΝΑΤΟ αλλά και η ξεκάθαρη μετά από κάποιες ώρες δήλωση του Προέδρου Μπάιντεν, μετά την εμμονή του Κιέβου περί σκόπιμης ρωσικής ενέργειας. Οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας υπάρχουν, λειτουργούν και ο μηχανισμός αποφυγής σύγκρουσης είναι ενεργός.
Οι «πρωτοφανείς καταστροφικές κυρώσεις» όπως τις περιέγραφε ο Πρόεδρος Μπάιντεν πριν τον πόλεμο φαίνεται ότι δεν επηρεάζουν την έκβαση του πολέμου καθόσον δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα και δυστυχώς τα αποτελέσματα τους έρχονται πίσω σε εμάς ως μπούμερανγκ. Οι αυξήσεις τιμών στην ενέργεια που συμπαρασύρουν σχεδόν τα πάντα, ο διαρκώς αυξανόμενος πληθωρισμός και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα έχουν αρχίσει να κουράζουν τις δυτικές κοινωνίες οι οποίες μέχρι τώρα είχαν επιδείξει σημαντική αλληλεγγύη και υποστήριξη προς τη δοκιμαζόμενη Ουκρανία. Οι αντοχές τους όμως όλο και μειώνονται.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσο περισσότερο καταστρέφεται η Ουκρανία από τον πόλεμο κατατριβής του Πούτιν τόσο αυξάνεται και το κόστος της ανοικοδόμησης και ανασυγκρότησης της όταν έλθει αυτή η ώρα και αυτό το κόστος αναμένεται να καταβληθεί από την λεγόμενη «Δυτική Συμμαχία» με ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ. Μαζί με τη μείωση της θέλησης των Ουκρανών για αντίσταση και τη δημιουργία εσωτερικών τριβών, ο Πούτιν ποντάρει ότι στο επόμενο διάστημα θα αρχίσουν να φαίνονται τριγμοί στο λεγόμενο «αρραγές μέτωπο» της δυτικής συμμαχίας.
Η εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι ότι 55% των Ουκρανών θα βρίσκονται από τις αρχές του έτους κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ οι ζημιές στις ενεργειακές και άλλες κρίσιμες υποδομές της Ουκρανίας που την έχουν φέρει στο χείλος της ενεργειακής κατάρρευσης εκτιμώνται ότι ξεπερνούν τα 127 δισ ευρώ. Μέχρι σήμερα το Αμερικανικό Κογκρέσο έχει εγκρίνει συνολικά βοήθεια ύψους 105 δισ δολαρίων που διακρίνεται σε οικονομική, ανθρωπιστική και καθαρά στρατιωτική (18 δισ), δηλαδή κάθε μήνα δαπανά 6,8 περίπου δισ τον μήνα.
Μεγάλοι δωρητές είναι βέβαια και το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, η Γαλλία αλλά και η Γερμανία ξέχωρα από την ίδια την ΕΕ ως ενιαία οντότητα. Η σκληρή και αδυσώπητη αλήθεια είναι ότι χωρίς την βοήθεια αυτής που αποκαλούμε Δύση, η Ουκρανία δεν θα υπήρχε και αρκεί να αναλογιστούμε ότι για να λειτουργήσει ως κράτος χρειάζεται 1,5-18 δισ τον μήνα.
Αναλύοντας την υφιστάμενη διάταξη, δομή και δυνατότητες των δυνάμεων τόσο της Ρωσίας όσο και της Ουκρανίας, τα χαρακτηριστικά του εδάφους στο θέατρο επιχειρήσεων και το πώς οι συνήθεις καιρικές συνθήκες επηρεάζουν τις επιχειρήσεις καταλήγουμε στην παρακάτω εκτίμηση που δεν διστάζουμε να την διατυπώσουμε. Δεν διαγράφεται για το εγγύς μέλλον δυνατότητα επίτευξης αποφασιστικής στρατιωτικής νίκης Ρωσίας ή Ουκρανίας, η οποία να επιτρέπει την επιβολή της πολιτικής θέλησης της μία πλευράς στην άλλη και αυτό σημαίνει επιμήκυνση του πολέμου. Και πως ορίζεται η νίκη για κάθε πλευρά είχε περιγραφεί σε άρθρο μας τον περασμένο Αύγουστο.
Η επιμήκυνση όμως του πολέμου αυξάνει τον κίνδυνο ακόμα και ανεπιθύμητης κλιμάκωσης όπως μας απέδειξε η προ δύο εβδομάδων πρόσπτωση πυραύλων της ουκρανικής αεράμυνας σε πολωνικό χωρίο πολύ κοντά στα σύνορα ουκρανικής αεράμυνας με το Κίεβο και κάποιες άλλες πρωτεύουσες να μιλούν για σκόπιμη ρωσική ενέργεια.
Μπορεί να έχουν αρχίσει όλοι να μιλούν για την ανάγκη διαπραγματεύσεων και να έχουμε ενδείξεις για μία παρασκηνιακή διαβούλευση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας αλλά όπως επισημάναμε σε άρθρο μας πριν από δέκα ημέρες η γραμμή που διαχωρίζει το μονοπάτι για ένα ειρηνικό τέλος του πολέμου με το μονοπάτι της γενίκευσης αυτού και την πρόκληση ακόμα μεγαλύτερης καταστροφής είναι πολύ λεπτή.
Ακόμα λέγεται εύκολα από τους Αμερικανούς και τον ΓΓ/ΝΑΤΟ το «στηρίζουμε την Ουκρανία για όσο χρειαστεί» αλλά είναι πλέον εμφανές ότι αναζητείται η διαμόρφωση στρατηγικής εξόδου. Ούτε η Ρωσία έχει την δυνατότητα να εκτοξεύσει στο εγγύς μέλλον μείζονες επιθετικές ενέργειες αλλά ούτε είναι ρεαλιστικό να λέγεται ότι η Ουκρανία είναι σε θέση να ανακτήσει όλα τα κατεχόμενα από τους Ρώσους εδάφη. Είναι σημαντικό λάθος να καθυστερεί μία οποιαδήποτε διαδικασία ανακωχής με την απατηλή προσδοκία ότι θα έλθουν επιτυχίες αργότερα.
Ο τρόπος με τον οποίο θα συνεχίζεται αυτός ο πόλεμος δημιουργεί αδιέξοδο με εξαιρετικά μεγάλο κόστος και για τις δύο πλευρές και όλους τους εμπλεκόμενους. Είναι επιτακτική ανάγκη να αναζητηθεί σε πρώτη φάση ο τρόπος να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και κυρίως οι πυραυλικές προβολές που καταστρέφουν όλο και περισσότερο την Ουκρανία. Και όμως, τολμώ να πω ότι κάτι κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Προς επίρρωση των όσων εκθέσαμε σε αυτό το άρθρο ο Αμερικανός ΑΓΕΕΘΑ Μαρκ Μίλλευ δήλωσε «ότι μια χειμερινή παύση στις μάχες στην Ουκρανία θα μπορούσε να οδηγήσει σε «ένα παράθυρο ευκαιρίας για διαπραγματεύσεις και φυσικά θα πρέπει να υπάρξει μια αμοιβαία αναγνώριση ότι μια στρατιωτική νίκη με την πραγματική έννοια της λέξης, ίσως να μην είναι εφικτή με τα διατιθέμενα μέσα». Η διαδικασία ειρήνευσης ακολουθεί και μάλλον θα αργήσει πολύ. Ας σκεφθούμε ότι μετά το Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του 1973 είχαμε κατάπαυση του πυρός και δύο τεχνικές συμφωνίες (1974 και 1975) πριν φθάσουμε στην ιστορική επίσκεψη Σαντάτ στο Ισραήλ το 1977 και στην Συμφωνία Ειρήνης του 1979.
Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι Γεωστρατηγικός Αναλυτής και Εκτελεστικός Διευθυντής στο «Παρατηρητήριο Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας»