Με μια ματιά στις αποφάσεις της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στη Σύνοδο Κορυφής στο Βίλνιους ως ειδίκευση στα θέματα ασφάλειας και στρατηγικής και ειδικότερα στο πλαίσιο ΝΑΤΟ - Ρωσίας, μπορεί κανείς να κατανοήσει πως η Συμμαχία πλέον μπήκε σε ένα νέο «κεφάλαιο», ουσιαστικότερο, πιο περιφερειακό και ταυτόχρονα παγκόσμιο τόσο από πολιτικής όσο και από στρατιωτικής πλευράς.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν το έναυσμα, το οποίο αποδίδεται σε εξωγενή παράγοντα, στην προκειμένη περίπτωση την Ρωσία. Γίνεται αναφορά στο εθνικό δικαίωμα κάθε χώρας για την επιλογή συμμαχίας.
Από πλευράς ΝΑΤΟ πιστεύεται και πιστεύουν όλα τα κράτη σε «ανοιχτές θύρες». Η υποστήριξη, δηλαδή, από το ΝΑΤΟ κάθε ανεξάρτητο κράτος να ολοκληρώσει το Membership Action Plan (MAP), ώστε να καταστούν οι χώρες αυτές μέλη της Συμμαχίας, με εξαίρεση την Ουκρανία που κατά συμφωνία όλων των ηγετών πληροί ήδη αυτές τις προϋποθέσεις. Και αυτό πήρε τελικά: Ένταξη στο ΝΑΤΟ με το πέρας του πολέμου.
Αλλαγή παραδείγματος και διαδικασιών
Οι ηγέτες της Συμμαχίας επιθυμούν το ΝΑΤΟ να καταστεί πιο ευέλικτο, διαλειτουργικό και τεχνολογικά αναμορφωμένο. Και αυτό να ισχύσει σε όλα τα επίπεδα, πολιτικά και στρατιωτικά, στη βάση των συμβατικών αλλά και των μη συμβατικών προκλήσεων. Και, όταν αναφέρεται κανείς σε τέτοιου είδους προκλήσεις αυτού του είδους θα πρέπει να έχει κατά νου τις περιοχές, τις χώρες αλλά και τα θέματα που ωθούν το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο να αναζητά περισσότερους ρόλους αλλά και περισσότερες λύσεις. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αποφάσεις που λαμβάνονται, απαιτούν αφενός περισσότερη και ουσιαστικότερη συμμετοχή στα οικονομικά της Συμμαχίας. Αφετέρου απαιτούν κι ένα ισοζύγιο αναπτυξιακής πορείας ανάμεσα στα εξοπλιστικά και στρατιωτικά δεδομένα και στην πολιτική λήψης κοινών αποφάσεων.
Με βάση τα παραπάνω, όλα δείχνουν ότι η προσοχή του ΝΑΤΟ στρέφεται πλέον σε συγκεκριμένα δεδομένα και χώρες, με έμφαση τόσο στις ευκαιρίες όσο και στις δυνατότητες. Αυτό αφορά κατά κύριο λόγο τα νεοεισερχόμενα κράτη – μέλη όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, αλλά και τις χώρες εκείνες που προσεγγίζουν πρακτικά τη Συμμαχία, όπως για παράδειγμα η Ουκρανία.
Τι προκύπτει μετά το Βίλνιους
Τα αποτελέσματα του κοινού ανακοινωθέντος μετά τη Σύνοδο Κορυφής στο Βίλνιους είναι ισοζυγισμένα και επικυρώνουν το γεγονός πως το ΝΑΤΟ βρίσκεται πλέον σε μια διαδικασία αναβάθμισης και ανανέωσης, επί τη βάσει του νέου στρατηγικού πλάνου και μιας νέας τακτική.
Φαίνεται πως το εύρος προκλήσεων έχει διευρυνθεί και αναζητάται φόρμουλα συμμετοχής και συνεργασίας. Στο βασικό ερώτημα κατά πόσο χρειαζόμαστε το ΝΑΤΟ, τα δεδομένα είναι πολύ ξεκάθαρα: Το χρειαζόμαστε, όχι μόνον από πλευράς συμμαχικών κρατών, αλλά και από την πλευρά των πολλαπλών και πολυεπίπεδων, όπως προαναναφέραμε, προκλήσεων.
Η συμμετοχή της Ελλάδας και οι εξοπλιστικές διαδικασίες
Συνεπώς, το μέλλον της Συμμαχίας, για να είναι ουσιαστικό και προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα, χρειάζεται κατ’ αρχάς οικονομική συμμετοχή όλων των κρατών στο 2% τουλάχιστον του ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού.
Ας σημειωθεί εδώ πως η Ελλάδα, πάντοτε παρούσα στο προϋπολογισμό της Συμμαχίας, συμμετέχει με τουλάχιστον 2,25% του ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού της, ακόμα και στην περίοδο της έντονης οικονομικής κρίσης. Με αυτό τον τρόπο συνεχίζει να διαμορφώνει πολιτική θέληση και στρατιωτική ετοιμότητα συμμετοχής. Επιπλέον, το ΝΑΤΟ καλεί όλα τα κράτη-μέλη του να ενισχύσουν τον εξοπλιστικό τους ρόλο στα πλαίσια της διαλειτουργικότητας και προτύπων του ΝΑΤΟ.
Οι εξοπλιστικές διαδικασίες έχουν να κάνουν με τα εξής:
1. Τις εθνικές προκλήσεις
2. Τα πρότυπα χρήσης του ΝΑΤΟ
3. Τις ανάγκες για το εγγύς μέλλον σε ένα νέο τεχνολογικό και άρτια εξοπλισμένο περιβάλλον
4. Στα πολεμικά μορφώματα, τα οποία θα δημιουργηθούν στο εγγύς μέλλον και ίσως ακόμα δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε.
Αυτά θα αναγκάσουν την Συμμαχία να εντείνει την ετοιμότητα του στρατού της στο ανατολικό κομμάτι της Συμμαχίας (με τα λεγόμενα eastern ready battle groups) που μάλλον θα στοχεύσουν σε παραμονή των στρατευμάτων στην Πολωνία αλλά και στην Τσεχία και πιθανώς και στην Κροατία (αναλόγως, ποια χώρα επιθυμεί και προτείνει).
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κοινό ανακοινωθέν είναι μακροσκελές και πολύ μελετημένο και αναλυτικό. Αναφορές γίνονται για την Κίνα, την Βόρεια Κορέα, το Ιράν, την Ρωσία, αλλά και σε πολλά θέματα σχετιζόμενα με το ραδιολογικό, πυρηνικό, χημικό και βιολογικό πόλεμο. Παράλληλα, γίνεται μνεία στην ανάγκη της μη εξάπλωσης πυρηνικών όπλων και διεθνών συμφωνιών, στις υποδομές, στην κυβερνοασφάλεια, στην ασφάλεια των υποδομών και της θαλάσσιας και υποθαλάσσιας ασφάλειας αλλά στον εναέριο χώρο και το Διάστημα.
Παράλληλα, τίθεται επί τάπητος η αποφασιστικότητα που η ηγεσία του ΝΑΤΟ οφείλει να έχει σε θέματα κρίσεων, τόσο σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Επιπλέον, «ψηλά» στην ατζέντα παραμένουν τα θέματα ασφαλείας και η κλιματική αλλαγή, η ισότητα των φύλων και η συμμετοχή των γυναικών στα θέματα λήψης αποφάσεων και ασφάλειας. Επιπλέον, στο σκεπτικό του Βίλνιους γίνεται αναφορά και σε κράτη που ενδεχομένως θα βρεθούν μελλοντικά υπό τη σκέπη του ΝΑΤΟ, όπως η Αυστραλία και η Νότια Κορέα, ενώ υπογραμμίζονται και οι σχέσεις της Συμμαχίας με την ΕΕ, τον ΟΑΣΕ και τον ΟΗΕ αλλά και με άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Το πλαίσιο Ελλάδας – Τουρκίας
Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, τα δύο ισότιμα κράτη-μέλη της Συμμαχίας όπως η Ελλάδα και η Τουρκία που γειτνιάζουν μεταξύ τους, οφείλουν να έχουν διμερείς συναντήσεις στο πλαίσιο ΝΑΤΟ και να προδιαγράφουν τρόπους και διαδικασίες προκειμένου να έχουν μια κάποια ενισχυμένη αμεσότητα σε θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας της Συμμαχίας, αλλά και επιπλέον σε θέματα τα οποία άπτονται των διμερών τους σχέσεων. Υπ’ αυτά τα δεδομένα, τα όσα εξελίχθηκαν ως ένα βαθμό ήταν δεδομένα.
Όπως είχαμε προαναφέρει και σε προηγούμενα άρθρα, οι εκλογές και στις δύο χώρες έχουν πλέον ολοκληρωθεί, με ξεκάθαρα αποτελέσματα. Ήταν δεδομένο για τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν, πως θα εμφανιζόταν στην Λιθουανίας με ένα άλλο πρόσωπο κι ένα διαφορετικό μείγμα πολιτική, το οποίο, ως ένα βαθμό, θα αφορούσε στην προσπάθεια συμφιλίωσης με τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα. Σκοπός του Ερντογάν ήταν να δείξει ότι κατέχει σημαντικό επικοινωνιακό, αλλά και τακτικό διπλωματικό και στρατιωτικό ρόλο στο πλαίσιο της Συμμαχίας.
Αυτό, βέβαια, δεν αλλάζει την πολιτική πραγματικότητα του Τούρκου Προέδρου: Ο Ερντογάν μεσολαβεί και επιδιώκει να χτίσει την εικόνα ενός ισχυρού ηγέτη και να προωθήσει ταυτόχρονα την εικόνα μιας εξωστρεφούς Τουρκίας, με όρους ισχυρού κράτους. Άλλωστε, η Τουρκία συνιστά ένα κράτος καταναλωτικό, παραγωγικό αλλά εμφανίζεται κατά κύριο λόγο ως χώρα με στρατιωτικές ανάγκες, έτοιμη για μάχες ή πολέμους σε περιοχές, όπου η Συμμαχία ακόμα δεν έχει εκδηλώσει την παρουσία της. Η Άγκυρα χρησιμοποιεί αυτή την τακτική, για να δείχνει ότι προσφέρει συγκεκριμένη υπηρεσία στο ΝΑΤΟ, κάτι που συνέβη, για παράδειγμα, στον πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Υπό τα δεδομένα αυτά, διαμορφώνει πολιτική εικόνα διαπραγματευτικής ικανότητας.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η Τουρκία εντάσσει και υπάρχοντα διμερή θέματα, που θέλει να λέει πως έχει με τη χώρα μας, χωρίς απαραιτήτως να ακούει την Αθήνα ή τις πάγιες ελληνικές θέσεις. Αυτό συμβαίνει, επειδή απλά και μόνο η Τουρκία θέλει να δημιουργεί υποθέσεις και για αυτό δεν πρέπει να αναφερθούμε εκτενέστερα: Γιατί απλά δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει το δικό τους βάθος ή δική τους πραγματικότητα αλλά η δική μας πραγματικότητα, η εθνική και ευρωπαϊκή.
Αντιθέτως, για την Ελλάδα υπάρχουν ζητήματα απέναντι στην Τουρκία, που τρέχουν όπως η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα, τα 12 ναυτικά μίλια, το Κυπριακό, αλλά και το μεταναστευτικό. Όπως επίσης οι υπερπτήσεις που δημιουργούν και πολιτικές διαφορές. Ταυτοχρόνως, υπάρχουν τα θέματα ασφάλειας και κυρίως τα θέματα Νοτιοανατολικής Μεσογείου όπως και θέματα επιρροής σε εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδος. Τα δεδομένα αυτά, αν και μπορούν να λυθούν και με επιτροπή προτάσεων περί του διαλόγου αλλά μέσω των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), δεν αποτελούν παρά μια πολιτική ατζέντα που αρχίζει και τελειώνει με απόφαση της ηγεσίας του κάθε κράτους.
Με βάση τα παραπάνω, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι βρισκόμαστε απέναντι από μια Τουρκία κι έναν ηγέτη με κεντρικές εξουσίες και ρόλους. Η δική μας πραγματικότητα, η πλέον δημοκρατική, εμπεριέχει διαφορετικές δικλείδες και δυναμικές αλλά και συμμετοχή όπου χρειάζεται όλων των κομμάτων και αντιπροσώπων. Συνεπώς, πρέπει να καταστεί σαφές πως ό,τι μας εκφράζει ως Ελλάδα οφείλει να είναι απόλυτα συνδεδεμένο με υποστήριξη προς τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, ώστε να προχωρήσει σε οποιαδήποτε συνεργασία και συμφωνία.
Υπό το πρίσμα αυτό, στις αποφάσεις του Βίλνιους, η οποιαδήποτε σύνδεση της αγοράς των αμερικανικών F-16 από την Τουρκία ως «καλό παιδί» που κάνει τα όσα κάνει - αν τα κάνει σωστά - σε περιβάλλον διαλειτουργικό και ΝΑΤΟϊκών προτύπων, έχοντας ως χαρτί την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ, θα πρέπει να θεωρείται επικοινωνιακό επίτευγμα αλλά όχι πολιτική πραγματικότητα. Άλλωστε, η Ευρώπη δεν πρέπει και δεν επηρεάζεται με τις αποφάσεις άλλων οργανισμών.
Υπενθυμίζεται δε ότι το Κυπριακό ζήτημα παραμένει άλυτο και είναι και θέμα ουσιαστικής ασφάλειας. Τα γεγονότα αυτά προδιαγράφουν μια περίοδο έντονης κινητικότητας που ακόμα και για το μέλλον της Κύπρου διατλαντικά, αν υπάρξει μια τέτοια εκδοχή, μπορεί να καταστεί μέτρο και αντίμετρο διαπραγμάτευσης, εφόσον θέλει η Τουρκία να έχει μέλλον με την ΕΕ.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί πως πιστεύεται ότι επί της ουσίας η Τουρκία δεν μοιάζει να δείχνει έντονο ενδιαφέρον ως προς την ένταξή της στην ΕΕ, εξαιτίας ειδικά του τρόπου με τον οποίο έχει διαμορφώσει την οικονομία της, τη δημοκρατία της και τους όρους της συνεργασίας της με άλλα κράτη.
Όσο αφορά τα εξοπλιστικά προγράμματα και τα πρότυπα του ΝΑΤΟ, διαφαίνεται πως η Τουρκία κάνει πλήρη χρήση των αποφάσεων της Συμμαχίας. Ως εκ τούτου, επιθυμεί να αγοράσει νέα ή να αναβαθμίσει υπάρχοντα οπλικά συστήματα στα πρότυπα του ΝΑΤΟ, όπως τα F-16. Επομένως, αν σκεφτούμε, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για αναβάθμιση και ανανέωση και μόνο που αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν, θα μπορούσε κάλλιστα να προταθεί η Τουρκία να αγοράσει κάποια στιγμή Eurofighters. Με μια τέτοια κίνηση, θα δείξει πως έχει εμπιστοσύνη στην ευρωπαϊκή τεχνολογία, αλλά και στις αξίες χρήσης των αεροπλάνων όπως αυτές υπογράφονται σε αντίστοιχα συμβόλαια.
Εν κατακλείδι, το μέλλον στις διμερείς σχέσεις μας αναμφίβολα μπαίνει σε ένα νέο πλαίσιο πολιτικής πραγματικότητας, αλλά όχι ακόμα διαπραγμάτευσης. Είναι ακόμα νωπά τα όσα μας κάνουν οι Τούρκοι, εργαλειοποιώντας το μεταναστευτικό. Έχει πολλά να αποδείξει η Τουρκία ακόμα, για να πει κανείς πως είναι ένας σωστός γείτονας. Θα πρέπει να πληρώσει για τις καταστροφές των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, και του Κυπριακού Ελληνισμού. Οφείλει, παράλληλα, να σταματήσει να ενισχύει την στρατιωτική μηχανή τρίτων εναντίον της Αρμενίας. Και κυρίως θα πρέπει να υποβάλει τρόπους πραγματικής συνεργασίας με την Ελλάδα αλλά και με τις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου. Η Τουρκία μπορεί να είναι μεγάλο κράτος, αλλά από μόνη της δεν αποτελεί ουσιαστικό εταίρο. Άλλωστε, στις νέες, υπό διαμόρφωση, συμμαχίες βρίσκεται η νέα δυναμική λύσεων και αποφυγής νέων κρίσεων.
*O Δρ. Μάριος Παναγιώτης Ευθυμιόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Στρατηγικής και Ασφάλειας, Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας, Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος και Πρόεδρος του Strategy International (SI) Ltd.