Του Σάκη Μουμτζή
Αυτό είναι ένα ερώτημα που βασανίζει, εδώ και πολύ καιρό, τους πολιτικούς και τους διανοούμενους του φιλελεύθερου χώρου και έχει δημιουργήσει δύο ρεύματα σκέψης, με διαμετρικά αντίθετες θέσεις. Βέβαια, επειδή οι απαντήσεις σε πολιτικά ερωτήματα ουσιαστικά παράγουν πολιτική, κάθε τοποθέτηση επί του συγκεκριμένου ερωτήματος υιοθετεί ή απορρίπτει και μια συγκεκριμένη πολιτική πρακτική.
Η πρώτη θέση υποστηρίζει πως οι φιλελεύθεροι πολιτικοί δεν μπορούν και δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τα ίδια όπλα με τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους γιατί τότε θα έχουν ταυτιστεί, σε επίπεδο πολιτικής συμπεριφοράς, μαζί τους. Οι αρχές και οι αξίες του φιλελευθερισμού θα έχουν υποσταλεί με την επικράτηση μέσων που τις αντιστρατεύονται. Έτσι, οι υποστηρικτές αυτής της άποψης τονίζουν πως ο πολιτικός αγώνας διεξάγεται με όρους που συμβαδίζουν απολύτως με την φιλελεύθερη ιδεολογία, χωρίς παραχωρήσεις και εκπτώσεις. Η κατάκτηση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος πρέπει να γίνει με τις σημαίες του φιλελευθερισμού αναπεπταμένες.
Η άλλη άποψη υποστηρίζει πως όταν ο ιδεολογικός αντίπαλος χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να επιβάλλει την κυριαρχία του, που πολλές φορές -όπως έχει δείξει η Ιστορία- τείνει να λάβει ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, τότε επιτρέπεται η χρήση όλων των όπλων για να αποτραπεί η νίκη του ή για να εκδιωχθεί από την εξουσία, αν την έχει καταλάβει. Οι θιασώτες αυτής της θέσης, επικαλούμενοι ιστορικά παραδείγματα, θεωρούν πως δεν έχει νόημα η τήρηση των κανόνων που απορρέουν από τις αρχές του φιλελευθερισμού, όταν αυτή η συμπεριφορά προδιαγράφει μετά βεβαιότητος την ήττα. Μια ήττα που πιθανόν να σημαίνει και την εγκαθίδρυση ανελεύθερου καθεστώτος, γιατί όπως υποστηρίζουν, η τεχνική της εξαπάτησης, του ψεύδους και της κοινωνικής πόλωσης μοιραία επιφέρει και την διολίσθηση σε αυταρχικές συμπεριφορές. Άρα για να αποφευχθούν όλα αυτά τα δεινά, επιτρέπεται από την φιλελεύθερη παράταξη η χρήση κάθε αποτελεσματικού πολιτικού εργαλείου.
Είναι φανερό πως και οι δύο σχολές σκέψης έχουν ισχυρά επιχειρήματα, που καθιστούν την μια ή την άλλη επιλογή πολύ δύσκολη υπόθεση. Βέβαια η εκτίμηση κάθε φορά γίνεται πολύ συγκεκριμένα και λαμβάνονται υπόψη όλες οι επικρατούσες συνθήκες.
Στα καθ΄ ημάς λοιπόν, με τον συγκεκριμένο ΣΥΡΙΖΑ που έχουμε απέναντι μας, πώς θα πορευθούμε; Με ανεμίζουσες τις σημαίες του φιλελευθερισμού και με τον σταυρό στο χέρι ή θα χρησιμοποιήσουμε κι εμείς τα δικά του όπλα και τις δικές του συμπεριφορές που τον έφεραν στην εξουσία; Αν το κάνουμε αυτό κινδυνεύουν να αλλοιωθούν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της παράταξης; Και αν δεν το κάνουμε και εξαιτίας αυτού του γεγονότος ηττηθούμε και πάλι στις εκλογές; Ποιο είναι το μείζον και ποιο το έλασσον; Θα σκεφτεί ο αναγνώστης: «μα καλά δεν γίνεται να κερδίσουμε με τα λάβαρα μας και τις ιδέες μας να κυματίζουν; Γιατί να κάνουμε εκπτώσεις στα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε;»
Γιατί πιστεύω -και αυτή είναι η θέση μου- πως σε μια κοινωνία που δεν θέλει να αλλάξει, σε μια κοινωνία που στην πλειοψηφία της αντιδρά στην νεωτερικότητα και στις μεταρρυθμίσεις, σε μια κοινωνία που υπάρχει ένας συμπαγής διακομματικός πυρήνας «ψεκασμένων», οι αρχές και οι αξίες του φιλελευθερισμού είναι και θα είναι δραματικά μειοψηφικές. Συνεπώς, μόνον αν η φιλελεύθερη παράταξη χρησιμοποιήσει πολιτικές πρακτικές ανάλογες με αυτές του εθνολαϊκιστικού μορφώματος θα μπορέσει να το εκδιώξει από την εξουσία. Και στην συνέχεια, όντας εξουσία, ας διεξάγει επί τέλους ιδεολογικό αγώνα για γίνουν οι αρχές του φιλελευθερισμού πλειοψηφικές στην κοινωνία.
Ρομαντισμός και πολιτική είναι έννοιες ασύμβατες.