Του Σάκη Μουμτζή
Προ καιρού είχα γράψει πως στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος καλόν είναι να θεσπισθεί διάταξη πως «όλοι οι Έλληνες γεννιούνται δημόσιοι υπάλληλοι». Νομίζω πως θα καθιστούσε διπλά ευτυχισμένο τον ελληνικό λαό –στη μεγάλη του πλειοψηφία–, καθώς αυτομάτως στα 35 χρόνια τους θα ήταν όλοι συνταξιούχοι! Γιατί, ως γνωστόν, αυτοί είναι οι στόχοι ζωής εκατομμυρίων συνανθρώπων μας. Δημοσιοϋπαλληλία και σύνταξη σε όσο πιο μικρή ηλικία γίνεται. Και το πολιτικό σύστημα σχεδόν σαράντα χρόνια βρίσκει τρόπους και ικανοποιεί αυτούς τους πόθους των Νεοελλήνων, γιατί κατ΄ αυτόν τον τρόπο αναπαράγεται και αυτό.
Ακόμα και στα χρόνια της κρίσης, παρ΄ όλο που το συγκεκριμένο φαινόμενο εντοπίστηκε σαν ένα από τα αίτια της, η αντιμετώπιση του ήταν ιδιαίτερα χλιαρή. Ως γνωστόν, για να φανεί πως μειώνεται το κόστος λειτουργίας του Δημοσίου, χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι συνταξιοδοτήθηκαν, με αποτέλεσμα να διογκωθούν οι συνταξιοδοτικές δαπάνες. Και τώρα μαθαίνουμε πως δημιουργούνται καινούργιοι κρατικοί οργανισμοί για να διαχειρισθούν θέματα των ιδιωτικοποιήσεων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, του δημόσιου χρέους κλπ.
Ο Θ. Δρίτσας εξαργύρωσε τη συγκατάθεση του στη συμφωνία με την COSCO δημιουργώντας τη Δημόσια Αρχή Λιμένων, τη Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων και τη Γενική Γραμματεία Λιμένων του υπουργείου του. Εννοείται πως οι τρεις αυτές αρχές με επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες θα στελεχωθούν με «ημετέρους» κατά τα ειωθότα, το δε κόστος θα το πληρώσει ο βαρύτατα φορολογούμενος πολίτης. Επιπλέον η συγκρότηση της Δημόσιας Αρχής Λιμένων πιθανόν να δημιουργήσει προβλήματα στην ολοκλήρωση της συμφωνίας με την COSCO, καθώς οι Κινέζοι αντιδρούν στις αυξημένες αρμοδιότητες που αυτή έχει.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως ενώ η χρηστή και συνετή διοίκηση μιας χώρας που βιώνει πρωτοφανή κρίση για έξι χρόνια επιβάλλει δραστική μείωση των κρατικών δαπανών, απεναντίας παρατηρούμε την αύξηση τους με τη δημιουργία νέων κρατικών φορέων. Όλοι νομίζω θυμούμαστε τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θ. Πάγκαλο, που ήταν επιφορτισμένος με την καταγραφή και το κλείσιμο των ανενεργών φορέων του Δημοσίου, να συναντά την άρνηση συνεργασίας των υπουργών που προΐσταντο αυτών των οργανισμών. Μέχρι σήμερα ουδείς γνωρίζει τον ακριβή αριθμό τους. Μάλιστα, υποθέτω πως δεν υπάρχει προσέγγιση τους ούτε σε τάξη μεγέθους.
Αναμφίβολα το να χάσει ένας εργαζόμενος τη δουλειά του είναι από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να του συμβούν. Όμως η συντήρηση δημόσιων οργανισμών, ειδικών γραμματειών υπουργείων και άλλων «περίεργων» φορέων που δεν έχουν λόγο ύπαρξης ή οι αρμοδιότητες τους είναι επινόηση ευφάνταστων εγκεφάλων αποτελεί πρόκληση σε ένα εκατομμύριο περίπου άνεργους του ιδιωτικού τομέα που έχασαν τις δουλειές τους στα χρόνια της κρίσης.
Μπορούμε πράγματι να κάνουμε το ελληνικό Δημόσιο πολύ πιο αποτελεσματικό και λιγότερο κοστοβόρο, αλλά ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως ο μεγάλος αριθμός των απασχολουμένων αντιστρατεύεται σε αυτούς τους δύο στόχους. Έτσι μια μεταρρυθμιστική - φιλελεύθερη κυβέρνηση πρώτα οφείλει να σχεδιάσει τον δημόσιο τομέα που επιθυμεί να υπηρετεί τον Έλληνα πολίτη και μετά, αφού προχωρήσει στις απαιτούμενες αναδιαρθρώσεις, να αποφασίσει και με πόσους δημοσίους υπαλλήλους θα το επιτύχει. Οι απολύσεις ή οι προσλήψεις χωρίς προηγούμενο επιχειρησιακό σχεδιασμό μαρτυρούν ανορθολογική πολιτική σκέψη.