Του Δρ. Ζήνωνα Τζιάρρα*
Στις 18 Μαρτίου 2019, το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών εξέδωσε ένα μακροσκελές δελτίο τύπου σχετικά με την επίσκεψη του Υπουργού Μάικ Πομπέο στη Μέση Ανατολή, που ξεκινούσε ως εξής: «Ο Υπουργός Πομπέο θα ταξιδέψει στο Κουβέιτ, το Ισραήλ, και τον Λίβανο μεταξύ 19 και 23 Μαρτίου. Θα συμμετάσχει σε σειρά διμερών συναντήσεων με υψηλού επιπέδου αξιωματούχους, θα παρευρεθεί στον Στρατηγικό Διάλογο ΗΠΑ-Κουβέιτ και στην επαναλαμβανόμενη τριμερή συνάντηση Αρχηγών Κρατών με το Ισραήλ, την Ελλάδα, και την Κυπριακή Δημοκρατία […]
Ο Υπουργός θα ενισχύσει την αξία των συνεργασιών μας, καθώς και την σημασία της ασφάλειας και της οικονομικής συνεργασίαςπρος την επίτευξη περιφερειακής σταθερότητας και την αντιμετώπιση των εχθρικών [ή βλαπτικών, malign] δραστηριοτήτων του Ιράν».
Στο σύνολό του, το δελτίο τύπου του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών έκανε 21 αναφορές σε Λίβανο, 11 σε Ισραήλ, 11 σε Κουβέιτ, δύο σε Ελλάδα και δύο σε Κύπρο, ενώ η τελευταία του ενότητα είχε τον τίτλο: «Αντιμετωπίζοντας τις εχθρικές [ή βλαπτικές, malign] επιρροές του Ιράν».
Τα Θετικά και η Άρνηση
Η παρουσία του Πομπέο στην τριμερή της Ιερουσαλήμ ήταν σημαντική σε επίπεδο συμβολισμού και πολιτικής στήριξης του τριμερούς σχήματος συνεργασίας, ενώ επιτυχημένος ήταν ο συντονισμός Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ ως προς τον χρονισμό της Συνόδου και την συμπερίληψή της στο πρόγραμμα του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών. Πάντως, η γεωπολιτική συγκυρία έχει σημασία: οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να υποχωρούν μερικώς από την περιοχή προς ανασύνταξη δυνάμεων και επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής τους πολιτικής, λόγω και των αστοχιών στη Συρία αλλά και της ενίσχυσης του ρόλου της Ρωσίας.
Από αυτή την άποψη, το ταξίδι του Πομπέο εμπίπτει στo ευρύτερο πλαίσιο της αμερικανικής στρατηγικής που επιθυμεί να επεκτείνει το δίκτυο των περιφερειακών της αντιπροσώπων, οι οποίοι θα παίξουν και το ρόλο της προώθησης ή διευκόλυνσης των αμερικανικών συμφερόντων. Το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών ορίζει αυτά τα συμφέροντα ως τον περιορισμό των ιρανικών, ρωσικών, και κινεζικών εχθρικών επιρροών/δραστηριοτήτων στην περιοχή και όχι μόνο, και περιλαμβάνουν βεβαίως την Χεζμπολάχ, τη Χαμάς και τη συριακή κυβέρνηση.
Παρά τα πιο πάνω κάποιοι πολιτικοί αξιωματούχοι, αναλυτές και δημοσιογράφοι, επέλεξαν (είτε από άγνοια, είτε σκοπίμως) να δώσουν μεγαλύτερες διαστάσεις και αξία στη συγκεκριμένη Σύνοδο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα κυρίαρχο αφήγημα υπερβολικών προσδοκιών και ανυπόστατων ερμηνειών, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Κάποια βασικά χαρακτηριστικά του εν λόγω αφηγήματος ήταν τα εξής τρία:
α) οι αναφορές σε δημιουργία στρατηγικής συμμαχίας (η οποία ενίοτε ερμηνεύθηκε και ως θεσμοθετημένη), β) η αναφορά σε τετραμερή (συμμαχία) εξισώνοντας την παρουσία του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών με αυτή των τριών Αρχηγών Κρατών, και γ) η ερμηνεία ενός σημείου στο κοινό ανακοινωθέν των τεσσάρων ως ρήτρα κοινής άμυνας έναντι εξωτερικών απειλών (και δη της Τουρκίας).
Κάποια πιο Πραγματικά Δεδομένα
Ξεκινώντας από το δεύτερο, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η συνάντηση ήταν τριμερής. Ως τριμερής ανακοινώθηκε από όλα τα μέρη περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, ως τριμερής διεξήχθη, και ως τριμερής ολοκληρώθηκε, αυτό ανέφερε επισήμως και ο ίδιος ο ΜάικΠομπέο. Εξ άλλου δεν θα μπορούσε να ήταν τετραμερής δεδομένου ότι ο Πομπέο είναι Υπουργός και όχι Αρχηγός Κράτους. Το κατά πόσο αυτό θα αλλάξει στο μέλλον είναι μια άλλη υπόθεση. Τα περί adhocτετραμερούς για θέματα ενέργειας επίσης δεν ευσταθούν, δεν υπάρχουν επισήμως πουθενά, και αποτελούν – σε αυτή τουλάχιστον τη φάση – αποκύημα φαντασίας. Σε ό,τι αφορά την εμμονή να αποκαλούμε αυτά τα σχήματα «συμμαχίες», πρέπει να θυμίσουμε ότι ο όρος συμμαχία – και μάλιστα «στρατηγική συμμαχία» – σημαίνει κάτι άλλο.
Μια (στρατηγική) συμμαχία προϋποθέτει την επίσημη και κοινή δέσμευση – ένα θεσμοθετημένο σχήμα – των συμμετεχόντων μελών για στρατιωτική αλληλοβοήθεια σε περίπτωση (στρατιωτικής) απειλής από τρίτο δρώντα. Το ΝΑΤΟ, για παράδειγμα, αποτελεί μια συμμαχία. Στις τριμερείς δεν υφίσταται κάτι τέτοιο (προς το παρόν), πόσο μάλλον κάτι θεσμοθετημένο. Αν οι τριμερείς χαρακτηρίζονται συμμαχίες έστω και ως σχήμα λόγου, τότε μάλλον χάνουν οι λέξεις τη σημασία τους (το ΝΑΤΟ τι να το χαρακτηρίζουμε;), και ενδεχομένως οι σκοποί να είναι άλλοι.
Συναφής με το τελευταίο σημείο είναι και η ερμηνεία που δίνεται στην αναφορά του κοινού ανακοινωθέντος περί κοινής άμυνας ενάντια σε εξωτερικές απειλές. Το ανακοινωθέν αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Οι ηγέτες συμφώνησαν να αυξήσουν την περιφερειακή συνεργασία· να στηρίξουν την ενεργειακή ανεξαρτησία και ασφάλεια· και να αμυνθούν ενάντια σε εξωτερικές εχθρικές [ή βλαπτικές,malign] επιρροές στην Ανατολική Μεσόγειο και ευρύτερη Μέση Ανατολή».
Αυτή η αναφορά έγινε στη βάση της αρχής της εποικοδομητικής ασάφειας, με σκοπό να επιδέχεται διαφόρων ερμηνειών και να βολεύει όλα τα μέρη. Ωστόσο, υπάρχει ένα δεδομένο το οποίο δεν μπορεί να παραβλεφθεί: το γεγονός ότι το λεκτικό της αναφοράς είναι ταυτόσημο με το λεκτικό του δελτίου τύπου που εκδόθηκε από το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών πριν την επίσκεψη Πομπέοόπως παρατίθεται στην αρχή αυτού του άρθρου. Περιέχει την ασυνήθιστη λέξη «malign»(βλαπτικός/εχθρικός) ως μέρος του επίσης ασυνήθιστου όρου «βλαπτικές επιρροές» (maligninfluences) αντί απειλές, προκλήσεις κτλ. Πόσο σύμπτωση μπορεί να είναι κάτι τέτοιο;
Και όπως προαναφέρθηκε, αυτές οι επιρροές, σύμφωνα με το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών και τον ίδιο τον Πομπέο, είναι το Ιράν, η Ρωσία και η Κίνα. Παρόλα αυτά κάποιοι επιμένουν ότι το ανακοινωθέν αναφέρεται στην Τουρκία. Αν αυτός ήταν ο σκοπός τότε γιατί δεν αναφέρεται ξεκάθαρα η Τουρκία; Γιατί να πειστεί κανείς, έχοντας τα δεδομένα υπόψη, ότι οι ΗΠΑ (και τα λοιπά κράτη) συμφώνησαν να ορίσουν την Τουρκία ως «εχθρική επιρροή» όταν η αναφορά είναι ασαφής και αφηρημένη, και όταν τα υπόλοιπα στοιχεία παραπέμπουν σε κάτι εντελώς διαφορετικό;
Σίγουρα στο μέλλον τα πράγματα μπορεί να επιδεινωθούν περισσότερο μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, αλλά προς το παρόν η προσπάθεια της Ουάσιγκτον εστιάζεται στην επαναφορά της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο, και άρα οι ΗΠΑ δεν την αποκλείουν από τους περιφερειακούς σχεδιασμούς.
Από αυτή την άποψη, ποια ήταν τα απτά αποτελέσματα της τριμερούς; Μήπως μπορεί να θεωρηθεί από μόνητης αποτέλεσμα η παρουσία του Πομπέο όταν το κοινό ανακοινωθέν είναι γενικόλογο και αφηρημένο; Για παράδειγμα, ένας από τους στόχους της Κυπριακής Δημοκρατίας σε αυτή την τριμερή ήταν η αμερικανική στήριξη στα δικαιώματα της κυπριακής δημοκρατίας στην Αποκλειστική της Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), ενώ υπήρχε γενικά και η προσδοκία για στήριξη του EastMed.
Το κοινό ανακοινωθέν δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά στο ένα ή στο άλλο, αν και αυτό δεν αναιρεί την πάγια θέση των ΗΠΑ στο θέμα των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας ενώ ο αγωγός EastMedαναφέρθηκε στις συζητήσεις της Συνόδου αλλά δεν υπήρξε πρόοδος.
Επιπλέον, πολλά ισραηλινά και διεθνή ΜΜΕ ερμήνευσαν την παρουσία του Πομπέο στην Ιερουσαλήμ ως παροχή στήριξης στον Βενιαμίν Νετανιάχου εν μέσω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει με τη Δικαιοσύνη και ενόψει εκλογών. Το ίδιο γράφτηκε και για την τριμερή που έλαβε χώρα στην Ιερουσαλήμ. Ο ισραηλινός τύπος επικεντρώθηκε κυρίως στη συνάντηση Πομπέο-Νετανιάχουκαι στο θέμα της αναγνώρισης των Υψιπέδων του Γκολάν ως μέρος της ισραηλινής κυριαρχίας.
Οι στοχεύσεις των Αμερικανών μέσα από την επίσκεψη Πομπέο (πού σχετίζονται με το αμερικανικό Σχέδιο Ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή) έγιναν ακόμα πιο ξεκάθαρες όταν ο Ντόναλντ Τραμπ, σε ένα από τα περιβόητα tweetsτου, έγραψε ότι ήρθε ο καιρός να αναγνωριστούν τα Υψίπεδα Γκολάν ως ισραηλινές περιοχές. Γιατί λοιπόν φαίνεται ότι η τριμερής παρουσιάστηκε ως κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που ήταν στα περισσότερα ελληνόγλωσσα ΜΜΕ; Γιατί δεν συμμερίζονται αυτή τη θριαμβολογία στο Ισραήλ και στα διεθνή μέσα;
Επίλογος – Μηδενισμός ή Ρεαλισμός;
Ίσως όλα αυτά να φαίνονται σαν μια προσπάθεια μηδενισμού ενός γεγονότος που θεωρήθηκε επιτυχία και στρατηγικής σημασίας. Σίγουρα, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, σε κάποιο βαθμό ήταν επιτυχία. Σίγουρα ήτανε κάτι θετικό και όχι αρνητικό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήταν και ουσιαστικό, ή τουλάχιστον ότι είχε την ουσία που του έχει αποδοθεί. Κάποτε προβαίνουμε στη λανθασμένη εξίσωση μηδενισμού και ρεαλισμού. Δυστυχώς τα πραγματικά δεδομένα δεν μεταβάλλονται αναλόγως με το αν μας ευχαριστούν ή όχι.
Το κατά πόσο η πραγματικότητα θα αξιολογηθεί σωστά ή ως κάτι άλλο, εφόσον υπάρχουν τα δεδομένα, είναι προσωπική επιλογή. Τί εξυπηρετεί (και τί αντανακλά) λοιπόν η υπερβολή στη συγκεκριμένη περίπτωση; Μάλλον τρία πράγματα: α) τη μικροπολιτική, β) τους ευσεβείς πόθους του κοινού (και της πολιτείας), και γ) κάποιες διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό όμως δεν είναι εξωτερική πολιτική, ούτε στρατηγικός σχεδιασμός. Στρατηγική με υπερβολές και επικοινωνιακά τεχνάσματα δεν γίνεται. Όχι μόνο αυτό, αλλά είναι και επιζήμια. Η προβολή υπερβολικών – και υπερβολικά θετικών – εικόνων για ένα τέτοιο συμβάν δημιουργεί ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις τρέφουν τους ευσεβοποθισμούς, οι ευσεβοποθισμοί διατηρούν και αναπτύσσουν υπερβολικές και μη-ρεαλιστικές προσδοκίες, ενώ το πολιτικό σύστημα επαναπαύεται στην προβαλλόμενη «επιτυχία» και κοινωνική θριαμβολογία που επικρατεί λόγω και του ρόλου που παίζουν τα ΜΜΕ.
Έτσι, στη μέθη της πλάνης που οι ίδιοι δημιουργούμε, αδυνατούμε να μετρήσουμε και να αξιολογήσουμε σωστά τις πραγματικότητες ή να βρούμε κατάλληλες λύσεις στα προβλήματα. Πως ορίζεις στρατηγικούς στόχους και πως αξιολογείς την επιτυχή τους ή όχι επίτευξη, αν μια τριμερής, υπό τις συνθήκες που έχουν ήδη αναλυθεί, είναι μια τόσο μεγάλη επιτυχία;Πώς χτίζεις συμμαχίες αν παρουσιάζεις τις συνεργασίες ως τέτοιες; Πώς λύνεις το Κυπριακό ή τα θέματα του Αιγαίου αν νομίζεις πως η υπογραφή του Πομπέο σε θωρακίζει;
Τελικά, στην εποχή της ταχύτητας, της πληροφόρησης, και της εικόνας (αντί της ουσίας), τι είναι εθνικό; Το αληθές ή το καλαίσθητο; Και για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα τι πρέπει να κάνουμε; Να σχεδιάσουμε ή να βολευτούμε σε αυταπάτες; Μάλλον πρέπει να ξεκινήσουμε βλέποντας και λέγοντας την αλήθεια.
*Ο κ. Δρ. Ζήνωνας Τζιάρρας είναι ερευνητής, PRIOCyprusCentre και Συνιδρυτής του Geopolitical Cyprus