Πόσες φορές δεν έχουμε αγανακτήσει για τις διαδικασίες που ακολουθούν οι τράπεζες, οι επενδυτικές και χρηματιστηριακές εταιρείες, στο άνοιγμα λογαριασμών μας, στην επικαιροποίηση των στοιχείων μας, στον έλεγχο των φορολογικών στοιχείων και των εισοδημάτων μας και στην αποφυγή νομιμοποίησης χρημάτων από παράνομες δραστηριότητες; Πόσες φορές δεν έχει τύχει να παγώσουν λογαριασμοί ή να μην εκτελεστούν χρηματιστηριακές πράξεις, επειδή τα διακινούμενα ποσά δεν συμβαδίζουν με το επενδυτικό προφίλ και τα δεδομένα των πελατών; Πόσες ανθρωποώρες χάνονται από την πλευρά των τραπεζών και των επενδυτικών εταιρειών στις διαδικασίες των εσωτερικών ελέγχων και των reports προς τις εποπτικές αρχές, που αφορούν πελάτες;
Και ενώ ο μέσος Έλληνας πολίτης αισθάνεται τη δαμόκλειο σπάθη των ελεγκτικών και εποπτικών αρχών στον λαιμό του και οι εγχώριες εταιρείες χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ξοδεύουν δυσανάλογα υψηλούς πόρους στη μάχη για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, βγήκε στη φόρα ακόμη μία αρνητική εικόνα του διεθνούς τραπεζικού συστήματος που σίγουρα δημιουργεί δυσαρέσκεια και αγανάκτηση.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 2020 διέρρευσαν τα περίφημα FinCEN αρχεία και δεν είναι λίγοι αυτοί που τα χαρακτηρίζουν ως τα Panama Papers ή τα WikiLeaks του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος. Η έρευνα των FinCEN αρχείων αποτελεί το αποτέλεσμα μια συντονισμένης προσπάθειας του ICIJ (International Consortium of Investigative Journalists) και του BuzzFeed News. Κατά τη διάρκεια των 16 τελευταίων μηνών, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη δημοσιογραφική έρευνα σε πάνω από 2.100 υποθέσεις ύποπτων τραπεζικών κινήσεων και διακίνησης κεφαλαίων που χαρακτηρίστηκαν ως SARs. Δηλαδή ως Suspicious Activity Reports και ως τέτοιες είχαν μπει το στόχαστρο του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και συγκεκριμένα από το Δίκτυο Αντιμετώπισης Χρηματοοικονομικού Εγκλήματος (Financial Crimes Enforcement Network), γνωστό και ως FinCEN. Εξ ου και η ονομασία των συγκεκριμένων αρχείων.
Σύμφωνα με τα FinCEN αρχεία, βρέθηκαν συναλλαγές ύψους $2 τρισεκατομμυρίων που πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στο 1999 και το 2017 και είχαν απασχολήσει τους εσωτερικούς ελέγχους των τραπεζών, καθώς υπήρχαν υποψίες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Στις πρώτες θέσεις της λίστας των τραπεζών που είναι αναμεμιγμένες σε αυτό το πρωτοφανές σκάνδαλο, φιγουράρουν οι μεγαλύτερες τράπεζες του πλανήτη. Η Deutsch Bank συμπεριλαμβάνεται σε 982 υποθέσεις, συνολικής αξίας $1,3 τρισεκατομμυρίων και η J.P. Morgan Chase που εμπλέκεται σε 107 υποθέσεις, συνολικής αξίας $514 δισεκατομμυρίων. Στη λίστα επίσης βρίσκονται η Bank of New York Mellon, η Standard Chartered, η Barclays, η HSBC, η Bank of America, η China Investment Corporation, η Wells Fargo, η Citigroup, η Societe Generale, η Northern Trust Company, η Royal Bank of Scotland, η Banco Espirito Santo, η Banesco, η Western Union, η Apollo Bank και η Habib Bank Ltd.
Πίσω από αυτές τις πάνω από 2.100 υποθέσεις, στα αρχεία FinCEN περιγράφονται 100.000 συναλλαγές ανάμεσα σε εκατοντάδες τράπεζες από όλα τα πλάτη και μήκη της Γης, από τη Βενεζουέλα μέχρι το Αφγανιστάν και από τη Μαλαισία μέχρι το Μεξικό. Το 20% των συναλλαγών πραγματοποιήθηκε μέσω τραπεζικών λογαριασμών σε φορολογικούς παραδείσους, αλλά και άλλων με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, την Κύπρο, το Χονγκ Κονγκ, τα Ηνωμένα Εμιράτα, τη Ρωσία και την Ελβετία. Τα κεφάλαια που διακινήθηκαν είχαν ως αφετηρία ή ως τελικό προορισμό χώρες όπως την Αγκόλα, τη Βουλγαρία, τη Βραζιλία, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τη Δημοκρατία του Κονγκό, τη Φινλανδία, το Ιράν, το Καζακστάν, τη Μαλαισία, τη Νιγηρία, τη Ρωσία, τη Σενεγάλη, την Τουρκία, την Ουκρανία, τη Βενεζουέλα, τη Νότια Αφρική και τις ΗΠΑ.
Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις παρατηρήθηκε μια μεγάλη υστέρηση ανάμεσα στην εκτέλεση της συναλλαγής και στον εκ των υστέρων χαρακτηρισμό της ως ύποπτης. Δηλαδή, όχι μόνο δεν προηγήθηκαν οι απαραίτητοι έλεγχοι πριν ξεκινήσει η συναλλαγή, αλλά η έγερση της κόκκινης σημαίας καθυστέρησε χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, κατά μέσο όρο η Barclays χρειάστηκε 1.205 ημέρες για να στείλει την έκθεσή της περί πιθανότητας παράνομης συναλλαγής στη FinCEN, η J.P. Morgan Chase χρειάστηκε 519 ημέρες, η Standard Chartered 426 ημέρες, η Bank of New York Mellon 210 ημέρες και η Deutsche Βank 136 ημέρες.
Είναι γεγονός ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο δεν έχει επιτύχει έστω και τον υποτυπώδη έλεγχο στα κεφάλαια τα οποία διακινούνται μέσω αυτού. Η Αμερικανική Υπηρεσία για τα Ναρκωτικά και το Εγκλημα υπολογίζει ότι σε ετήσια βάση οι τράπεζες νομιμοποιούν παράνομα ποσά ύψους $2,4 τρισεκατομμυρίων, που αντιστοιχούν στο 2,7% των προϊόντων που παράγονται και των υπηρεσιών που παρέχονται παγκοσμίως. Και το αξιοσημείωτο είναι ότι οι εποπτικές και ελεγκτικές αρχές κατορθώνουν να εξιχνιάζουν λιγότερο από το 1% αυτών των παράνομων συναλλαγών.
Οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις δεν οδηγούνται στα δικαστήρια, αλλά καταλήγουν σε συμφωνίες ανάμεσα στις τράπεζες και τις αρχές, με αποτέλεσμα να αποσύρονται οι κατηγορίες. Για παράδειγμα, όταν το 2012 η HSBC είχε κατηγορηθεί για ξέπλυμα χρήματος ύψους $881 εκατομμυρίων από τη Λατινική Αμερική με διασυνδέσεις στο εμπόριο ναρκωτικών, η τράπεζα παραδέχθηκε την ενοχή της, πλήρωσε ένα πρόστιμο της τάξης του 1,9 δισεκατομμυρίου στην κυβέρνηση και η ποινική δίωξη σταμάτησε.
Η J.P. Morgan Chase, το 2011 πλήρωσε για συμβιβασμό με τις αρχές $88,3 εκατομμύρια, διότι είχε παραβεί τις διατάξεις για το εμπάργκο στο Ιράν. Το 2014, η J.P. Morgan Chase είχε πληρώσει στις εποπτικές αρχές $2,6 δισεκατομμύρια, ως συμβιβασμό για να αποσυρθούν οι κατηγορίες για τη συμμετοχή της στο Ponzi scheme (πυραμίδα) του Madoff, ο οποίος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 150 ετών.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι τα πρόστιμα και τα ποσά των συμβιβασμών δεν λειτουργούν αποτρεπτικά απέναντι σε αυτές τις τραπεζικές συμπεριφορές. Τα πρόστιμα είναι δυσανάλογα χαμηλά σε σχέση με το ύψος των παράνομων κεφαλαίων που διακινούνται και το ύψος των κερδών που καρπώνονται οι τράπεζες από τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Για παράδειγμα, η Deutsche Bank to 2015 είχε επιτύχει συμβιβασμό ύψους $258 εκατομμυρίων, για μια υπόθεση αρκετών δισεκατομμυρίων που αφορούσε ξέπλυμα κεφαλαίων ύποπτης προελεύσεως από το Ιράν, τη Λιβύη, τη Βιρμανία και το Σουδάν. Ενα άλλο παράδειγμα είναι αυτό της Bank of New York Mellon, που το 2005 συμβιβάστηκε με τις αρχές του AML (Anti-Money-Laundering), με $38 εκατομμύρια, για παράνομη διακίνηση ρωσικών μαφιόζικων κεφαλαίων ύψους $7 δισεκατομμυρίων.
Οι αποκαλύψεις των αρχείων FinCEN προκάλεσαν αντιδράσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στις ΗΠΑ οι γερουσιαστές των Δημοκρατικών Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Γουόρεν, που είχαν προσπαθήσει να είναι υποψήφιοι του Δημοκρατικού κόμματος για το προεδρικό αξίωμα, πρότειναν και πάλι την επιβολή αυστηρότατων ποινών όχι μόνο για τις τράπεζες, αλλά και για τους τραπεζίτες που εμπλέκονται σε αυτές τις παράνομες δραστηριότητες. Παράλληλα η Ελίζαμπεθ Γουόρεν πρότεινε την ανατροπή του νόμου που η ίδια ονομάζει ως «Too Big to Jail», δηλαδή ότι κάτι είναι πολύ μεγάλο για να φυλακιστεί, εννοώντας τις τράπεζες. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο και η Πορτογαλία ετοιμάζουν νέους νόμους για την ενίσχυση των μηχανισμών κατά του ξεπλύματος παράνομου χρήματος. Η δε ομάδα των Πρασίνων στο Ευρωκοινοβούλιο ζήτησε την παρουσίαση όλων των στοιχείων, ώστε να γίνουν ακροάσεις από την Επιτροπή Φορολογικών Υποθέσεων. Είναι σίγουρο ότι βαίνουμε προς τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Αρχής για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, καθώς οι κυβερνήσεις δείχνουν ανήμπορες να αντιμετωπίσουν από μόνες τους αποτελεσματικά την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, και τη χρηματοδότησή της με εθνικούς πόρους.
Την επομένη των αποκαλύψεων, οι μετοχές των εμπλεκόμενων τραπεζών υποχώρησαν αισθητά. Η Deutsche Bank κατά 9%, η J.P. Morgan Chase κατά 4%, ενώ οι μετοχές της HSBC και της Standard Chartered πλησίασαν τα χαμηλά τους των τελευταίων 25 ετών. Σίγουρα, στην παρούσα συγκυρία, με τη διόγκωση των κόκκινων δανείων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, λόγω της πανδημίας, και τη διοχέτευση των κυβερνητικών πακέτων στήριξης μέσα από το τραπεζικό σύστημα, το θέμα του AML δεν αποτελεί προφανώς προτεραιότητα. Το ίδιο συμβαίνει και στις ΗΠΑ, όπου μετά την απαγόρευση διανομής μερισμάτων και της αγοράς ιδίων μετοχών από τις αμερικανικές τράπεζες, που αποφάσισε η Fed, τα πράγματα έχουν περιπλακεί. Παρ’ όλο λοιπόν που οι συγκυρίες στο τραπεζικό σύστημα δεν βοηθούν, φαίνεται ότι οι κυβερνήσεις θα προωθήσουν νέα ρυθμιστικά και εποπτικά πλαίσια, διότι τα κράτη έχουν διπλές απώλειες από το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Εχουν αφενός στέρηση φορολογικών εσόδων και αφετέρου απώλεια του αισθήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης και ισονομίας από την πλευρά των πολιτών.
* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» του Σαββατοκύριακου 3-4 Οκτωβρίου.