Ήταν μια «εβδομάδα Ρόμπερτ Χάμπεκ» αυτή που πέρασε. Μετά το ισχυρό χαστούκι στο Βρανδεμβούργο, που έκανε τα μάγουλα των Πρασίνων να… κοκκινίσουν και την παραίτηση των συμπροέδρων τους Ρικάρντα Λανγκ και Όμιντ Νουριπούρ ξαφνικά μεγάλη μερίδα του Τύπου, ειδικά εκείνου που φαίνεται να «συμπαθεί» τον πράσινο αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομίας, άρχισε να του αποδίδει σχεδόν υπερφυσικές ιδιότητες. Ο Χάμπεκ φέρεται τώρα να έχει ανοιχτό μπροστά του τον δρόμο για μια ριζική αναμόρφωση του κόμματος ενόψει των Ομοσπονδιακών εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2025.
Στόχος να αναστραφεί η πτωτική πορεία, αλλά και να επαναβεβαιωθεί η κυβερνητική ικανότητα του κόμματος. Πρώτος σταθμός σε αυτή την πορεία θα είναι το συνέδριο των Πρασίνων στα μέσα Νοεμβρίου, όπου ο - όπως όλα δείχνουν - υποψήφιος καγκελάριος των Πρασίνων θα πρέπει να παραμερίσει τα όποια εμπόδια θα θελήσουν να θέσουν στο διάβα του οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι, κυρίως από το χώρο της Αριστεράς, όσοι τέλος πάντων έχουν ακόμα παραμείνει εντός των κομματικών τειχών.
Ένα αρχηγικό ολίγον πρασινωπό κόμμα
Συνθήματα και αρχές άλλων εποχών περί άμεσης δημοκρατίας και συναπόφασης της βάσης έχουν πλέον εξοβελιστεί από τον σχετικό σχεδιασμό των χορηγών επικοινωνίας του 55χρονου καγκελάριου. Λόγος γίνεται αποκλειστικά για ένα κόμμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα και στις δικές του προτεραιότητες. Ειρωνικά θα μπορούσε να κάνει λόγο κανείς για μια απομίμηση της ιδέας της Σάρα Βάγκενκνεχτ. Για μια πρασινωπή «Συμμαχία Ρόμπερτ Χάμπεκ».
Ο ίδιος ο Χάμπεκ μάλλον κολακευμένος από όλα αυτά μοιάζει. Tον βοηθούν σίγουρα να παραβλέπει το γεγονός ότι στην κλίμακα αξιολόγησης των πολιτικών από το -3 έως το +3 το ποσοστό του είναι αρνητικό (-0.8). Φρόντισε να μιλήσει αρκετά αυτές τις μέρες και να παραδεχτεί ότι έχουν γίνει λάθη από την ηγεσία και για αυτό φέρουν όλοι ευθύνες, φυσικά και ο ίδιος. Αλλά το έκανε με ένα κοκέτικο τρόπο, που η ελβετική «Νόιε Τσύρχερ Τσάιτουνγκ» αποκάλεσε λυρικό. Μόνο το δικό του κόμμα είχε το θάρρος να πάρει μετά το μήνυμα της κάλπης επώδυνες αποφάσεις. Οι οποίες βεβαίως δεν «πόνεσαν» τον ίδιο. Θα έλεγε κανείς ότι βιάστηκε να κάνει αυτό το βήμα για να προλάβει την άλλοτε αντίπαλό του Αναλένα Μπέρμποκ, που στις προηγούμενες εκλογές είχε επικρατήσει απέναντί του στην κούρσα, για το ποιος ή ποια θα είναι επικεφαλής της πράσινης λίστας και συνεπώς επίδοξος/η καγκελάριος.
Σήμερα, μετά από μια μάλλον ατυχή θητεία στο Υπουργείο Εξωτερικών η Μπέρμποκ δεν είναι η πιο συμπαθής πολιτική φιγούρα στη χώρα και αναμφίβολα το γνωρίζει και η ίδια. Όλα δείχνουν πως ονειρεύεται το μέλλον της σε κάποια υψηλή θέση σε έναν διεθνή οργανισμό. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι
Το πρόβλημα με τον Χάμπεκ είναι ότι η «συγγνώμη» του προς το εκλογικό κοινό των Πρασίνων μοιάζει εξόχως υποκριτική. Αλλά αυτό θα μπορούσε να πει κανείς είναι κάτι που αφορά αυτόν και τους ψηφοφόρους του. Αυτό που αξίζει συζήτησης είναι από που εδράζεται αυτή η ευφορία για μια «Συμμαχία Χάμπεκ» και αν μπορεί να δικαιολογείται. Η πρώτη ένσταση έχει να κάνει με τον άκομψο τρόπο που εκπαραθυρώθηκαν οι Λανγκ και Νουριπούρ.
Θα πρέπει να είναι επικίνδυνα αφελής όποιος θεωρεί ότι η χλωμή εικόνα του κόμματος και τα κακά αποτελέσματα στις εκλογές οφείλονται σε αυτούς και όχι στα κορυφαία υπουργικά στελέχη του κόμματος και στις δικές τους αποφάσεις και πράξεις. Και εδώ λογικά η εικόνα των Χάμπεκ και Μπέρμποκ παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο. Αυτή είναι η βιτρίνα, αλλά και η κεφαλή του κόμματος, με ένα σώμα που μοιάζει συχνά να έχει παραλύσει. Η θυσία λοιπών των δύο συμπροέδρων μοιάζει ως μια προσπάθεια κατευνασμού αν όχι παραπλάνησης του κοινού του κόμματος, ένα τμήμα του οποίου μπορεί και να το εξοργίσει. Και εδώ μιλάμε για την παραδοσιακή και σταθερή δεξαμενή ψηφοφόρων, που υπολογίζεται γύρω στο 8%.
Από την άλλη, όσο άσπιλος και αν θέλει να εμφανιστεί τώρα ο Χάμπεκ, όσο και αν ποντάρει στην κοντή μνήμη του μέσου Γερμανού για να ξεχαστούν παλιές του γκάφες και καινούριες μεταστροφές θέσεων 180 μοιρών κατά τη διάρκεια της θητείας του, κάποιοι θυμούνται. Υπάρχουν άλλωστε και οι σατιρικές εκπομπές στην τηλεόραση, στις οποίες άθελά του έχει φροντίσει να δώσει κατά καιρούς πλουσιοπάροχα υλικό.
Υποκατάστατο των Φιλελευθέρων;
Η λογική βεβαίως λέει ότι ο αντικαγκελάριος βλέποντας και την εξαέρωση των Φιλελευθέρων πιστεύει ότι θα μπορούσε να λεηλατήσει αυτός το πελατολόγιό τους. Να τους υποκαταστήσει με ένα κόμμα των ευκατάστατων, αλλά οικολογικά συνειδητοποιημένων, που θέλουν να νοιώθουν ελίτ και να το δείχνουν. Όμως οι έρευνες δείχνουν ότι το κοινό των Φιλελευθέρων σε μεγάλο βαθμό τους εγκαλεί για ενδοτισμό απέναντι σε υπερβολικά αιτήματα των Πρασίνων. Γιατί λοιπόν να εμπιστευτούν τους Πράσινους οι παραδοσιακοί φιλελεύθεροι ψηφοφόροι;
Λοξοκοιτώντας προς τη Χριστιανοδημοκρατία
Εδώ και μερικούς μήνες είναι περισσότερο από ξεκάθαρο ότι οι Πράσινοι λοξοκοιτάζουν προς τη μεριά της Χριστιανοδημοκρατίας. Η τελευταία μοιάζει να έχει εξασφαλίσει την πρωτιά στις επόμενες εκλογές και το πείραμα, που έχει ήδη δοκιμαστεί σε τρία ομόσπονδα κρατίδια, θα μπορούσε να δοκιμαστεί και σε εθνικό επίπεδο. Αλλά αυτές οι τρεις κυβερνήσεις δεν διάγουν βίο ανθόσπαρτο. Και σε τελική ανάλυση η συντηρητικοποίηση των Πρασίνων, που προήλθε από τη συνεργασία με Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελεύθερους και τους κοστίζει τόσο πολύ, θα πρέπει να ανέβει σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο αν είναι να συνεργαστούν με ένα καγκελάριο «άνθρωπο της οικονομίας», τον Φρίντριχ Μερτς. Και ο τελευταίος έχει δείξει ότι δεν θα είναι και πολύ βολικός διαπραγματευτής σε ένα τέτοιο πιθανό προξενιό.
Είναι σαφές ότι η ανάδειξη στην ηγεσία των Χάμπεκ και Μπέρμποκ σηματοδότησε την άνευ όρων παράδοση των Πρασίνων στη λογική του επικοινωνισμού. Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνες τις «σοφιστικέ» φωτογραφίες του Χάμπεκ ξυπόλητου και στοχαζόμενου στις παραλίες του γερμανικού Βορρά. Για ένα κόμμα που δείχνει αδιόρθωτα να επιμένει ότι για την κακή του πορεία δεν φταίνε οι θέσεις του, αλλά αυτοί που δεν τις καταλαβαίνουν είναι φυσιολογικό να κυριαρχήσει η θεωρία ότι όλα μπορούν να διορθωθούν με καλύτερη επικοινωνία. Καλύτερους συμβούλους και διαφημιστές. Θα αποδειχτεί αυτή η συνταγή σωτήρια ή μήπως καταδικαστική; Τον τελικό λόγο θα έχει πάλι ο ψηφοφόρος.
Πηγή: Deutsche Welle