Ο Φρίντριχ Μερτς στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση των Χριστιανοδημοκρατών
Εκλογές - ορόσημο για τη Γερμανία και την Ευρώπη
AP Photo/Martin Meissner
AP Photo/Martin Meissner
Ο Φρίντριχ Μερτς στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση των Χριστιανοδημοκρατών

Εκλογές - ορόσημο για τη Γερμανία και την Ευρώπη

Στην τελική ευθεία για τις εκλογές της Κυριακής στη Γερμανία και εάν επιβεβαιωθούν ή διαψευστούν οι προσδοκίες ότι θα είναι ίσως αυτή η αρχή του τέλους της ευρωπαϊκής πολιτικής παράλυσης, εν μέσω βίαιων μεταβολών στη διατλαντική σχέση και οικονομικής στασιμότητας, θα εξαρτηθεί από το εάν ο προαλειφόμενος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς θα μπορέσει να συγκροτήσει έναν σταθερό - δικομματικό - κυβερνητικό συνασπισμό και να συντονιστεί στενά με τους Ευρωπαίους συμμάχους του, επαναφέροντας στις ράγες τον γαλλογερμανικό άξονα. 

Πρόκειται για τις πιο σημαντικές εκλογές των τελευταίων ετών για το μέλλον της Ευρώπης, μαζί με τις αμερικανικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου που οδήγησαν στη δεύτερη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ. Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και το αδελφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (CSU) βρίσκονται σε τροχιά νίκης, όμως δεν θα εξαντλούνται στην προδιαγραφόμενη εναλλαγή της εξουσίας μεταξύ των δύο παραδοσιακών γερμανικών κομμάτων τα πρωτοσέλιδα της επόμενης ημέρας. 

Στους πηχυαίους τίτλους θα βρίσκεται η εθνολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD), όπως και έχει καταλάβει την πολιτική συζήτηση με αιχμή το μεταναστευτικό και την οικονομία επί χρόνια και καθ' όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, έχοντας λάβει δε ώθηση από την άλλη άκρη του Ατλαντικού διά των παρεμβάσεων του Ίλον Μασκ και του ίδιου του αντιπροέδρου της «νέας» αυτής Αμερικής Τζέι Ντι Βανς.

Εφόσον οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν, ένα ακροδεξιό, φιλορωσικό και νεοναζιστικών συνιστωσών κόμμα θα έχει αναδειχθεί η δεύτερη πολιτική δύναμη σε ομοσπονδιακό επίπεδο για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία. Και θα είναι η στιγμή να ηχήσουν πλέον εκκωφαντικά στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στις Βρυξέλλες και στα επιτελεία των κομμάτων του Δημοκρατικού τόξου οι σειρήνες για μία Άκρα Δεξιά που επελαύνει. Τόσο δυνατά όσο και οι αντιαεροπορικές σειρήνες στην Ουκρανία που βομβαρδίζεται επί τρία ολόκληρα χρόνια και της οποίας σήμερα η μοίρα κινδυνεύει να κριθεί ερήμην της. 

Αναπόφευκτα μία ισχυρή επίδοση της AfD - στο 20% ή και 21%, κατά τις τρέχουσες μετρήσεις - θα επηρεάσει τις πολιτικές τάσεις πανευρωπαϊκά και θα ενθαρρύνει δυνάμεις της Άκρας Δεξιάς, με την παράλληλη ευγενική ρωσική χορηγία.

Ήδη, έχουν ξεκινήσει και συζητήσεις στους κόλπους της νεοσύστατης ευρωομάδας των Πατριωτών για την Ευρώπη - τρίτη μεγαλύτερη ομάδα στο Στρασβούργο, που διεξήγαγε πρόσφατα πανηγυρικό συνέδριο στη Μαδρίτη υπό το σύνθημα MEGA -, για πιθανή ενσωμάτωση της AfD στο σχήμα των Λεπέν, Αμπασκάλ, Σαλβίνι και λοιπών - παρότι το κόμμα είχε εκδιωχθεί από την προηγούμενη ομάδα της Άκρας Δεξιάς εξαιτίας της ναζιστικής ρητορικής του πρώην επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του Μαξιμίλιαν Κρα.

Η γαλλική Εθνική Συσπείρωση παραμένει αντίθετη σε συνεργασία, ωστόσο με τον αμφιλεγόμενο Κρα να έχει αποπεμφθεί από την AfD, η πόρτα θα μπορούσε μελλοντικά να ανοίξει αναλόγως του πώς θα προσαρμόσει ή μεταμφιέσει τα μηνύματά της η Εναλλακτική για τη Γερμανία κυνηγώντας την κανονικοποίηση.

Αν και η AfD βγάζει μπροστά το μεταναστευτικό, τα προβλήματα της Γερμανίας είναι άλλα και εξηγούν επίσης τους λόγους της τόσο μεγάλης ανόδου ενός κόμματος που βρίσκεται στο φάσμα του δεξιού εξτρεμισμού.

Το οικονομικό - βιομηχανικό μοντέλο της χώρας - βασισμένο στη φθηνή ενέργεια χάρη στο ρωσικό φυσικό αέριο, στις εξαγωγές προς την Κίνα και στις αμυντικές εγγυήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών - έχει τρανταχτεί συθέμελα, αφήνοντας τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βυθισμένη στη στασιμότητα και την αγωνία για το μέλλον.

Η χώρα έχει επιβαρυνθεί επίσης από την υπερβολική γραφειοκρατία, την έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων, την αργή υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών, την κρίση στην αυτοκινητοβιομηχανία και την έλλειψη σαφούς κατεύθυνσης από την απερχόμενη τρικομματική κυβέρνηση SPD - Πρασίνων - Φιλελεύθερων που βρισκόταν σχεδόν σε μόνιμη κρίση έως ότου τελικά κατέρρευσε. Και τώρα «έρχονται» και οι δασμοί Τραμπ.

Η Γερμανία έχει πάψει προοδευτικά να λειτουργεί ως πυξίδα για την ΕΕ και το ρόλο αυτό καλείται να ανακτήσει τώρα, σε καιρούς απρόβλεπτους που απαιτείται περισσότερο από ποτέ στρατηγική ηγεσία για να οχυρωθεί και να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα. Ο Φρίντριχ Μερτς δίνει υποσχέσεις για μία δυναμική διακυβέρνηση που θα δίνει προτεραιότητα στον συντονισμό και θα τερματίζει την «ευρωπαϊκή αφωνία» της Γερμανίας. Για να το επιτύχει και αυτό, θα πρέπει πριν και πάνω απ’ όλα να ανατάξει τη γερμανική οικονομία.

Καθώς ακόμη και με πολύ αυστηρότερα μέτρα για το μεταναστευτικό (όπως αυτά που επιχείρησε να περάσει παρακάμπτοντας το «τείχος ασφαλείας» απέναντι στην AfD), εάν η οικονομία δεν βελτιωθεί κινδυνεύει να παγιωθεί μία τάση που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε ένα αδιανόητο αποτέλεσμα στις κάλπες του 2029. Η AfD άλλωστε καλπάζει περισσότερα στα κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας, εκεί όπου δεν υπάρχει εισροή μεταναστών.

Η συμπρόεδρος και υποψήφια καγκελάριος της Άκρας Δεξιάς, Αλίς Βάιντελ, έχει ήδη στραμμένο το βλέμμα στο 2029 και μπροστά σε αυτά τα δεδομένα καθίστανται ιστορική η αποστολή και ιστορικές οι ευθύνες της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος εν συνόλω την επόμενη τετραετία.

Η βασικότερη προϋπόθεση για να μπορέσει ο Φρίντριχ Μερτς να κυβερνήσει αποτελεσματικά είναι να ηγείται ενός σταθερού συνασπισμού, η σύνθεση του οποίου θα εξαρτηθεί από την εκλογική επίδοση των μικρότερων κομμάτων. Όσα περισσότερα περάσουν το όριο του 5% για την είσοδο στην Μπούντεσταγκ, τόσο απομακρύνεται το σαφώς προτιμητέο σενάριο ενός δικομματικού συνασπισμού. Ένας μεγάλος συνασπισμός με τους Σοσιαλδημοκράτες είναι η πιθανότερη, η πιο δοκιμασμένη και «ασφαλέστερη» εκδοχή.

Αναλόγως της επίδοσης των Πρασίνων θα μπορούσε να εξεταστεί και ένας συνασπισμός CDU/CSU μαζί τους. Το ενδεχόμενο μπορεί να πέσει στο «τραπέζι» εάν η επίδοσή τους είναι ισχυρή, αλλά εκτιμάται ότι η προοπτική αυτή θα χρησιμοποιηθεί κυρίως από το συντηρητικό κόμμα ως μοχλός πίεσης στις διαπραγματεύσεις με το SPD. Η έσχατη λύση για τον Φρίντριχ Μερτς θα ήταν η συνεργασία με SPD και Πράσινους εάν δεν επαρκούν οι έδρες για έναν μεγάλο συνασπισμό.

Από την άλλη, εφόσον οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) εισέλθουν στην Μπούντεσταγκ, κάτι που παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, θα πρόβαλλε και η προοπτική συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελεύθερων, με τον Μερτς να καλούνταν να ισορροπήσει μεταξύ δύο εταίρων που μεταξύ τους επί τρία χρόνια συγκρούονταν όταν βρίσκονταν στην κυβέρνηση έως ότου ο συνασπισμός τους κατέρρευσε και οι σχέσεις τους παραμένουν χείριστες. Επίσης, ειδικά μετά τον αποτυχημένο συνασπισμό στα χρώματα του «φωτεινού σηματοδότη», οι διαφωνίες μεταξύ των Πρασίνων και του FDP αποκλείουν κάθε σκέψη για από κοινού συμμετοχή του σε συνασπισμό υπό το συντηρητικό κόμμα.

Η προεκλογική περίοδος στη Γερμανία κλείνει με το μέσο όρο των δημοσκοπήσεων να δίνει στη CDU-CSU ποσοστό κυμαινόμενο γύρω στο 30%, αν και το τελευταίο «Politbarometer Extra» για λογαριασμό του ZDF την εμφάνισε να χάνει δύο ποσοστιαίες μονάδες πέφτοντας στο 28%. Μεταξύ 20%-21% κινείται η Εναλλακτική για τη Γερμανία (ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τις προηγούμενες εκλογές). Οι Σοσιαλδημοκράτες είναι τρίτοι με ποσοστό 16% (χάνοντας δέκα μονάδες συγκριτικά με τις εκλογές του 2021) και ακολουθούν οι Πράσινοι με ποσοστό από 13% έως 14%. 

Η Αριστερά (Die Linke) από την άλλη είναι εκείνη που κάνει την έκπληξη και δείχνει να αυξάνει τα ποσοστά της, συγκεντρώνοντας μάλιστα σε μία δημοσκόπηση έως και 9% από εκεί που θεωρούνταν αβέβαιη η κοινοβουλευτική εκπροσώπησή της. Η άνοδος κρύβεται στην οργή που πυροδότησε το ψήφισμα που προώθησε στα τέλη Ιανουαρίου ο Μερτς στο Κοινοβούλιο για αυστηρότερους κανόνες για τη μετανάστευση και το οποίο υιοθετήθηκε χάρη στις ψήφους της Άκρας Δεξιάς, που ο επικεφαλής της CDU αποδέχθηκε σπάζοντας το μεταπολεμικό «ταμπού» της Γερμανίας.

Πέραν των Φιλελεύθερων, να εισέλθει στην Μπούντεσταγκ πασχίζει και η λαϊκιστική και φιλορωσική συμμαχία της αποσχισθείσας από την Linke Σάρα Βάγκενκνεχτ. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις κυμαίνεται οριακά κοντά στο 5% που είναι το κατώφλι εισόδου και όλα είναι ανοιχτά. Οι διακυμάνσεις τις τελευταίες στιγμής θα μπορούσαν να αποδειχθούν καθοριστικές για τη σύνθεση της νέας Μπούντεσταγκ, ειδικά από τη στιγμή που ένας στους πέντε ψηφοφόρους δηλώνουν αναποφάσιστοι.