Λίγες ώρες προτού οι Γερμανοί μάθουν ποιος θα είναι ο νέος καγκελάριος της χώρας τα γερμανικά μέσα προβαίνουν σε έναν απολογισμό της θητείας του Όλαφ Σολτς, σύμφωνα με την αποδελτίωση του Τύπου από την Deutsche Welle.
«Κανείς δεν τρέφει αυταπάτες», σχολιάζει η ZEIT Online. Όλοι πιστεύουν πως «οι μέρες του Σολτς στο τιμόνι της χώρας είναι μετρημένες – και η δημοτικότητά του είναι η χειρότερη που είχε ποτέ ένας καγκελάριος. "Πλέον ο Όλαφ περισσότερο τραβάει το κόμμα προς τα κάτω, παρά το ωφελεί”, αναφέρει ένα επιφανές μέλος του SPD. Γιατί όμως πήγε τόσο άσχημα η θητεία του Σολτς; Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο νυν καγκελάριος θεωρούνταν ως ένας από τους ικανότερους πολιτικούς της χώρας».
Εάν ρωτήσει κανείς τον ίδιο τον Σολτς, «αυτός θα απαντήσει πως φταίνε οι αντίξοες συνθήκες. Και αυτό έχει φυσικά μία βάση. Στα τρία χρόνια που πέρασε στην καγκελαρία έλαβαν χώρα ιστορικές κρίσεις, οι οποίες κατέστησαν μάλλον αδύνατη την ομαλή διακυβέρνηση της χώρας. […] Επιπλέον, ο κυβερνητικός συνασπισμός "Φανάρι” δεν είχε καμία προηγούμενη εμπειρία διακυβέρνησης – και την ίδια στιγμή το FDP και οι Πράσινοι υποστήριζαν συχνά αντικείμενες θέσεις».
Όλα αυτά ισχύουν. Ταυτοχρόνως όμως ακόμη και τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού «έχασαν την πίστη τους στις ηγετικές ικανότητες του Σολτς – το αργότερο τον Νοέμβριο του 2023, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ως αντισυνταγματικό τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό της κυβέρνησης.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ είχε πειστεί για αυτό το λογιστικό κατασκεύασμα από τον Σολτς – και από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα η εμπιστοσύνη αλλά και η δημοσιονομική βάση της κυβέρνησης, την οποία επινόησε ο Σολτς, κατέρρευσαν», παρατηρεί η ZEIT.
«Αυτός ο καγκελάριος, που πάντοτε θεωρούσε εαυτόν ως εξυπνότερο από τους άλλους, όχι μόνο υπερεκτίμησε τον εαυτό του – αλλά, από το υψηλό σημείο από το οποίο κοιτάζει τους συνανθρώπους του, υποτίμησε και το μέγεθος τριών προκλήσεων που κλήθηκε να αντιμετωπίσει», σχολιάζει με καυστικό τρόπο η Handelsblatt.
«Ο Σολτς ήταν ο πρώτος καγκελάριος που έπρεπε να κυβερνήσει με έναν τρικομματικό συνασπισμό. […] Και τελικά δεν τα κατάφερε, διότι τα κόμματα τσακώνονταν πολύ συχνά δημοσίως, δημιουργώντας έτσι ένα μόνιμο χάος, το οποίο είχε μία δυναμική να οδηγήσει την κυβέρνηση σε διάλυση, κάτι που επίσης υποτίμησε ο Σολτς. Και αυτό ήταν ένα μοιραίο λάθος.
[…] Η δεύτερη πρόκληση ήταν η ιστορική καμπή κατά την οποία ανέλαβε τα ηνία της χώρας: καμία ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν κλήθηκε να αντιμετωπίσει τόσο τεράστιες προκλήσεις στην εξωτερική πολιτική, όσο αυτές που αντιμετώπισε η κυβέρνηση Σολτς.
[…] Και ο κόσμος φυσικά συνέχισε να γυρίζει, ενώ ο καγκελάριος προσπαθούσε να αναλάβει δράση, […] χωρίς όμως να μπορεί να λάβει αποφάσεις γρήγορα. Έτσι, η Γερμανία έγινε μεν η δεύτερη μεγαλύτερη υποστηρίκτρια δύναμη της Ουκρανίας, αλλά μονίμως δινόταν η εντύπωση πως αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με τη θέληση του καγκελαρίου».
Και τέλος, η πρόκληση της οικονομίας: «η Γερμανία βρίσκεται πλέον εδώ και δύο χρόνια σε ύφεση και το 2025 ενδέχεται να είναι ένα ακόμη έτος με ύφεση. Και αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα πράσινο οικονομικό θαύμα, όπως αυτό που έλεγε πως θα φέρει ο Σολτς.
Τρία χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Σολτς δεν μπορεί ακόμη να παρουσιάσει ένα σχέδιο για αλλαγή πολιτικής ρότας. Ο καγκελάριος βλέπει τον εαυτό του ως έναν μεταρρυθμιστή», συνεχίζει η Handelsblatt. «Όμως ούτε καν στον τρέχοντα προεκλογικό αγώνα δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς θα φέρει μία πραγματική αλλαγή. […] Εν τέλει δεν έχει καμία σημασία το εάν ο μελλοντικός καγκελάριος θα λέγεται Σολτς ή όχι. Όποιος και αν είναι αυτός όμως θα πρέπει να αντιληφθεί το αξίωμα με εντελώς διαφορετικό τρόπο σε σύγκριση με τα τελευταία τρία χρόνια».
Γιατί ο Φρίντριχ Μερτς;
Η Süddeutsche Zeitung από την άλλη πλευρά επιδιώκει να αναλύσει τη… δύναμη της συνήθειας στις γερμανικές εκλογές, αλλά και τους λόγους που ο Φρίντριχ Μερτς αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση πολιτικού, ο οποίος «υπό κανονικές συνθήκες» μάλλον δεν θα γινόταν ποτέ καγκελάριος.
«Στη Γερμανία τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από τη δύναμη της συνήθειας», γράφει η εφημερίδα του Μονάχου, φέρνοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συνθήκης την Άνγκελα Μέρκελ: «Τέσσερις φορές κέρδισε η πολιτικός των Χριστιανοδημοκρατών την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των πολιτών – και όταν αποφάσισε οικειοθελώς μετά από 16 χρόνια να αποχωρήσει, οι πολίτες ψήφισαν τον αντικαγκελάριό της. Αυτός ήταν βέβαια σοσιαλδημοκράτης, αλλά μπορούσε να μιμηθεί τη Μέρκελ πολύ καλά. Με τον Όλαφ Σολτς οι Γερμανοί επέλεξαν το 2021 τη συνέχιση, το συνηθισμένο. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα ο κόσμος έχει αλλάξει και επομένως απαιτείται μία νέα πολιτική, τόσο από άποψη προγράμματος όσο και από άποψη ύφους».
Εκτός κι αν συμβεί κάποια σημαντική ανατροπή των δεδομένων, ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας θα είναι ο Φρίντριχ Μερτς – κάτι που «σε μία νορμάλ εποχή» μάλλον δεν θα συνέβαινε κατά τη SZ. «Οι καιροί όμως δεν είναι φυσιολογικοί. Ο Μερτς, με τον συντηρητικό του βολονταρισμό, ενσαρκώνει το πνεύμα της εποχής. Και ακριβώς επειδή επέδειξε την αποφασιστικότητά του, δεν δέχτηκε και σοβαρό πλήγμα η δημοτικότητά του δημοσκοπικά.
[…] Ο διαφαινόμενος νικητής των εκλογών δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής στους Γερμανούς – και αυτό είναι κάτι που ισχύει μάλλον για ολόκληρη την πολιτική ηγεσία. Σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς όμως η χώρα χρειάζεται σε κάθε περίπτωση έναν καπετάνιο, ο οποίος θα έρθει σε ρήξη με τη δύναμη της συνήθειας».
Πηγή: DW