Οι εκλογές στο μεγαλύτερο σε έκταση γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας είχαν ανέκαθεν αντίκτυπο στο Βερολίνο, πολλώ δε μάλλον σήμερα που η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς «αγκομαχά» στα μέσα της θητείας της, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) απειλείται με ιστορικές απώλειες στο άλλοτε παραδοσιακό προπύργιό της, και αντίθετα η εθνολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD) έχει φθάσει στο απόγειο της δημοτικότητάς της.
Οι κάλπες που στήνονται στη Βαυαρία πέραν του ότι λαμβάνουν χαρακτήρα δημοψηφίσματος για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Σοσιλαδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελεύθερων -που συνολικά σε ομοσπονδιακό επίπεδο καταβαραθρώνονται στις δημοσκοπήσεις- βρίσκουν τους Χριστιανοκοινωνιστές και τον πρωθυπουργό του κρατιδίου Μάρκους Ζέντερ να πασχίζουν για να μην «βγουν» από την αναμέτρηση με το χαμηλότερο στα χρονικά ποσοστό του κόμματος που επί δεκαετίες κυβερνούσε με αυτοδυναμία.
Εάν οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση θα καταγράψει ιστορικό χαμηλό, περιοριζόμενη γύρω στο 36%. Η απόσταση είναι αβυσσαλέα συγκριτικά με τα ποσοστά άνω του 55%, ακόμη και 60%, που εξασφάλιζε άλλοτε η CSU στην οικονομικά εύρωστη Βαυαρία των 13 εκατομμυρίων κατοίκων, το νοτιότερο από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας.
Ελλείψει αυτοδυναμίας, οι Χριστιανοκοινωνιστές είχαν ήδη αναγκαστεί από το 2018 να συμπράξουν στην κρατιδιακή διακυβέρνηση με το ελάχιστα γνωστό εκτός Γερμανίας δεξιό λαϊκιστικό κόμμα Ελεύθεροι Ψηφοφόροι, το οποίο στην πενταετία που πέρασε έχει εδραιωθεί περαιτέρω και οδεύει ξανά προς συμμετοχή στην κρατιδιακή κυβέρνηση -και αυτό παρά το σκάνδαλο με το φιλοναζιστικό παρελθόν του ηγέτη του Χούμπερτ Αϊβάνγκερ.
Ο 52χρονος Αϊβάνγκερ, υπουργός Οικονομίας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Βαυαρίας, διένειμε στο παρελθόν αντισημιτικά φυλλάδια με χλευαστικές αναφορές για τους Εβραίους και το Ολοκαύτωμα, τα οποία είχε συντάξει ο αδελφός του, όπως αποκάλυψε πρόσφατα η έγκριτη εφημερίδα του Μονάχου Süddeutsche Zeitung για να ακολουθήσει θύελλα αντιδράσεων. Ο Μάρκους Ζέντερ -ο οποίος είχε διεκδικήσει το χρίσμα για να διαδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ το 2015, δίχως να έχει εγκαταλείψει έως σήμερα τις φιλοδοξίες του για την καγκελαρία- καταδίκασε μεν, όμως κράτησε τον Χούμπερτ Αϊβάνγκερ στο πλάι του.
Εκείνος με τη σειρά του, αφού αντέγραψε το εγχειρίδιο Τραμπ μιλώντας για «κυνήγι μαγισσών» και επιτιθέμενος στις «φιλελεύθερες ελίτ», συνέχισε να ανταγωνίζεται σε αντιμεταναστευτικές κορόνες την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που έχει φθάσει να αναδεικνύεται στις δημοσκοπήσεις σε δεύτερη ισχυρότερη παράταξη σε ομοσπονδιακό επίπεδο μετά τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Φρίντριχ Μερτς -με τη δύσκολη κυβερνητική συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελεύθερων να έπεται.
Στη Βαυαρία συγκεκριμένα, οι μετρήσεις πριν την κρίσιμη κάλπη εμφάνιζαν πρώτη τη Χριστιανοκοινωνική Ένωση (δίχως να ανακτά την απόλυτη πλειοψηφία και με κίνδυνο να καταγράψει ιστορικό χαμηλό), ενώ προδιαγράφεται μάχη για τη δεύτερη θέση με τους Ελεύθερους Ψηφοφόρους και τους Πράσινους να συγκεντρώνουν αμφότεροι ποσοστό που κυμαίνεται στο 15%, ενώ η Άκρα Δεξιά ακολουθεί από κοντά με 14%. Ο Μάρκους Ζέντερ έχει κλείσει προκαταβολικά την «πόρτα» σε κάθε ενδεχόμενο συνασπισμού με τους Πρασίνους, λέγοντας ότι μεγάλος αντίπαλος της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης είναι η AfD.
Κάλπες στήνονται την Κυριακή πέραν της Βαυαρίας και στο κρατίδιο της Έσσης, όπου η προερχόμενη από τους Σοσιαλδημοκράτες υπουργός Δικαιοσύνης Νάνσι Φέζερ προσβλέπει στην πρωθυπουργία χωρίς όμως να έχει τις δημοσκοπήσεις στο πλευρό της. Το SPD του Όλαφ Σολτς μπορεί να μην υποστεί τεράστιες απώλειες, αλλά ούτε θα καταφέρει να εκθρονίσει την κυβερνώσα συμμαχία CDU-Πρασίνων, ενώ η AfD είναι πιθανό να καταγράψει κέρδη. Στις τελευταίες μετρήσεις η Χριστιανοκοινωνική Ένωση λάμβανε ποσοστό άνω του 30%, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα συγκέντρωνε 18% και στην τρίτη θέση ισοψηφούσαν Πράσινοι και Εναλλακτική για τη Γερμανία με ποσοστό 17%.
Το μείγμα ύφεσης, πληθωρισμού, η κόπωση των ψηφοφόρων μπροστά σε ένα πόλεμο δίχως ορατό τέλος που μαίνεται στην Ουκρανία και οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις που έχουν οι δυτικές κυρώσεις τελικά και στη ζωή των πολιτών, είναι βούτυρο στο ψωμί της ακροδεξιάς. Η ξενοφοβική AfD της Άλις Βάιντελ έχει σημειώσει μετεωρική άνοδο με «όχημα» το μεταναστευτικό, τον πόλεμο και την οικονομία, εξ ου και πανευρωπαϊκά το βλέμμα καρφώνεται στις επιδόσεις της στις κάλπες Βαυαρίας και Έσσης. Η πραγματική δοκιμασία θα είναι πάντως οι περιφερειακές εκλογές του 2024 σε Σαξονία, Θουριγγία και Βρανδεμβούργο, τα τρία κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας όπου οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν την Άκρα Δεξιά πρώτη δύναμη με ποσοστό που ξεπερνά ακόμη και το 30%.
Αντίθετα, αθροιστικά το ποσοστό Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελεύθερων κυμαίνεται βάσει της τρέχουσας δημοσκοπικής εικόνας στο 38% από 52% που είχαν συγκεντρώσει από κοινού στις βουλευτικές εκλογές του 2021, όταν το SPD επέστρεφε ως πρώτο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα στη γερμανική πολιτική σκηνή, και έμπαιναν επίσημα οι τίτλοι τέλους της πολυετούς διακυβέρνησης Μέρκελ.
Σήμερα, ένας στους πέντε ψηφοφόρους απαντά στους δημοσκόπους ότι η ψήφος τους θα κατευθυνθεί στην Εναλλακτική για τη Γερμανία. Η παράταξη, που ξεκίνησε αρχικά ως αντιευρωπαϊκό «όχημα», μετεξελίχθηκε στα δέκα χρόνια της πολιτικής διαδρομής της σε ακραίο αντι-ισλαμικό και αντιμεταναστευτικό κόμμα, σπέρνοντας μίσος για τους ξένους, τους Εβραίους, τους μουσουλμάνους, την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ και οτιδήποτε ή οποιονδήποτε η ίδια και μόνον θεωρεί «διαφορετικό». Εν μέσω όλων, απροκάλυπτος είναι ο θαυμασμός των ηγετών της AfD για τον Βλαντιμίρ Πούτιν και κατ’ επέκταση την απολυταρχία.