Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση χάνουν τη μάχη στο Σαχέλ. Η «έξωση» των αμερικανικών δυνάμεων από τον Νίγηρα, με απόφαση της στρατιωτικής χούντας υπό τον στρατηγό Αμπντουραχαμάν Τιανί, αποτελεί σημαντικό ορόσημο μετά και την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων, φανερώνοντας την κατάρρευση των δεσμών της Δύσης με την υποσαχάρια Αφρική.
Αφότου ολοκληρωθούν οι συνομιλίες υψηλού επιπέδου μεταξύ Νιαμέι και Ουάσινγκτον αναμένεται να αποχωρήσουν και οι τελευταίοι 1.000 Αμερικανοί στρατιώτες που είχαν παραμείνει στον Νίγηρα μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2023. Οι συζητήσεις επικεντρώνονται κυρίως στην υλικοτεχνική υποδομή, όπως η εξασφάλιση αδειών για στρατιωτικές πτήσεις εντός και εκτός της χώρας, όπως έχει δηλώσει στο δίκτυο CNN Αμερικανός αξιωματούχος.
Η απόσυρση από τον Νίγηρα αποτελεί σημαντικό πλήγμα στη μάχη κατά των τζιχαντιστών, καθώς ο αμερικανικός στρατός επιχειρεί κατά ισλαμικών εξτρεμιστικών ομάδων σε όλο το Σαχέλ, μια ασταθή περιοχή που εκτείνεται από τη Σενεγάλη στη δυτική Αφρική έως την Ερυθρά Θάλασσα.
Πριν από το πραξικόπημα που οδήγησε στην αποχώρηση των Γάλλων στρατιωτών τον Δεκέμβριο, ο Νίγηρας φαινόταν να είναι η τελευταία χώρα στην περιοχή που ήταν πρόθυμη να φιλοξενήσει δυτικά στρατεύματα. Ήταν επίσης μία από τις ελάχιστες χώρες που συνεργάζονταν με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Σήμερα ο Νίγηρας είναι «χαμένη υπόθεση» για τη δυτική παρουσία ασφάλειας στο Σαχέλ.
Και στο γειτονικό Τσαντ, περισσότερες από τις μισές αμερικανικές ειδικές δυνάμεις έχουν αποσυρθεί από βάση κοντά στην πρωτεύουσα Ντζαμένα, στην οποία στεγάζονται και γαλλικές δυνάμεις, κατόπιν απαίτησης της κυβέρνησης. Η Δύναμη Ειδικών Επιχειρήσεων είχε την έδρα της στη Γερμανία προτού μεταφερθεί στο Τσαντ το 2021. Οι συνομιλίες συνεχίζονται, ωστόσο, και αναμένεται να επαναληφθούν μετά τις εκλογές που αρχίζουν στις 6 Μαΐου. Ο ηγέτης της κεντροαφρικανικής ώρας, Μαχάματ Ιντρίς Ντεμπί, διατηρεί στενότερους δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες από ό,τι με τη Ρωσία. Πιθανότατα θα επικρατήσει και θα υπάρξει συμφωνία για την παραμονή αμερικανικών δυνάμεων στη χώρα.
Παρόλα αυτά, στο Τσαντ υπάρχουν πολιτικές παρατάξεις φιλικές προς τη Ρωσία, συνιστώντας μία πιθανή μακροπρόθεσμη απειλή. Οι Ρώσοι έχουν επενδύσει πολλά σε πολλούς από τους πιθανούς αμφισβητίες του Ντεμπί και υπάρχει μια σαφής προσπάθεια εγκαθίδρυσης του δικού τους καθεστώτος.
Κίνδυνος για τις Ηνωμένες Πολιτείες -και ευρύτερα τη Δύση- δεν είναι μόνο η δράση και η πιθανή ενίσχυση του Ισλαμικού Κράτους, της Μπόκο Χαράμ Κράτους και έτερων τζιχαντιστικών οργανώσεων, αλλά και η αυξανόμενη επιρροή κυρίως της Ρωσίας, που διεκδικεί μερίδιο εξουσίας στην Αφρική. Όπως και του Ιράν και της Κίνας, που διεισδύουν σιωπηρά άλλα σταθερά στην ήπειρο.
Σε Νίγηρα, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Μάλι και Μπουρκίνα Φάσο -μαζί με τις περιοχές της ανατολικής Λιβύης που ελέγχει ο Χαλίφα Χαφτάρ, σύμμαχος του Βλαντιμίρ Πούτιν- βρίσκονται οι νέες στρατιωτικές συμμαχίες της Ρωσίας με αφρικανικές χώρες. Οι μισθοφόροι της πρώην Wagner, οι οποίοι ως Εκστρατευτικό Σώμα της Ρωσίας (γνωστό και ως Africa Corps) τελούν πλέον υπό τον έλεγχο της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών GRU, έχουν συμβάλει καθοριστικά στην εδραίωση και επέκταση των στρατηγικών σχέσεων της Μόσχας με την Αφρική.
Το Ιράν επίσης υποστηρίζει την οργάνωση Ισλαμικό Κίνημα της Νιγηρίας και την κυβέρνηση στον εμφύλιο πόλεμο του Σουδάν. Πέρυσι, εξάλλου, ο Ιρανός πρόεδρος, Εμπραχίμ Ραΐσι, επισκέφθηκε την Κένυα, την Ουγκάντα και τη Ζιμπάμπουε για να ενισχύσει τους δεσμούς της Τεχεράνης με τα τρία αφρικανικά κράτη, γεωγραφικά αρκετά μακριά από τα όσα συμβαίνουν στο Σαχέλ.
Η διείσδυση της Κίνας είναι περισσότερο οικονομική, αλλά εξαιρετικά βαθιά. Η κινεζική κυβέρνηση, μέσω της Πρωτοβουλίας Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος (BRI), έχει χρηματοδοτήσει σχέδια επενδύσεων μεγάλης κλίμακας, κυρίως για υποδομές στην Ασία και την Αφρική. Η Δύση υποστηρίζει ότι αποσκοπούν στο να αποκτήσει το Πεκίνο στρατιωτική, οικονομική και πολιτική επιρροή. Προς το παρόν η Κίνα διαθέτει μόνο μία βάση στην Αφρική, στο Τζιμπουτί.
«Έχει αποδυναμωθεί η διεθνής συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας» δηλώνει στην επιθεώρηση The Hill ο Τζόζεφ Σιγκλ, διευθυντής ερευνών του Κέντρου Στρατηγικών Μελετών για την Αφρική στο χρηματοδοτούμενο από το αμερικανικό Πεντάγωνο Πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας. Ο ίδιος αποδίδει την αλλαγή στην ανατροπή των κυβερνήσεων σε μία σειρά από χώρες έπειτα από στρατιωτικά πραξικοπήματα και σε μια αντιδυτική εκστρατεία παραπληροφόρησης που υποστηρίζεται από τη Ρωσία και άλλες εχθρικές χώρες.
Ο Σιγκλ «βλέπει» σε όλα αυτά έναν πόλεμο πληροφοριών, αλλά «όλα ξεκινούν από το γεγονός ότι αυτοί οι στρατιωτικοί ηγέτες, που είναι αυταρχικοί, εκλαμβάνουν τη Ρωσία ως τον ισχυρότερο διεθνή προστάτη για να διατηρήσουν την εξουσία τους». Ορισμένοι ειδικοί διακρίνουν ένα λαϊκιστικό, αντιδυτικό κίνημα που έχει ενδημικό χαρακτήρα -παρ’ όλο που ενθαρρύνεται εξωγενώς από τη Ρωσία- και οφείλεται στην εκμετάλλευση σε βάθος αιώνων από τις δυτικές πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις, αλλά και στην απογοήτευση από την τρέχουσα κατάσταση.
Η Αμπιγκάιλ Καμπαντούλα, διευθύντρια του Κέντρου Αφρικής στη Σχολή Διεθνών Σπουδών «Γιόζεφ Κόρμπελ» του Πανεπιστημίου του Ντένβερ, παρατηρεί ότι οι ΗΠΑ χάνουν την επιρροή τους στην Αφρική εν μέρει επειδή η Ουάσινγκτον απέτυχε να αντιμετωπίσει την τρομοκρατία -απειλή που, όπως λέει, έχει «γιγαντωθεί» την τελευταία δεκαετία. Υποστηρίζει, επίσης, ότι οι ΗΠΑ επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε θέματα ασφαλείας στο Σαχέλ και απέτυχαν να εστιάσουν περισσότερο στη συνεργασία σε οικονομικές ή άλλες ανάγκες των χωρών αυτών, δημιουργώντας ένα κενό εξουσίας στην ήπειρο.
«Η Ουάσινγκτον εθεωρείτο στην περιοχή ως αξιόπιστος εταίρος χωρίς το αποικιοκρατικό φορτίο της Γαλλίας, η οποία έχει αρχίσει να αποχωρεί από την περιοχή» συμφωνεί ο Ουλφ Λίσινγκ, επικεφαλής του προγράμματος Σαχέλ στο γερμανικό Ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ. Αλλά τα μηνύματα των ΗΠΑ προς τις κυβερνήσεις της Δυτικής Αφρικής μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν κατηγορηθεί ότι ίσως εκφοβίζουν τους Αφρικανούς ομολόγους τους κατ' ιδίαν, γράφει ο Ισχαάν Θαρούρ της Washington Post που συνομίλησε με τον Λίσινγκ.
«Η Ουάσινγκτον έχει έλλειψη αυτογνωσίας σχετικά με το πώς προβάλλεται η εικόνα της» δηλώνει στην ίδια εφημερίδα ο Κάμερον Χάντσον, ανώτερος συνεργάτης του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS). «Έχουν κάνει τη Ρωσία μπαμπούλα σε όλο αυτό, όπως έκαναν και οι Γάλλοι, αλλά αυτός είναι ένας τρόπος για να αποσείσουν την ευθύνη και να αποφύγουν κάθε είδους αυτοκριτική σχετικά με τις πολιτικές που ακολούθησαν οι ΗΠΑ», σημειώνει.