Υπό την «ομηρία» της λεπενικής Άκρας Δεξιάς από την πρώτη στιγμή της συγκρότησής της, η κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Μισέλ Μπαρνιέ οδεύει ως όλα δείχνουν στο να καταστεί η πλέον βραχύβια στην Ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας και η πρώτη που καταρρέει με πρόταση μομφής στην Εθνοσυνέλευση από το 1962 και την πτώση της κυβέρνησης του Ζορζ Πομπιντού επί προεδρίας Ντε Γκωλ.
Εγκλωβισμένος στους «δαιδάλους» του Προϋπολογισμού και αδυνατώντας να εξασφαλίσει επαρκή κοινοβουλευτική συναίνεση για το σκέλος που αφορά την κοινωνική ασφάλιση, ο Μισέλ Μπαρνιέ κατέφυγε εν τέλει χθες στην αποκαλούμενη «πυρηνική επιλογή» του άρθρου 49.3 του γαλλικού Συντάγματος για την παράκαμψη της Βουλής προς έγκριση νομοσχεδίων. Η επίκληση του επίμαχου άρθρου αυτόματα υποβάλλει την εκάστοτε κυβέρνηση σε τεστ επιβίωσης, καθώς ανοίγει το δρόμο στην αντιπολίτευση για την υποβολή πρότασης μομφής. Η πρόταση δυσπιστίας εκ μέρους του μπλοκ της Αριστεράς ήταν δεδομένη και θα «αρκούσε» η αποχή της Εθνικής Συσπείρωσης (RN) για να περάσει η κυβέρνηση Μπαρνιέ τον σκόπελο.
Σε ένα πρωτοφανές τοπίο κατακερματισμού δυνάμεων και αστάθειας, η Μαρίν Λεπέν κρατά το «κλειδί» των πολιτικών εξελίξεων από την 5η Σεπτεμβρίου, όταν και ορκίστηκε μετά πολλών βασάνων η κυβέρνηση Μπαρνιέ. Ήταν αυτό το δεύτερο μεγάλο ρίσκο που ανέλαβε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ως προς τη δυναμική της Άκρας Δεξιάς στη Γαλλία, αφότου πρώτα οδήγησε αιφνιδιαστικά τη χώρα σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές μετά την επικράτηση του Εθνικού Συναγερμού στις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Χρειάστηκαν σχεδόν δύο μήνες και εξαντλητικές διαβουλεύσεις έως ότου αποκτήσει κυβέρνηση η Γαλλία μετά τις πρόωρες εκλογές του Ιουλίου, και δεν θα έχουν περάσει ούτε τρεις μήνες πριν καταρρεύσει εφόσον ο Εθνικός Συναγερμός επιμείνει στην πρόταση μομφής που κατέθεσε ξεχωριστά χθες, αφού γνωστοποίησε πως θα στηρίξει την αντίστοιχη πρόταση της Αριστεράς υπό την Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λυκ Μελανσόν.
Από κοινού το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) με 192 βουλευτές και η Εθνική Συσπείρωση των 124 βουλευτών - 140 αν συνυπολογιστούν ο σύμμαχός τους πρώην Ρεπουμπλικανός Ερίκ Σιοτί και οι υποστηρικτές του - μπορούν να ρίξουν την κυβέρνηση ανοίγοντας ένα τεράστιο κεφάλαιο αβεβαιότητας, εξ ου και το βλέμμα Βρυξελλών και αγορών καρφώνεται στο Παρίσι. Μία κυβέρνηση με προφανή τον κίνδυνο να χάσει τη δεδηλωμένη θα περνά την Τετάρτη από τη βάσανο της επιβίωσης, τη στιγμή που το έλλειμμα του κρατικού Προϋπολογισμού εκτοξεύεται στο 6,1% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος έχει υπερβεί το 113%, η Κομισιόν έχει κινήσει «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος», η χώρα τίθεται στο «στόχαστρο» των οίκων αξιολόγησης και η πορεία του κόστους δανεισμού γεννά φόβους για αποσταθεροποιητικές συνέπειες ευρύτερα στην Ευρωζώνη.
Στο «κενό» η ΕΕ με πολιτική κρίση σε Παρίσι και Βερολίνο
Εφόσον πέσουν οι τίτλοι τέλους της κυβέρνησης Μπαρνιέ στην ψηφοφορία της Τετάρτης, οι δύο μεγάλες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γαλλία και η Γερμανία, θα βρίσκονται αμφότερες σε πολιτική ρευστότητα, μόλις λίγες εβδομάδες πριν την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Ενώ η Γαλλία θα έρχεται αντιμέτωπη με την «τέλεια καταιγίδα» μίας παράλληλης πολιτικής και οικονομικής κρίσης, η Γερμανία θα οδεύει προς τις πρόωρες κάλπες της 23ης Φεβρουαρίου μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτς την ώρα που διολισθαίνει προς ύφεση για δεύτερο συναπτό έτος και έχοντας μπροστά της την απειλή της επιβολής δασμών εκ μέρους της επερχόμενης προεδρίας Τραμπ που αναμένεται να επιφέρουν τεράστιο πλήγμα στη γερμανική βιομηχανία.
«Από εδώ και πέρα, κυρίες και κύριοι βουλευτές, όλοι πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και εγώ τις δικές μου», δήλωσε ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης ο Μισέλ Μπαρνιέ. Επικαλούμενος το άρθρο 49.3 του Συντάγματος για να περάσει το σκέλος του Προϋπολογισμού που αφορά την κοινωνική ασφάλιση δίχως ψηφοφορία, επισήμανε πως εξαντλήθηκαν τα περιθώρια συμβιβασμού με τα κόμματα και έκανε λόγο για τη «στιγμή της αλήθειας».
Ο Μπαρνιέ, πρώην διαπραγματευτής της ΕΕ για το Brexit, έχει καθαρά προειδοποιήσει πως μία ψήφος δυσπιστίας θα προκαλούσε «μεγάλη ''καταιγίδα'' και πολύ σοβαρές αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές». Μία Γαλλία σε πολιτική παράλυση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική ανάπτυξη συνολικά στη ζώνη του Ευρώ και τους «πόντους» που συγκεντρώνουν υπό ανάλογες συνθήκες δυνάμεις των άκρων, είναι το τελευταίο που χρειάζεται η Ευρώπη λίγο πριν ανοίξει το κεφάλαιο της νέας προεδρίας Τραμπ.
Εάν η πρόταση δυσπιστίας υπερψηφιστεί την Τετάρτη, ο Μπαρνιέ θα αναγκαστεί να υποβάλει την παραίτησή του, αλλά ο ίδιος και οι υπουργοί του θα μπορούσαν να παραμείνουν σε υπηρεσιακό ρόλο έως ότου ο Εμανουέλ Μακρόν ανακοινώσει μία νέα κυβέρνηση, εγχείρημα που δεν προδιαγράφεται καθόλου εύκολο. Ο Γάλλος πρόεδρος θα μπορούσε να επιχειρήσει εκ νέου να διασπάσει το μέτωπο της Αριστεράς, προσελκύοντας το Σοσιαλιστικό Κόμμα για μία κυβέρνηση συνασπισμού με πιο κεντρώο πρόσημο, αλλά τίποτα δεν εγγυάται ότι θα επιτύχει εκεί όπου απέτυχε το καλοκαίρι. Θα μπορούσε, επίσης, να διορίσει μία αυστηρά τεχνοκρατική κυβέρνηση για να ηγηθεί της χώρας το επόμενο εξάμηνο, δηλαδή έως ότου θα μπορεί βάσει Συντάγματος να προκηρύξει εκ νέου εκλογές.
Θεωρητικά θα μπορούσε να παραιτηθεί και ο ίδιος ανοίγοντας το δρόμο σε νέες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, κάτι στο οποίο ίσως να ελπίζει η Μαρίν Λεπέν αλλά θεωρείται απίθανο, τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή. Οι επόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία είναι προγραμματισμένες για το 2027.
Τα διλήμματα της Λεπέν
Εν μέσω της γενικευμένης πολιτικής θύελλας που έχει πυροδοτήσει το σχέδιο Προϋπολογισμού που φέρει την υπογραφή Μπαρνιέ, το οποίο και περιλαμβάνει δρακόντειες περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων προς αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, η αρχηγός της Εθνικής Συσπείρωσης βάλλει ταυτόχρονα κατά του πρωθυπουργού και του προέδρου της Γαλλίας. Ο Μισέλ Μπαρνιέ δεν εισάκουσε τις προτάσεις της Άκρας Δεξιάς για την αντιμετώπιση του υψηλού ελλείμματος επιμένει η Λεπέν, λέγοντας ότι «είναι άδικο να πληρώνει ο γαλλικός λαός τις συνέπειες της ανικανότητας του Εμανουέλ Μακρόν τα τελευταία επτά χρόνια».
Παραχωρήσεις εκ μέρους του Γάλλου πρωθυπουργού, όπως η απόσυρση της αύξησης του φόρου στην ηλεκτρική ενέργεια, μείωση της κρατικά χρηματοδοτούμενης ιατρικής βοήθειας για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, καθώς και η οπισθοχώρηση της τελευταίας στιγμής όσον αφορά περικοπές στις αποζημιώσεις για τα συνταγοφραφούμενα φάρμακα, δεν στάθηκαν αρκετές, με την Εθνική Συσπείρωση να επιμένει, μεταξύ άλλων, στην αύξηση των συντάξεων σε ποσοστό που να καλύπτει αυτό του πληθωρισμού. Η Λεπέν δείχνει αποφασισμένη να τραβήξει την πρίζα από την κυβέρνηση, ωστόσο θα μπορούσε τελικά και να μην κάψει το χαρτί της τη δεδομένη στιγμή.
Εάν η Λεπέν «τορπιλίσει» τον Μπαρνιέ, αρνούμενη να στηρίξει ή να «ανεχθεί» πολιτικές που δεν συνάδουν με το πρόγραμμα του Εθνικού Συναγερμού, αυτό θα μπορούσε να υπονομεύσει τη μακρά προσπάθεια κανονικοποίησής της στο γαλλικό πολιτικό σύστημα. Αν, από την άλλη πλευρά, συνεχίσει να στηρίζει τον Μπαρνιέ για χάρη της εθνικής σταθερότητας, μπορεί να κινδυνεύσει να χάσει την απήχησή της ως εναλλακτική λύση έναντι των καθιερωμένων πολιτικών και κομμάτων.
Τι θα γίνει με την κοινωνική ασφάλιση
Όσον αφορά αυτό καθαυτό το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που είναι και το επίδικο της πολιτικής κρίσης στο Παρίσι, η πρώην πρωθυπουργός και βουλευτής του κόμματος του Μακρόν, Ελιζαμπέτ Μπορν, έκρουε προ ημερών τον κώδωνα του κινδύνου: «Εάν ο προϋπολογισμός της κοινωνικής ασφάλισης απορριφθεί, αυτό σημαίνει ότι την 1η Ιανουαρίου, η κάρτα Υγείας σας [carte Vitale] δεν θα λειτουργεί» και «οι συντάξεις δεν θα καταβάλλονται πλέον».
Πρόκειται αναμφίβολα για υπερβολή, σχολιάζει ο Monde, δεδομένων των εξηγήσεων που έδωσε ο Ντομινίκ Λιμπόλ, πρόεδρος του Ανώτατου Συμβουλίου για τη Χρηματοδότηση της Κοινωνικής Προστασίας. Αν η Γαλλία βρεθεί χωρίς σχέδιο χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης στις αρχές του επόμενου έτους, το κράτος πρόνοιας «δεν θα σταματήσει άμεσα», επισημαίνει προσθέτοντας ότι «το κόστος των κοινωνικών παροχών θα καταβάλλεται και οι εισφορές θα συνεχίσουν να εισπράττονται».
Ωστόσο, υπάρχει ένα σημείο που ανησυχεί όλους όσοι γνωρίζουν το γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης: Η δανειοληπτική ικανότητα της κεντρικής υπηρεσίας διαχείρισης της κυβέρνησης για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (Agence centrale des organismes de sécurité sociale, Acoss). «Κάθε χρόνο, ο φορέας αυτός εξουσιοδοτείται από τον κοινωνικό Προϋπολογισμό να αντλεί κεφάλαια από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, μέχρι ένα ανώτατο όριο, που έχει αυξηθεί από 45 δισ. ευρώ σε 65 δισ. ευρώ το 2025, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των ταμείων», επισημαίνει η Ελιζαμπέτ Ντουανό, κεντρώα γερουσιαστής και γενική εισηγήτρια της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων, η οποία τονίζει πως «πρέπει να δοθεί στην Acoss αυτή η εξουσία, διαφορετικά δεν θα είναι δυνατόν να καλυφθούν πολύ γρήγορα όλες οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης».