«Κράτος εν κράτει» στον Λίβανο, η Χεζμπολάχ ελέγχει την τακτική κατάσταση του πεδίου στα νότια σύνορα με το Ισραήλ και φθάνει να ορίζει τη μοίρα του. Όσο η χώρα προοδευτικά επί χρόνια καταρρέει οικονομικά και πολιτικά, η Χεζμπολάχ μόνο ισχυροποιείται με χορηγό την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Ο Λίβανος έχει καταστεί ένα διαλυμένο κράτος, μη λειτουργικό εν καιρώ ειρήνης. Πολλώ δε μάλλον εάν συρθεί σε πόλεμο.
Πολιτική παράλυση διαρκείας, μία υπηρεσιακή κυβέρνηση που δυσκολεύεται να διατηρήσει οποιαδήποτε επίφαση νομιμότητας, οι πολίτες σε οικονομική εξαθλίωση και στερούμενοι κάθε ελπίδας απέναντι σε πολιτικούς και διεφθαρμένες ελίτ από κάθε πλευρά του πολιτικού και θρησκευτικού φάσματος που δεν «κοιτούν» προς μεταρρυθμίσεις αλλά προς διασφάλιση συμφερόντων και κεκτημένων.
Με τους θεσμούς σε «ύπνωση» και με την επί της ουσίας ανύπαρκτη κεντρική διακυβέρνηση, η τοπική εξουσία ελέγχεται πρακτικά από όσους διαθέτουν όπλα και χρήμα.
Στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο η τρομοκρατική οργάνωση των ακραίων ισλαμιστών που, πέραν από το «μακρύ χέρι» του θεοκρατικού καθεστώτος του Ιράν, αποτελεί εδραιωμένη σιιτική πολιτική δύναμη που κινεί επίσης τα νήματα της λιβανέζικης πολιτικής και «φρενάρει» κινήσεις προς την κατεύθυνση της δημιουργίας σταθερών θεσμών, εμποδίζοντας τη λειτουργία (αλλά και την αλλαγή) ενός περίπλοκου συστήματος διαμοιρασμού της εξουσίας βάσει των θρησκευτικών ταυτοτήτων που απαρτίζουν τη δημογραφία του Λιβάνου.
Μετά τον πόλεμο του 2006, η Χεζμπολάχ αύξησε εκθετικά την ισχύ της και έγινε η μεγαλύτερη μη κρατική ένοπλη δύναμη παγκοσμίως, ενώ πλέον αποτελεί περιφερειακό παράγοντα που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο Ιράκ, τη Συρία και την Υεμένη. Η Χεζμπολάχ «μεριμνά» να κάνει προβολή ισχύος όλο αυτό το διάστημα από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα. Σαφώς είναι πιο δύσκολος αντίπαλος σε σχέση με τη Χαμάς, όπως σαφώς είναι και αδιαμφισβήτητη η στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ.
Τις ώρες αυτές οι πολίτες του Λιβάνου αναμένουν την έκταση της απάντησης του Ισραήλ που θα αποτελέσει «βαρόμετρο» για το εάν η χώρα τους θα οδηγηθεί με υπαιτιότητα της Χεζμπολάχ σε έναν καταστροφικό πόλεμο, «φουντώνοντας» έτι περαιτέρω τις «φωτιές» που ήδη καίνε στη Μέση Ανατολή. Έναν πόλεμο που οι συνέπειές του θα διαχυθούν πολύ πέραν των συνόρων του Λιβάνου, και η διεθνής διπλωματία πασχίζει να αποσοβήσει.
«Failed State»
Ο Λίβανος έχει καταστεί από κάθε άποψη ένα «failed state». Το χάσμα μεταξύ ελίτ και πολιτών διευρύνεται με ραγδαία ταχύτητα, όσο και η οργή των τελευταίων. Η κοινωνία έχει διαρραγεί, τέσσερις στους πέντε πολίτες έχουν περιέλθει στα όρια της φτώχειας, «μαθαίνοντας» να ζουν χωρίς ηλεκτρισμό, καύσιμα και φάρμακα.
Την τελευταία τριετία η χώρα υπέστη μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές του κατά κεφαλήν πλούτου παγκοσμίως από το 1850. Το ΑΕΠ του Λιβάνου συρρικνώθηκε κατά τουλάχιστον 58% μέσα σε δύο χρόνια και το νόμισμά του έχασε τουλάχιστον το 90% της αξίας του. Το σφοδρότερο χτύπημα έχουν υποστεί οι κατώτερες και μεσαίες τάξεις, οι οποίες έχασαν την πλειονότητα των αποταμιεύσεών τους και την αγοραστική δύναμη των απολαβών τους.
Η φτώχεια στον Λίβανο έχει υπερτριπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία απειλώντας το 44% του συνολικού πληθυσμού, σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Μάιο. Εν μέσω της παρατεταμένης οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία διανύει πλέον το πέμπτο έτος της, οι πολίτες για να αντέξουν μειώνουν την τροφή που καταναλώνουν, αλλά και τις δαπάνες υγείας, με πιθανές σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Η φτώχεια είναι άνισα κατανεμημένη σε ολόκληρη τη χώρα. Ειδικότερα, στο βόρειο τμήμα του Λιβάνου, το ποσοστό φτώχειας αγγίζει το 70% στο Ακάρ, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι απασχολούνται στους τομείς της γεωργίας και των κατασκευών.
Εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη στιβαρής κεντρικής εξουσίας οι μέτοχοι μεγάλων εταιρειών έχουν επιδοθεί σε ανήθικες εμπορικές πρακτικές, εξαργυρώνοντας την όπια αγοραστική δύναμη έχει απομείνει στις μεσαίες τάξεις μέσω συσσώρευσης και πώλησης ληγμένων προϊόντων -συμπεριλαμβανομένων των αντικαρκινικών φαρμάκων- και της μονοπώλησης ολόκληρων τομέων, συχνά σε συνεργασία με τις πολιτικές ελίτ. Ως συνέπεια έχει καταγραφεί αύξηση της μετανάστευσης και της εγκληματικότητας.
Με την ταχεία επέκταση της δολαριοποιημένης οικονομίας που βασίζεται σε μετρητά, τα λιβανέζικα νοικοκυριά που κερδίζουν σε δολάρια βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να διατηρείται, ενώ εκείνα που δεν έχουν πρόσβαση σε δολάρια είναι όλο και περισσότερο εκτεθειμένα στον κλιμακούμενο πληθωρισμό. Τα εμβάσματα έχουν καταστεί ένα καίριο οικονομικό «μαξιλάρι», έχοντας αυξηθεί από 13% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο μεταξύ 2012 και 2019, σε περίπου 30% το 2022. Αυτές οι συναλλαγματικές εισροές διαδραματίζουν ολοένα και πιο κρίσιμο ρόλο στην αποτροπή της «βύθισης» ενός τμήματος του πληθυσμού στη φτώχεια. Προσώρας, το καλοκαίρι του 2023, η οικονομία ανέκαμψε κάπως χάρη στα έσοδα από τον τουρισμό, αλλά μετά τις ωμότητες της 7ης Οκτωβρίου βυθίστηκε σε βαθιά αβεβαιότητα.
Εάν το κόστος ενός «ελεγχόμενου» πολέμου είναι καταστροφικό, δεν φαίνεται δυνατό η χώρα να αντέξει έναν πόλεμο διαρκείας. Είναι προφανές ότι σε μία τέτοια περίπτωση οι επιπτώσεις στις υποδομές του Λιβάνου θα ήταν πολύ βαριές.
Εκτός από την οικονομικές της επιπτώσεις, η τρέχουσα κρίση βαθαίνει τις πολιτικές διαχωριστικές γραμμές στο Λίβανο και προσθέτει νέες. Η Χεζμπολάχ ελέγχει τη σιιτική της βάση και υπολογίζει ότι δεν θα υπάρξουν αντιδράσεις από τη σουνιτική κοινότητα, λόγω του πολέμου στη Γάζα. Όμως, το «άνοιγμα» του μετώπου με το Ισραήλ προκάλεσε την έντονη αντίδραση όλων σχεδόν των χριστιανικών κομμάτων. Ακόμη και ο σύμμαχός της, το Ελεύθερο Πατριωτικό Κίνημα, επικρίνει τη Χεζμπολάχ ότι θέτει σε κίνδυνο τη χώρα.
Με το αξίωμα του προέδρου του Λιβάνου να χηρεύει και με μία κυβέρνηση υπηρεσιακή και ετερόκλητη, απαρτιζόμενη από κόμματα αντιμαχόμενων μεταξύ τους θρησκευτικών παρατάξεων, η Χεζμπολάχ παίρνει μόνη της τις πιο θεμελιώδεις αποφάσεις που αποδεικνύουν την άσκηση κυριαρχίας στη χώρα, όπως το να την οδηγήσει (ή μη) σε πόλεμο και είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας στην εσωτερική πολιτική επί χρόνια. Παράλληλα, με τους περισσότερους από ένα εκατομμύριο Σύρους πρόσφυγες να μετατοπίζουν την πληθυσμιακή ισορροπία υπέρ των μουσουλμάνων, τα χριστιανικά κόμματα αισθάνονται όλο και πιο ανήσυχα και περιθωριοποιημένα. Το γεγονός ότι η προεδρία, το σημαντικότερο αξίωμα που καταλαμβάνουν χριστιανοί, παραμένει «κενή» εδώ δύο χρόνια ενισχύει αυτό το αίσθημα.
Σύμφωνα με τη συμφωνία του Ταΐφ, στη Σαουδική Αραβία, που έβαλε τέλος στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου της περιόδου 1975-1989 με τους 15.000 νεκρούς, η κατανομή των εδρών στο Κοινοβούλιο γίνεται με ποσόστωση ανά θρησκευτική κοινότητα. Προβλέπονται 27 έδρες για τους σουνίτες μουσουλμάνους, 27 για τους σιίτες, 8 για τους δρούζους, 34 για τους μαρωνίτες χριστιανούς, 14 για τους ελληνορθόδοξους, 8 για τους ελληνόρρυθμους καθολικούς, 1 για τους ευαγγελιστές, 1 για τους καθολικούς Αρμένιους, 5 για τους γρηγοριανούς Αρμένιους, 2 για τους αλαουίτες και 1 για τη χριστιανική μειονότητα. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια συμφωνία, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου πρέπει να είναι σιίτης, ο πρωθυπουργός σουνίτης και ο πρόεδρος μαρωνίτης χριστιανός.
Η προηγούμενη κυβέρνηση ενεργεί ως «υπηρεσιακή» μέχρι να λυθεί αυτή η δύσκολη εξίσωση και να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση. Υπάρχουν όμως όρια στις εξουσίες της προσωρινής κυβέρνησης. Η Χεζμπολάχ από πλευράς της διαθέτει 15 έδρες σε σύνολο 128 στο Κοινοβούλιο και στηρίζει την υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Σε μία χώρα με αυτές τις εξαιρετικά περίπλοκες ισορροπίες και τα τραύματα του εμφυλίου πολέμου ακόμη ανοικτά, όπου κάθε επικυρίαρχος λειτουργεί ως αντιπρόσωπος μιας περιφερειακής δύναμης, ένας ανοιχτός πόλεμος Ισραήλ-Λιβάνου θα άνοιγε το κουτί της Πανδώρας, με άμεσο κίνδυνο το ξέσπασμα ενός περιφερειακού πολέμου, ενώ στο εσωτερικό του Λιβάνου θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν νέο αιματηρό εμφύλιο, έχοντας και πάλι ως αφετηρία το Παλαιστινιακό, όπως συνέβη το 1975. Το Ισραήλ το γνωρίζει αυτό καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Ανώτερος Ισραηλινός αξιωματούχου του υπουργείου Άμυνας φέρεται να δήλωσε σύμφωνα με την εφημερίδα Maariv ότι Ισραήλ θέλει να πλήξει τη Χεζμπολάχ, αλλά δεν θέλει να παρασύρει την περιοχή σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο.