Δώδεκα χρόνια μετά το σοβαρότερο πυρηνικό ατύχημα στη σύγχρονη Ιστορία μετά το Τσερνόμπιλ, η Ιαπωνία έθεσε εν τέλει σε εφαρμογή το αμφιλεγόμενο σχέδιο απόρριψης στον Ειρηνικό Ωκεανό των ραδιενεργών λυμάτων από τον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα, ο οποίος χτυπήθηκε από τον τρομακτικό σεισμό των 9 Ρίχτερ και το σαρωτικό τσουνάμι που ακολούθησε στις 11 Μαρτίου 2011.
Η διαδικασία -η οποία έχει εγείρει πλήθος αντιδράσεων που δεν εξαντλούνται στην ανησυχία για ενδεχόμενους περιβαλλοντικούς κινδύνους, αλλά προσλαμβάνουν και γεωπολιτική διάσταση- άρχισε στις 13.03 τοπική ώρα (7:03 ώρα Ελλάδας) την 24η Αυγούστου, με την διαχειρίστρια εταιρεία του εργοστασίου, Tokyo Electric Power Company (Tepco), να γνωστοποιήσει ότι «δεν εντόπισε καμία ανωμαλία» κατά τη διάρκεια της εκκένωσης.
Η απόρριψη των λυμάτων έρχεται 12 χρόνια αφότου οι αντιδραστήρες του εργοστασίου της βορειοανατολικής Ιαπωνίας επλήγησαν αρχικά από τον ισχυρότατο σεισμό και στη συνέχεια από του τσουνάμι που στέρησε δεκάδες χιλιάδες ζώες. Την υπερθέρμανση των πυρηνικών καυσίμων ακολούθησε η τήξη του πυρήνα στο εσωτερικό των αντιδραστήρων του σταθμού της Φουκουσίμα, η οποία συνοδεύτηκε από εκρήξεις υδρογόνου και εκπομπές ραδιενέργειας.
Έκτοτε, η συντήρηση του εργοστασίου παρήγαγε το ισοδύναμο 140 τόνων μολυσμένου νερού ημερησίως - συνολικά μέχρι σήμερα 1,3 εκατομμύρια τόνοι. Ποσότητα ιικανή να γεμίσει 500 πισίνες ολυμπιακών διαστάσεων, και αποθηκευμένη σε περισσότερες από χίλιες χαλύβδινες δεξαμενές στην περιοχή δίπλα στο εργοστάσιο, ο χώρος για τις οποίες έχει πλέον εξαντληθεί.
Σύμφωνα με το σχέδιο που έχει εκπονήσει η διαχειρίστρια εταιρεία του εργοστασίου, το νερό αραιώνεται στο 1/40 της συγκέντρωσης που επιτρέπουν τα ιαπωνικά πρότυπα ασφαλείας πριν διοχετευθεί στον ωκεανό, μέσω υποθαλάσσιας σήραγγας, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την ακτή. Η επιχείρηση θα διαρκέσει 30 έως 40 χρόνια. Σε πρώτη φάση, εντός επταημέρου διοχετεύονται στον ωκεανό 7.800 τόνοι ραδιενεργών λυμάτων, ενώ 31.200 τόνοι λυμάτων προβλέπεται να απορριφθούν μέχρι τον Μάρτιο του 2024.
Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Φουμίο Κισίντα, επιμένει ότι η απελευθέρωση του επεξεργασμένου νερού θα έχει «αμελητέες ραδιολογικές επιπτώσεις στους ανθρώπους και το περιβάλλον», επικαλούμενος τη σχετική άδεια που έδωσε τον περασμένο μήνα η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) των Ηνωμένων Εθνών.
Παρά τις διαβεβαιώσεις των επιστημόνων και αρκετές ακαδημαϊκές μελέτες, το γεγονός ότι το μολυσμένο νερό περιέχει τρίτιο, μια ραδιενεργή ουσία που δεν μπορεί να απομακρυνθεί με τις τρέχουσες τεχνολογίες φιλτραρίσματος, εντείνει τις ανησυχίες. Η Greenpeace χαρακτήρισε την επιχείρηση «ντροπή», λέγοντας ότι ότι θα διασκορπιστεί «τεράστια» ραδιενεργού υλικού στη θάλασσα τις επόμενες δεκαετίες. Ορισμένοι ειδικοί εμφανίζονται καθησυχαστικοί, επισημαίνοντας ότι οι πυρηνικοί σταθμοί σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν παρόμοια διαδικασία για να απορρίπτουν τα λύματα που περιέχουν χαμηλές συγκεντρώσεις τριτίου και άλλων ισοτόπων.
Και στο βάθος διελκυστίνδα ΗΠΑ-Κίνας
Το σχέδιο της ιαπωνικής κυβέρνησης προκαλεί διεθνή διαμάχη και ανησυχία, με τις αντιδράσεις να έχουν ευθυγραμμιστεί στην πραγματικότητα με τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Προεξάρχουσα των αντιδράσεων είναι η Κίνα, εν μέσω αυξανόμενης έντασης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες και τάχθηκαν στο πλευρό της συμμάχου τους Ιαπωνίας.
Η Κίνα κατηγόρησε το Τόκιο ότι χρησιμοποιεί τον ωκεανό ως «υπόνομο» και -όπως και πολλές άλλες χώρες της περιοχής- απαγόρευσε τις εισαγωγές τροφίμων από τις ιαπωνικές περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο από τη διαρροή. Έκκληση για μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαδικασία απόρριψης του ραδιενεργού ύδατος απευθύνει και το Χονγκ Κονγκ.
Το καθεστώς Σι Τζινπίνγκ κάλεσε τον Ιάπωνα πρεσβευτή στην Κίνα «για να υποβάλει επίσημη διαμαρτυρία» και δεσμεύθηκε να λάβει «τα απαραίτητα μέτρα» για τη διασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων και του θαλάσσιου περιβάλλοντος. «Η πράξη αυτή μεταφέρει απροκάλυπτα τον κίνδυνο της πυρηνικής ρύπανσης στις γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της διεθνούς κοινότητας», ανέφερε σε δήλωσή του ο Κινέζος υφυπουργός Εξωτερικών Σουν Γουέιντονγκ.
Την ίδια στιγμή, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Τόκιο, Ραμ Ισράελ Εμάνουελ, γνωστοποίησε ότι στις 31 Αυγούστου θα επισκεφθεί την πόλη κοντά στον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα για να φάει θαλασσινά, επιλέγοντας μέσω... γεύματος να καταδείξει την υποστήριξή του στην απόφαση της ιαπωνικής κυβέρνησης να αρχίσει την απόρριψη ραδιενεργών λυμάτων. Ο ίδιος δήλωσε ότι το σχέδιο είναι «πλήρως διαφανές και υποστηρίζεται από επιστημονικά δεδομένα», σημειώνοντας ότι η Ιαπωνία «ακολουθεί το σωστό δρόμο».
Oι Financial Times παρατηρούν ότι το Τόκιο απέφυγε να ανακοινώσει την απόφασή του να απελευθερώσει τα μολυσμένα ύδατα μέχρι το τέλος της Συνόδου Κορυφής ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας στο Καμπ Ντέιβιντ, για να μην θέσει σε κίνδυνο την προσέγγιση με τη Σεούλ.
Στόχος της ιστορικής συνόδου ήταν ο συντονισμός για περιορισμό της κινεζικής πολιτικής, τεχνολογικής και οικονομικής επικυριαρχίας της Κίνας στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και ευρύτερα, και προκειμένου να επιτευχθεί χρειάστηκε η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία να ξεπεράσουν ιστορικά τους τραύματα.
Η Ουάσινγκτον διατηρεί επί μακρόν ισχυρούς συμμαχικούς δεσμούς με αμφότερες Ιαπωνία και Νότια Κορέα, όμως οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών που χρονολογούνται από τη βάναυση κατοχή της Κορεατικής Χερσονήσου από την Ιαπωνία και την καταναγκαστική εργασία που επέβαλε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εμπόδιζαν μέχρι πρότινος τις αμερικανικές προσπάθειες να σφυρηλατήσουν μία συνεκτική τριμερή εταιρική σχέση.
Η πιθανότητα το Πεκίνο να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί το θέμα των ραδιενεργών λυμάτων «για να ενισχύσει το ρήγμα μεταξύ της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας είναι υπαρκτή» σημειώνει ο Ντέιβιντ Μπόλινγκ, διευθυντής της εταιρείας συμβούλων και εκτίμησης πολιτικού κινδύνου Eurasia Group.
Ενώ η αντιπολίτευση και η κοινωνία των πολιτών στη Νότια Κορέα βγήκαν στους δρόμους για να εκφράσουν τη διαφωνία τους, η κυβέρνηση στη Σεούλ δήλωσε ότι δεν θεωρεί προβληματικό το σχέδιο που εκπόνησε η Ιαπωνία.
Ανησυχίες για την αλιεία
Εκτός από τις αντιδράσεις των γειτονικών χωρών, η ιαπωνική κυβέρνηση και η διαχειρίστρια εταιρεία Tepco αντιμετωπίζουν επίσης την αντίθεση των τοπικών αλιέων, οι οποίοι φοβούνται ότι η επιχείρηση θα καταστρέψει τη βιομηχανία τους.
Οι φόβοι αυτοί καταγράφηκαν σε δημοσκόπηση που δημοσίευσε η εφημερίδα Asahi Shimbun, σύμφωνα με την οποία το 75% των Ιαπώνων πιστεύει ότι η κυβέρνηση δεν έχει κάνει αρκετά για να προστατέψει την εμπορική φήμη των εγχώριων θαλασσινών, μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της Ιαπωνίας, όπου τα θαλασσινά είναι βασικό είδος διατροφής.
Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Φουμίο Κισίντα, αναγνώρισε αυτές τις ανησυχίες, αλλά επέμεινε ότι η απελευθέρωση του ραδιενεργού ύδατος «είναι κάτι που δεν μπορούμε να αναβάλουμε, αν θέλουμε να διαλύσουμε το πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα και να αναζωογονήσουμε την περιοχή».
Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι η κυβέρνησή του θα αναλάβει την ευθύνη να διασφαλίσει ότι η αλιευτική βιομηχανία θα είναι βιώσιμη και δημιούργησε ταμείο 80 δισ. γεν (507,2 εκατ. ευρώ) για την αποζημίωση των αλιέων και των επιχειρήσεων του κλάδου. Η ιαπωνική κυβέρνηση ανακοίνωσε, επίσης, ότι θα ελέγχει τα ψάρια στα ύδατα κοντά στο εργοστάσιο και θα δημοσιεύει περιοδικά τα αποτελέσματα στην ιστοσελίδα του υπουργείου Γεωργίας.