Ενώ οι κύριοι υποστηρικτές του έκπτωτου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, το Ιράν και η Ρωσία, είναι οι μεγάλοι χαμένοι στη Συρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Κούρδοι σύμμαχοί τους καλούνται τώρα να «ζυγίσουν» εάν θα συνεργαστούν με τους νικητές της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS) που χαρακτηρίζονται επισήμως τρομοκράτες και υποστηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από την Τουρκία -η οποία, από τη δική της πλευρά, θεωρεί τρομοκράτες τους Κούρδους μαχητές.
Η επικοινωνία της Ουάσινγκτον θα είναι δύσκολη με την Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, που μέσα σε δώδεκα ημέρες ξεκίνησε από το Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας και έφθασε στη Δαμασκό ανατρέποντας ένα καθεστώς που μετρούσε πάνω από μισό αιώνα ζωής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χαρακτηρίζουν την τζιχαντιστική οργάνωση τρομοκρατική και το Πεντάγωνο έχει διευκρινίσει ότι δεν διαθέτει άμεσους διαύλους επικοινωνίας με την ομάδα της οποίας ηγείται ο 42χρονος Αμπού Μοχάμαντ αλ-Τζολάνι, ο οποίος και έχει επικηρυχθεί με 10 εκατομμύρια δολάρια. Αμερικανοί αξιωματούχοι δηλώνουν τώρα ότι παρακολουθούν στενά για να δουν αν η οργάνωση εμφανίζει χαρακτηριστικά τρομοκρατικής ομάδας ή αν έχει αλλάξει.
Η Τουρκία έχει επίσης χαρακτηρίσει την HTS τρομοκρατική οργάνωση, αλλά ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποφεύγει να το υπενθυμίσει και κάνει λόγο για μία νέα και λαμπρή αρχή για τη Συρία, αναφερόμενος στην «μεγαλειώδη» νίκη του συνασπισμού της αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία του Αλ-Τζολάνι. Εξάλλου, η εκστρατεία της HTS και των συμμάχων της δεν θα μπορούσε να είχε προετοιμαστεί εν αγνοία της Άγκυρας, -αν όχι υπό την έγκριση και στήριξή της.
Τις τελευταίες ημέρες Αμερικανοί αξιωματούχοι βρίσκονταν σε ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με τους ομολόγους τους στην Τουρκία. Ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, επικοινώνησε με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν, καθώς οι τζιχαντιστές προσέγγιζαν με ταχείς ρυθμούς την πρωτεύουσα Δαμασκό. Μία ημέρα αργότερα, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, συνομίλησε με τον Τούρκο ομόλογό του, Γιασάρ Γκιουλέρ, και οι δύο συμφώνησαν να αποφύγουν τη δημιουργία συνθηκών που θα συνιστούν κίνδυνο για τις αμερικανικές δυνάμεις στη Συρία (περίπου 1.000 στρατιώτες), οι οποίες στηρίζουν την κουρδική πολιτοφυλακή στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μάθιου Μίλερ, δήλωσε από την πλευρά του ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι «έχουν διάφορους τρόπους επικοινωνίας» με τους ηγέτες των ανταρτών - «μερικές φορές απευθείας με διάφορες ομάδες, μερικές φορές με μεσάζοντες, είτε εντός είτε εκτός Συρίας».
Η Ουάσινγκτον μπορεί να περνάει προς το παρόν τα μηνύματά της στην HTS μέσω της Τουρκίας, αλλά τώρα φέρεται να εξετάζει αν θα καθιερώσει απευθείας επικοινωνία, σύμφωνα με τους New York Times.
Ήδη, ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Άντονι Μπλίνκεν, κάλεσε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να στηρίξουν μια πολιτική διαδικασία «χωρίς αποκλεισμούς» στη Συρία, λέγοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναγνωρίσουν τελικά μία κυβέρνηση που θα πληροί αυτά τα κριτήρια.
«Ο συριακός λαός θα αποφασίσει για το μέλλον της Συρίας. Όλες οι χώρες θα πρέπει να δεσμευτούν να υποστηρίξουν μια περιεκτική και διαφανή διαδικασία και να απέχουν από εξωτερικές παρεμβάσεις» δήλωσε χθες ο Άντονι Μπλίνκεν, προσθέτοντας: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναγνωρίσουν και θα υποστηρίξουν πλήρως μία μελλοντική κυβέρνηση της Συρίας που θα προκύψει από αυτή τη διαδικασία». Ανέφερε επίσης ότι η αυτή κυβέρνηση θα πρέπει να είναι «αξιόπιστη, χωρίς αποκλεισμούς και μη θρησκευτική».
«Θα παρακολουθούμε στενά τα γεγονότα καθώς εξελίσσονται και θα συνεργαστούμε με τους εταίρους μας στην περιοχή. Έχουμε λάβει γνώση των δηλώσεων που έκαναν οι ηγέτες των ανταρτών τις τελευταίες ημέρες, αλλά καθώς αναλαμβάνουν μεγαλύτερη ευθύνη, θα αξιολογούμε όχι μόνο τα λόγια τους, αλλά και τις πράξεις τους» σημείωσε ο Μπλίνκεν, κάνοντας αναφορά συγκεκριμένα στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην προστασία των αμάχων.
Θα μπορέσουν εν τέλει οι «εξευγενισμένοι» σαλαφιστές, επισήμως καταζητούμενοι τρομοκράτες, να γίνουν συνομιλητές των Ηνωμένων Πολιτειών; Αν συμβεί αυτό θα είναι μία εξέλιξη που δεν θα αφορά μόνο την Ουάσινγκτον, αλλά θα στείλει και λάθος μηνύματα εις βάρος της πλειονότητας των Αράβων ηγετών στη Μέση Ανατολή, συμμάχων των ΗΠΑ, οι οποίοι βλέπουν στο πρόσωπό του Αλ-Τζολάνι ευθεία απειλή για τη δική τους εξουσία. Κινήματα με ανάλογο ιδεολογικό υπόβαθρο μπορεί να ενθαρρυνθούν να πράξουν το ίδιο στις χώρες τους στηριζόμενα στη λογική: «Αφού πέτυχε στη Συρία μπορούμε και εμείς».
Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν εκτιμάται ότι βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία αξιολόγησης της ισλαμιστικής ομάδας και του ηγέτη της, Αμπού Μοχάμαντ Αλ-Τζολάνι, ο οποίος επιθυμεί διακαώς τη νομιμοποίηση και έχει οργανώσει αυτό που ένας Αμερικανός ανώτερος αξιωματούχος χαρακτήρισε «επίθεση γοητείας», με στόχο να διασκεδάσει τις ανησυχίες σχετικά με τις προθέσεις και τις προηγούμενες διασυνδέσεις της οργάνωσης. Εμφανίστηκε μάλιστα «αναβαπτισμένος» ενώπιον του δυτικού ακροατηρίου -βλ. CNN- χωρίς σαρίκι, με κουστούμι και περιποιημένο μούσι. Η στόχευση μέσω της εικόνας ήταν ξεκάθαρη...
Ο ίδιος Αμερικανός αξιωματούχος σχολίασε στους New York Times: «Μια επίθεση γοητείας μπορεί να σημαίνει ότι οι άνθρωποι αλλάζουν σελίδα και σκέφτονται διαφορετικά από ό,τι παλιά, οπότε θα πρέπει να τους ακούσετε. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να είστε προσεκτικοί επειδή οι επιθέσεις γοητείας μπορεί μερικές φορές να είναι παραπλανητικές».
Ένα βασικό ερώτημα είναι αν θα μπορούσε να αρθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες ο χαρακτηρισμός της τρομοκρατικής οργάνωσης για την ΗΤS ή/και τον ηγέτη της. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ το έχει πράξει στο παρελθόν για αρκετές οργανώσεις -μικρότερους εύρους- που έπαψαν να πληρούν τα κριτήρια ένταξης στον αμερικανικό κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων. Ισχυρό προηγούμενο, όμως, θα μπορούσε να αποτελέσει η περίπτωση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Πριν από τις συμφωνίες του Όσλο του 1933, οι ένοπλες πτέρυγες της ΟΑΠ συμμετείχαν σε πράξεις βίας κατά του ισραηλινού στρατού και αμάχων, εντός και εκτός Ισραήλ. Σήμερα αναγνωρίζεται ως «μοναδικός νόμιμος εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού» από περισσότερες από 100 χώρες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες την χαρακτήρισαν ως τρομοκρατική οργάνωση το 1987, ωστόσο με προεδρικό διάταγμα το 1988 επετράπησαν οι επαφές μεταξύ ΗΠΑ και ΟΑΠ.
Τα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών πιθανώς να μπορέσει να λύσει ο ΟΗΕ. Ο Γκέιρ Πέντερσεν, ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Συρία, δεν απέκλεισε να αφαιρεθεί η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ από τον κατάλογο των απαγορευμένων τρομοκρατικών οργανώσεων των Ηνωμένων Εθνών. Είπε όμως ότι η ομάδα δεν μπορεί να επιδιώξει να κυβερνήσει τη Συρία με τον τρόπο που κυβερνούσε στο Ιντλίμπ. Ο Πέντερσεν είχε ενημερώσει, την περασμένη Δευτέρα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε κλειστή συνεδρίαση, λέγοντάς ότι οι πρώτες ενδείξεις από τις ένοπλες ομάδες στη Δαμασκό ήταν ενθαρρυντικές, καθώς συνεργάζονταν και επιθυμούσαν να προστατεύσουν τους υφιστάμενους κρατικούς θεσμούς.
Η συζήτηση είναι ανοιχτή και στο Λονδίνο. Στο καίριο ερώτημα αν το Φόρεϊν Όφις σκοπεύει να αφαιρέσει τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ από τη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων, ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας Ντέιβιντ Λάμι είπε πως η ισλαμιστική ομάδα που έχει αναλάβει την εξουσία στη Συρία «θα κριθεί από τις πράξεις της». Νωρίτερα, ο υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Πατ Μακ Φάντεν, είχε δηλώσει στο BBC πως η απόφαση να αφαιρεθεί η οργάνωση από τη λίστα μπορεί να ληφθεί πολύ γρήγορα αν κριθεί αναγκαίο.
Τελεία -ή μάλλον άνω τελεία- στη σχετική συζήτηση έβαλε τελικά ο πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν εκκρεμεί καμία απολύτως απόφαση» σχετικά με το αν θα αφαιρεθεί η Χαγιατ Ταχρίρ αλ Σαμ από τον βρετανικό κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων, προσθέτοντας όμως με νόημα ότι είναι «πολύ νωρίς».