Ο μεγάλος πυλώνας της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής -η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και αγαθών στο χώρο Σένγκεν- πατά σε σαθρό έδαφος, με τη Γερμανία να επαναφέρει συνοριακούς ελέγχους στην καρδιά της Ευρώπης στο «όνομα» της διαχείρισης του μεταναστευτικού, δίχως εντούτοις να βρίσκεται αντιμέτωπη με μία κρίση του μεγέθους που θα δικαιολογούσε τη μονομερή αναστολή της Συνθήκης-ορόσημο.
Κλείνοντας τα σύνορά της με δέκα χώρες, η κυβέρνηση Σολτς προχωρά σε μία μείζονα μεταστροφή της γερμανικής πολιτικής που έρχεται να δοκιμάσει την ευρωπαϊκή συνοχή και κινδυνεύει να πυροδοτήσει ένα φαινόμενο ντόμινο που θα μπορούσε να σημάνει ακόμη και τους τίτλους τέλους για ένα από τα πλέον απτά επιτεύγματα Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαιρετικά σοβαρές, πέραν των άλλων, οικονομικές επιπτώσεις.
Λειτουργώντας εν θερμώ μετά την εκλογική πρωτιά της εθνολαϊκιστικής Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD) στο κρατίδιο της Θουριγγίας, και με το βλέμμα στις κάλπες της Κυριακής στο Βρανδεμβούργο και τις ακόλουθες ομοσπονδιακές εκλογές του 2025, η κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων επέβαλε από σήμερα ελέγχους σε όλα τα χερσαία σύνορα της Γερμανίας.
Παρεμφερείς, δειγματοληπτικοί έλεγχοι ταξιδιωτικών εγγράφων για όσους φθάνουν στη Γερμανία με αυτοκίνητο, λεωφορείο ή τρένο ίσχυαν ήδη στα σύνορα με Πολωνία, Τσεχία, Ελβετία και Αυστρία και πλέον επεκάθηκαν στα σύνορα με τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Δανία. Οι έλεγχοι εντάσσονται στο πλαίσιο μία συνολικής στροφής 180 μοιρών του Βερολίνου στο μεταναστευτικό (που περιλαμβάνει απελάσεις-εξπρές και διακοπή της πολιτικής των επιδομάτων) στη σκιά της τρομοκρατικής επίθεσης στο Ζόλινγκεν που ήλθε να τροφοδοτήσει περαιτέρω το αφήγημα της Άκρας Δεξιάς.
Εντούτοις, η καταστρατήγηση της Σένγκεν δεν είναι κατά τους αναλυτές ούτε η στρατηγική λύση, ούτε καν «επίδεσμος» στην «πληγή» του μεταναστευτικού που οδηγεί τα κατεστημένα κόμματα να αιμορραγούν στις κάλπες, αλλά αντίθετα θορυβεί και εξοργίζει τους γείτονες της Γερμανίας και τους εταίρους στο Νότο, και βρίσκει επίσης απέναντί της την Κομισιόν που έχει προειδοποιήσει ότι οι «27» πρέπει να επιβάλλουν ανάλογα μέτρα μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Στην αντίπερα όχθη, κυβερνήσεις τύπου Όρμπαν και η Άκρα Δεξιά επιχαίρουν.
Κράτη-μέλη είχαν αυστηροποιήσει ήδη τους συνοριακούς ελέγχους με αυξανόμενη συχνότητα· οι διαχωριστικές γραμμές ήταν εκεί και η κίνηση της κυβέρνησης Σολτς -αρχικά για περίοδο εξαμήνου, αλλά πιθανώς θα φθάσει τη διετία- έρχεται ως μεγάλο πλήγμα για τη ζώνη Σένγκεν σε βαθμό που γεννώνται ερωτηματικά για την «επιβίωσή» της.
Ο χώρος Σένγκεν αποτελεί έναν από τους κύριους πυλώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η κατάργηση των συνοριακών ελέγχων άρχισε το 1995 δίνοντας στους πολίτες της ΕΕ το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας. Όλα τα κράτη-μέλη ΕΕ αποτελούν μέρος της Σένγκεν, εκτός από την Ιρλανδία που εξαιρετείται καθώς και την Κύπρο που πρόκειται να ενταχθεί μελλοντικά, ενώ η Ρουμανία και η Βουλγαρία είναι μερικώς ενσωματωμένες. Επιπλέον, τέσσερις χώρες εκτός ΕΕ ανήκουν στο χώρο Σένγκεν: Η Ισλανδία, η Νορβηγία, η Ελβετία και το Λιχτενστάιν.
Ο χώρος ελεύθερης κυκλοφορίας έχει μέχρι στιγμής τεθεί σε κίνδυνο από δύο μεγάλες κρίσεις. Η πρώτη ήταν η άφιξη περισσότερων από ένα εκατομμύριο αιτούντων άσυλο, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό διέφευγαν από τον πόλεμο στη Συρία, το 2015 και το 2016 -όταν και η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ υποδέχθηκε ένα εκατομμύριο Σύρους πρόσφυγες. Η δεύτερη ήταν η πανδημία Covid-19.
Τα τελευταία χρόνια, αρκετά κράτη επανέφεραν ή ενίσχυσαν τους ελέγχους και σταδιακά τα προσωρινά μέτρα έγιναν μόνιμα. Τα μέτρα αυτά προκρίθηκαν ως απάντηση στη μεταναστευτική πίεση, καθώς και στην απειλή της τρομοκρατίας -κατ’ αυτό τον τρόπο χώρες όπως η Γαλλία δικαιολογούν ορισμένους περιορισμούς που ισχύουν από το 2015. Άλλα κράτη έχουν επίσης πρόσφατα επικαλεστεί τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Γάζα και τους συναφείς κινδύνους ρωσικών επιχειρήσεων, αύξησης των προσφύγων ή τρομοκρατικών επιθέσεων- ως λόγους για την ενίσχυση του ελέγχου των συνόρων.
Πέραν του ότι οι νέοι έλεγχοι θα επιφέρουν χρονοβόρες διαδικασίες, και δεν είναι καν σαφές ότι επαρκεί το δυναμικό για μία τόσο μαζική διαδικασία, ίσως και αποθαρρύνουν ταξίδια προς τη Γερμανία -με συνέπειες για την ίδια την οικονομία της-, αλλά επηρεάζουν σύμφωνα με τα γερμανικά μέσα έως και 250.000 ανθρώπους που σε καθημερινή βάση περνούν τα σύνορα για να εργαστούν και επιστρέφουν κατόπιν στη χώρα τους. Συνολικά, έως και 3,5 εκατομμύρια άτομα διασχίζουν καθημερινά τα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ, ενώ το κλείσιμο των εσωτερικών συνόρων θα μπορούσε να επιφέρει εκτιμώνενο κόστος μεταξύ 100 δισ. ευρώ και 230 δισ. ευρώ σε διάστημα δέκα ετών, εμποδίζοντας τη διασυνοριακή μετακίνηση για 1,7 εκατ. άτομα, βάσει των στοιχείων της ΕΕ.
Όσο για το επιχείρημα της επαναφοράς των ελέγχων προς περιορισμό των μεταναστευτικών ροών, ο καθηγητής Αλμπέρτο Αλεμάνο, καθηγητής στην έδρα Jean Monnet για το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και τις Ευρωπαϊκές Πολιτικές στο Paris School of Business Studies, επισημαίνει ότι η γερμανική κίνηση είναι πρωτοφανής «όσον αφορά την κλίμακα και τη φύση της».
Υποστηρίζει, μιλώντας στην ισπανική El Pais, ότι το μέτρο της κυβέρνησης του Όλαφ Σολτς είναι «ασύμβατο με το Δίκαιο της ΕΕ» και υποκινείται περισσότερο από πολιτικά κίνητρα παρά από χάραξη στρατηγικής. Αντιμέτωπη με την άνοδο της Ακροδεξιάς, η γερμανική κυβέρνηση δικαιολόγησε το μέτρο -που αρχικά είχε προγραμματιστεί για έξι μήνες- υποστηρίζοντας ότι ανταποκρίνεται στη μεταναστευτική πίεση και στον κίνδυνο ισλαμιστικής τρομοκρατίας.
Η επαναφορά των συνοριακών ελέγχων προορίζεται ως εξαίρεση σε περίπτωση απειλής της δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας. Θα πρέπει να αποτελεί την έσχατη λύση και πρέπει να είναι δικαιολογημένη και αναλογική. Ο Αλμπέρτο Αλεμάνο κρίνει ότι οι λόγοι της Γερμανίας δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, και τονίζει ότι δεδομένου ότι οι έλεγχοι θα εφαρμοστούν σε όλα τα σύνορα της Γερμανίας - και η Γερμανία βρίσκεται στην καρδιά της ΕΕ και είναι η μεγαλύτερη οικονομία της- η κίνηση αυτή δεν θα αφορά μόνο τα γειτονικά κράτη, αλλά «σχεδόν όλα».
Ως προς το εάν οι έλεγχοι θα είναι αποτελεσματικοί, η ειδικός σε ζητήματα μετανάστευσης στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, Σβέντζα Νίντερφρανκε, επισημαίνει πως «μελέτες έχουν καταδείξει πως με αυτούς τους συνοριακούς ελέγχους, συνήθως δεν πιάνουν τα ‘μεγάλα ψάρια’, αλλά τα μικρότερα. Και δεν θα πιαστεί ούτε κάθε διακινητής, διότι προφανώς γνωρίζουν πού βρίσκονται οι συνοριακοί έλεγχοι και θα βρουν διαφορετικούς τρόπους για να το κάνουν». «Η γερμανική κυβέρνηση θέλει να δείξει ότι κάνει κάτι, και με τις επερχόμενες εκλογές και τις προηγούμενες εκλογές, αυτό είναι πολύ σημαντικό πολιτικό σήμα, φυσικά, και σηματοδοτεί ότι παίρνουμε πίσω τον έλεγχο των συνόρων μας», δηλώνει στο Euronews.