Το τελευταίο διάστημα γίνεται πολύ λόγος και γράφονται πολλά άρθρα για τον βέλτιστο τρόπο επιδότησης για τη μείωση της τιμής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας των τελικών καταναλωτών. Με το άρθρο αυτό προσπαθώ να δώσω κάποια βασικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε μεθοδολογίας επιδότησης, για να βοηθήσω στο δημόσιο διάλογο.
Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι επιδότησης του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, ως ακολούθως:
1) Επιδότηση της τιμής αγοράς φυσικού αερίου των ηλεκτροπαραγωγών
Στην περίπτωση αυτή η Κυβέρνηση θέτει ένα άνω όριο στην τιμή προμήθειας φυσικού αερίου για τους ηλεκτροπαραγωγούς (π.χ. 50 €/MWh), και οτιδήποτε υπερβαίνει αυτό το επίπεδο (συν ένα εύλογο κέρδος της τάξης του 10%) καλύπτεται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Επομένως, οι ηλεκτροπαραγωγοί έχουν χαμηλότερο μεταβλητό κόστος (περίπου 130-140 €/MWh), και υποβάλλουν χαμηλότερες προσφορές στην Αγορά Επομένης Ημέρας.
Αυτή η μεθοδολογία έχει το πλεονέκτημα ότι είναι ενδεχομένως λιγότερο κοστοβόρα από την απ’ ευθείας επιδότηση των καταναλωτών (2η μεθοδολογία). Ωστόσο, η λύση αυτή ενέχει τα ακόλουθα βασικά μειονεκτήματα:
α) Η Αγορά Επομένης Ημέρας της Ελλάδας είναι συζευγμένη με τις αντίστοιχες αγορές της Βουλγαρίας και την Ιταλίας, με τις οποίες ορίζονται οι εισαγωγές / εξαγωγές έμμεσα (implicitly), μέσω των τιμών εκκαθάρισης αυτών των αγορών. Δηλαδή, αν οι τιμές της Ελλάδας είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές της Βουλγαρίας, γίνονται αυτόματα εισαγωγές στην Ελλάδα στην Αγορά Επομένης Ημέρας, μέχρι το μέγιστο όριο εισαγωγών που έχει τεθεί στη συγκεκριμένη διασύνδεση από τους Διαχειριστές των Συστημάτων. Αντίστροφα, αν οι τιμές της Ελλάδας είναι χαμηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές της Βουλγαρίας, γίνονται εξαγωγές από την Ελλάδα στη Βουλγαρία στην Αγορά Επομένης Ημέρας, μέχρι το μέγιστο όριο εξαγωγών που έχει τεθεί στη συγκεκριμένη διασύνδεση. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της διασύνδεσης με την Ιταλία.
Στις λοιπές μη-συζευγμένες διασυνδέσεις, οι έμποροι προγραμματίζουν τη ροή της ενέργειας ανάλογα με τα οικονομικά τους κίνητρα, δηλαδή και πάλι driver της ροής (εισαγωγική ή εξαγωγική) είναι οι προβλεπόμενες τιμές εκκαθάρισης της αγοράς της Ελλάδας και οι τιμές αγοράς / πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας στις γειτονικές αγορές (είτε μέσω χρηματιστηρίου, όπου υπάρχει, είτε μέσω διμερών συμβολαίων).
Με την 1η μεθοδολογία επιδότησης, ουσιαστικά θα καταλήξουμε να έχουμε μία πολύ χαμηλή τιμή στην Αγορά Επόμενης Ημέρας της Ελλάδας, τουλάχιστον για τους μήνες που μπορούμε να καλύψουμε εξ ιδίων πόρων τα φορτία του συστήματος (π.χ. Σεπτέμβριο – Νοέμβριο), με αποτέλεσμα να γίνονται πολλές εξαγωγές προς τις γειτονικές χώρες, που δε θα διαθέτουν αντίστοιχο μηχανισμό επιδότησης. Η μέγιστη εξαγωγική ισχύς ανέρχεται στο επίπεδο των 1.500 - 2.000 MW κατά τη διάρκεια του έτους. Αντί, λοιπόν, να κάνουμε εισαγωγές από τις γειτονικές χώρες (όπως κάνουμε τις περισσότερες ώρες σήμερα), θα κάνουμε εξαγωγές, και μάλιστα με αρκετά μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι η κρατική επιδότηση δε θα επιδοτεί μόνο τους Έλληνες καταναλωτές, αλλά κατά την ποσότητα των εξαγωγών και τους καταναλωτές των γειτονικών χωρών.
Αντίθετα, ειδικά το καλοκαίρι που τα φορτία του συστήματος είναι ιδιαίτερα αυξημένα κυρίως λόγω των αναγκών ψύξης των κτιρίων, οι μονάδες παραγωγής στην Ελλάδα ενδεχομένως για πολλές ώρες της ημέρας δε θα μπορούν να καλύψουν πλήρως τα φορτία του συστήματος, επομένως θα γίνονται κατά τις ώρες αυτές εισαγωγές από τις γειτονικές χώρες προς κάλυψη του φορτίου, αλλά οι τιμές της αγοράς θα τίθενται σε πολύ υψηλά επίπεδα όπως και σήμερα.
Επομένως, με τη μεθοδολογία αυτή είτε θα επιδοτούμε και τους καταναλωτές των γειτονικών χωρών μέσω εξαγωγών κατά τις ώρες χαμηλού φορτίου, είτε θα τίθενται υψηλές τιμές στην αγορά κατά τις ώρες υψηλού φορτίου, όπως και σήμερα.
β) Οι συμμετέχοντες στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κάνουν στρατηγικές αντιστάθμισης του κινδύνου της μεταβλητότητας της τιμής εκκαθάρισης της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (hedging), αγοράζοντας προϊόντα της προθεσμιακής αγοράς (Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης), προκειμένου να ελέγξουν τα κόστη τους και να μπορέσουν να δώσουν σταθερές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές που εκπροσωπούν (κυρίως τους καταναλωτές Μέσης Τάσης). Ο υποκείμενος δείκτης των προθεσμιακών αυτών συμβολαίων είναι η τιμή εκκαθάρισης της Αγοράς Επόμενης Ημέρας. Αν λοιπόν η τιμή εκκαθάρισης της αγοράς της Ελλάδας μειωθεί σημαντικά, λόγω της επιδότησης της τιμής προμήθειας του φυσικού αερίου, τότε οι συμμετέχοντες που έχουν αγοράσει τέτοια προθεσμιακά προϊόντα για το μήνες Ιούνιο έως Δεκέμβριο 2022, θα χάνουν πολλά χρήματα από τη “λάθος” στρατηγική τους να κάνουν hedging, αλλά όχι από δικό τους σφάλμα, αλλά λόγω της κυβερνητικής επιδότησης. Αν για παράδειγμα κάποιος προμηθευτής έχει αγοράσει προθεσμιακό προϊόν 30 MW για το τέταρτο τρίμηνο του 2022 σε τιμή 230 €/MWh, και η τιμή της αγοράς λόγω της παρέμβασης καταλήξει να είναι στα 130 €/ΜWh, τότε θα χάνει 100 €/MWh για κάθε MWh που έχει αγοράσει για το διάστημα αυτό, δηλαδή η ζημία ανέρχεται σε περίπου 6.630.000 €, ποσό μη-διαχειρίσιμο από την πλειονότητα των συμμετεχόντων στη χονδρική αγορά.
γ) Επιπλέον, με τη μεθοδολογία αυτή αναμένεται εν γένει να μειωθούν οι τιμές της Αγοράς Επόμενης Ημέρας, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβεί το ίδιο και στην Αγορά Εξισορρόπησης. Επειδή το τελικό κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ισούται με το άθροισμα των επιμέρους κοστολογικών στοιχείων της Αγοράς Επόμενης Ημέρας και της Αγοράς Εξισορρόπησης, υπάρχει κίνδυνος το συνολικό κόστος προμήθειας των προμηθευτών να μη μειωθεί σημαντικά από την παρέμβαση / επιδότηση του κόστους παραγωγής των ηλεκτροπαραγωγών. Όπως εύστοχα ανάφερε πολύ έμπειρο στέλεχος των ηλεκτροπαραγωγών πρόσφατα (και απλά το αναπαράγω εδώ), το κόστος της αγοράς είναι σαν ένα “μπαλόνι”: αν προσπαθήσεις να το πιέσεις από τη μία πλευρά, θα φουσκώσει από την άλλη, με αποτέλεσμα το τελικό κόστος των προμηθευτών να είναι πάλι σε σχετικά υψηλά επίπεδα.
Μία ενδεχόμενη λύση σε κάποια από τα ανωτέρω προβλήματα θα ήταν να γίνεται 2η δημοπρασία για την Αγορά Επόμενης Ημέρας αποκλειστικά και μόνο για την ελληνική αγορά, αλλά δε γνωρίζουμε αν αυτή η λύση είναι συμβατή με τους Ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Υπάρχουν πληροφορίες ότι σχετική συζήτηση γίνεται και από την Ισπανική Κυβέρνηση.
2) Επιδότηση απ’ ευθείας των καταναλωτών
Η 2η μεθοδολογία είναι αυτή που εφαρμόστηκε μέχρι στιγμής από την Κυβέρνηση, δηλαδή επιδότηση του κόστους προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας των καταναλωτών, με επιστροφή χρημάτων στους λογαριασμούς κατανάλωσης, μέσω των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας.
Η μεθοδολογία αυτή έχει το βασικό πλεονέκτημα ότι δεν αλλάζουμε τη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με τα μειονεκτήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά την αφήσουμε να λειτουργήσει όπως έχει σχεδιαστεί, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στις στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου των συμμετεχόντων.
Το βασικό μειονέκτημα της μεθοδολογίας αυτής είναι ότι ενδεχομένως να έχει υψηλότερο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό, σε σχέση με την 1η μεθοδολογία. Ωστόσο, μέσω των υπερβαλλόντων εσόδων του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ & ΣΗΘΥΑ (εφεξής «ΕΛΑΠΕ»), από τα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των συμμετεχόντων στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (εφόσον υφίστανται), και από τον κρατικό προϋπολογισμό μπορεί να καλυφθεί το κόστος αυτής της επιδότησης.