Τις προηγούμενες ημέρες υπήρχε η αίσθηση ότι ο Γενικός Δείκτης είχε φρενάρει, παρά τα θετικά νέα από τις συνεχόμενες αναβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης. Τώρα πλέον, το φρενάρισμα έχει γίνει γλίστρημα και η στασιμότητα έχει μετατραπεί σε διολίσθηση.
Οι 1345,95 μονάδες που είχε καταγράψει ο Γενικός Δείκτης, μοιάζει πια με μακρινό όνειρο. Όλα τα επίπεδα στήριξης που είχαν παρουσιαστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου έχουν διαρραγεί και ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αγωνιά να παραμείνει κοντά στις 1200 μονάδες.
Οι χρηματιστηριακοί αναλυτές, διατηρούσαν την εκτίμηση πως η λήξη των παραγώγων την περασμένη εβδομάδα θα έδινε ένα τέλος στο μαρτύριο της σταγόνας και της σταδιακής αλλά συνεχούς υποχώρησης των τιμών των μετοχών και των δεικτών. Διαψεύστηκαν.
Όπως διαψεύστηκαν και όσοι ανέμεναν την έναρξη εισροής κεφαλαίων από το εξωτερικό, μετά την αναβάθμιση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας από την Moody’s. Αντιθέτως, από τον Απρίλιο του 2023 μέχρι και τον περασμένο Αύγουστο, οι συνολικές εκροές των ξένων επενδυτών υπερβαίνουν τα 535 εκατ. ευρώ.
Ήρθε και ο Daniel να πλήξει ταυτόχρονα τόσο την οικονομία όσο και την ψυχολογία. Την οικονομία, διότι το αναμενόμενο κόστος είναι πιθανότατα μεγαλύτερο από όσο μπορεί να αντέξει η δημοσιονομική πραγματικότητα της χώρας. Και την ψυχολογία, διότι για μια ακόμα φορά αποδείχθηκε πως το κράτος με την ευρύτερή του έννοια, παραμένει αναποτελεσματικό και αναχρονιστικό.
Ενώ λοιπόν οι οίκοι αξιολόγησης δείχνουν εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία και τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, το μήνυμά τους δεν περνάει στην επενδυτική κοινότητα του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Και ενώ αναβαθμίζονται και οι αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών από τους ίδιους ακριβώς οίκους, όπως είναι η Moody’s και η Fitch, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών απέχουν από τα υψηλά τους.
Έτσι την ίδια στιγμή που η Εθνική Τράπεζα αναβαθμίζεται σε «ΒΒ» από «ΒΒ-» όσον αφορά στην μακροπρόθεσμη αξιολόγηση και σε «bb» από «bb-», όσον αφορά στην αξιολόγηση βιωσιμότητας, βλέπει την τιμή της μετοχής της να βρίσκεται στο -20% από τα υψηλά της. Με τις ίδιες αξιολογήσεις η τιμή της μετοχής της Eurobank βρίσκεται στο -15% από τα υψηλά της, όταν ήδη έχει ξεκινήσει η τροχοδρόμηση της διαδικασίας πώλησης του μεριδίου του ΤΧΣ στη μετοχική της βάση.
Σε συνέχεια των αξιολογήσεων που προαναφέρθηκαν, ήρθε η J.P. Morgan να διατηρήσει τη σύσταση «overweight» και να αναβαθμίσει τις τιμές - στόχους των τραπεζικών μετοχών. Οι νέες τιμές στόχοι είναι τα 8,10 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, τα 2,25 ευρώ για την Eurobank, τα 2,20 για την Alpha Bank και τα 4,65 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς.
Παρ’ όλο που οι τιμές - στόχοι της J.P. Morgan είναι άκρως δελεαστικές αφού υπόσχονται αποδόσεις από 50% έως και 65%, οι αγοραστές δεν δελεάζονται από αυτές και βλέπουν τις μετοχές να υποχωρούν και μάλιστα με ισχυρό όγκο συναλλαγών. Και συνειδητοποιούν πως με όρους τεχνικής και διαγραμματικής ανάλυσης, οι προηγούμενες στηρίξεις μετατρέπονται πλέον σε ισχυρές αντιστάσεις.
Η εικόνα στο Χρηματιστήριο δεν είναι εικόνα ενθουσιασμού από τις αναβαθμίσεις και από τους επαναπροσδιορισμούς υψηλότερων στόχων. Είναι αφενός μια εικόνα της «επομένης ημέρας» από την εκπλήρωση της προεξόφλησης των θετικών προσδοκιών. Και είναι αφετέρου μια εικόνα αμφιβολίας σχετικά με την πορεία της ανάπτυξης και των δημοσιονομικών της πραγματικής οικονομίας. Και κυρίως είναι μια εικόνα που ενσωματώνει την εισαγόμενη ανησυχία από τη νευρικότητα που επικρατεί στα χρηματιστήρια του εξωτερικού.
Σαν έξτρα κόκκινη πινελιά στην αρνητική εικόνα, ήρθε και η χθεσινή ανακοίνωση της Epsilon Net για «διορθωτική μείωση των κερδών του πρώτου εξάμηνου του 2022, που οδήγησαν σε μείωση των κερδών του ομίλου κατά €5,7 εκατ. (από €21,4 εκατ. σε €15,7 εκατ.) και στην Εταιρεία κατά €4 εκατ. (από €13. εκατ. σε €9,8 εκατ.). Κάτι που μετέβαλε άρδην την χρηματιστηριακή αποτίμηση της εταιρείας στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Η ξαφνική μείωση των δημοσιευμένων κερδών της Epsilon Net κατά 26,6%, παρ’ όλο που είχαν περάσει από το φορολογικό και οικονομικό μικροσκόπιο της Deloitte κατά τη διάρκεια της εξαγοράς του 7,5% της εταιρείας από την Εθνική Τράπεζα, προσδίδει ένα άρωμα αναξιοπιστίας στον θεσμό της κεφαλαιαγοράς, την ίδια στιγμή που οι αρχές προσπαθούν να προσελκύσουν εκ νέου τους μικροεπενδυτές στο χρηματιστήριο.
Ταυτόχρονα, μετά από 5 έτη ξεκίνησε εκ νέου η δίκη για το σκάνδαλο της Folli Follie. Διότι ναι, έχουν περάσει 5 (ολογράφως πέντε) έτη από την Παρασκευή 4 Μαΐου 2018, όταν το fund QCM αποκάλυπτε το μεγαλύτερο οικονομικό και χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην ελληνική ιστορία, αλλά τώρα ξεκινάει η δίκη.
Μια δίκη στην οποία οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν κατά περίπτωση κατηγορίες όπως, εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 120.000 ευρώ, απάτη κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα κατά φυσικών και νομικών προσώπων, ΝΠΙΔ και ΝΠΔΔ, με προξενηθείσα ζημία άνω των 120.000 ευρώ, χειραγώγηση της αγοράς από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση κ.α. Μετά από 5 ολόκληρα χρόνια. Πώς αισθάνονται οι κατεστραμμένοι από τις μετοχές της Folli Follie ιδιώτες επενδυτές; Τι σκέπτονται οι εξαπατηθέντες ξένοι θεσμικοί επενδυτές;
Για να επιστρέψουμε στην καθαρά χρηματιστηριακή εικόνα, υπάρχουν οι αισιόδοξοι που εκτιμούν πως η επενδυτική κοινότητα δεν έχει αποτιμήσει πλήρως τα οφέλη από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και κινείται με βάση έναν βραχυπρόθεσμο ορίζοντα στον οποίο κυριαρχούν αρνητικές ειδήσεις. Σε αυτούς προστίθενται και όλοι όσοι εκτιμούν πως μετά τη σημαντική υποχώρηση της αγοράς, υπάρχουν ικανοποιητικά σημεία εισόδου σε αρκετές μετοχές που πιέστηκαν χωρίς ειδικό λόγο.
Οι απαισιόδοξοι εκτιμούν πως όλα τα θετικά νέα έχουν αποτιμηθεί στις τρέχουσες τιμές, στις οποίες αρχίζουν να ενσωματώνονται και οι φόβοι για τη μη επιτυχή προσγείωση της αμερικανικής οικονομίας, αυτό που η Fed ονομάζει «soft landing» και για την πιθανότητα μιας γενικευμένης κρίσης, που θα επηρεάσει κυρίως τις περιφερειακές αγορές και ειδικότερα αυτές που έχουν υπεραποδώσει το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Παράλληλα υπάρχει και ο φόβος εσωτερικής δημοσιονομικής εκτροπής από τις επιπτώσεις του Daniel στην εθνική οικονομία.
Όσον αφορά στο αισιόδοξο επιχείρημα πως η αγορά θα πρέπει να ανέβει για να πραγματοποιηθούν οι πωλήσεις των τραπεζικών μετοχικών πακέτων του ΤΧΣ σε υψηλότερες τιμές, υπάρχει ισχυρή αντίκρουση. Σύμφωνα με την οποία οι μεταβιβάσεις θα πρέπει να γίνουν σε λογικές και όχι υπερβολικές τιμές, αφού και οι αγοραστές θα θέλουν να εγγράψουν υπεραξίες στα χαρτοφυλάκια τους σύντομα και όχι μόνο στο μακρινό μέλλον.