Με το 2023 να μας αποχαιρετά οι διεθνείς οίκοι στρέφουν το βλέμμα τους στη νέα χρονιά. Για την ελληνική οικονομία προβλέπουν υπεραπόδοση το 2024 έναντι της ευρωζώνης, μείωση του χρέους, βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης, ένταση επενδύσεων και συνέχιση μεταρρυθμίσεων.
Θέσεις long ανοίγει η JP Morgan στα ελληνικά 10ετή ομόλογα έναντι των ιταλικών, εκτιμώντας ότι οι πρόσφατες υποαποδόσεις των ελληνικών τίτλων δημιουργούν ένα ελκυστικό σημείο εισόδου. Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος τονίζει ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές των ελληνικών ομολόγων είναι εποικοδομητικές και οι αποδόσεις τους αναμένεται να είναι επίμονα χαμηλότερες σε σχέση με εκείνες των ιταλικών τίτλων (κατά 25 με 60 μονάδες βάσης). Η JP Morgan στηρίζει την άποψή της στα ισχυρά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά θεμελιώδη της Ελλάδας, το σταθερό πολιτικό σκηνικό και τις συνεχιζόμενες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί κατά 2,4% το 2023, με τον πληθωρισμό να ανέρχεται στο 4,2%. Επίσης, αναμένει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,9%, με δημοσιονομικό έλλειμμα στο 1,3%. Long θέσεις στα «καλής ποιότητας»κρατικά ομόλογα της περιφέρειας της ευρωζώνης όπως τα ελληνικά, συστήνει στους επενδυτές να τηρήσουν, η Goldman Sachs.
Ανάμεσα στις τέσσερις χώρες που θα δουν μείωση του χρέους τους το 2024 στην Ευρωζώνη κατατάσσει την Ελλάδα ο οίκος αξιολόγησης Fitch, καθώς θα είναι από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που δημοσιονομικά θα έχει καλές επιδόσεις, αφού έχει εδραιώσει με επιτυχία πρωτογενή πλεονάσματα.
Η Fitch αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,4% το 2023 και σε παραπλήσια επίπεδα την περίοδο 2024-2025. Ισχυρή κρίνει και τη δέσμευση της Ελλάδας για δημοσιονομική εξυγίανση, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αναμένεται να αυξηθεί στο 1,1% του ΑΕΠ το 2023.
Περνώντας στην Capital Economics οι αναλυτές περιμένουν καλύτερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας με αποτέλεσμα να αναμένεται ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Οι αναλυτές κάνουν επίσης λόγο για σταθερή οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα και χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, παράγοντες που θα διασφαλίσουν τη συνέχιση της πτωτικής τροχιάς του δημοσίου χρέους στα επόμενα χρόνια.
Η πορεία του λόγου χρέος προς ΑΕΠ εξαρτάται από τον υφιστάμενο όγκο του χρέους, την ονομαστική ανάπτυξη του ΑΕΠ, τα ονομαστικά επιτόκια και το πρωτογενές αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού. Όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Capital Economics, η Ελλάδα αποτελεί μία μοναδική περίπτωση γιατί προβλέπεται ότι θα τρέχει με υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, θα εμφανίζει μεγαλύτερα πλεονάσματα και θα πληρώνει χαμηλούς τόκους.
Τέλος, η DBRS αναμένει για φέτος πλεόνασμα 1,1% και για το 2024 2,1%. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, από τα υψηλά επίπεδα του 2020, το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό στο ΑΕΠ, πέρυσι κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες, επωφελούμενο από τη δημοσιονομική επανόρθωση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
«Η σημαντική βελτίωση όσον αφορά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το χρέος ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στην εφαρμογή μίας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που ωθεί το αξιόχρεο ανοδικά», τονίζει η DBRS.