H ελβετική τράπεζα Credit Suisse κρίθηκε ένοχη από το ομοσπονδιακό δικαστήριο της χώρας για υπόθεση ξεπλύματος χρήματος από βουλγαρικό κύκλωμα εμπορίας κοκαΐνης στην πρώτη ποινική δίωξη ενός εκ των μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων της Ελβετίας. Η καταδικαστική απόφαση πλήττει την Credit Suisse καθώς προσπαθεί να αφήσει πίσω της σειρά άλλων σκανδάλων και ζημιών άνω των 5 δισ. δολαρίων που υπέστη από την κατάρρευση του fund Archipelagos Capital Management.
Πρώην εργαζόμενη της τράπεζας κρίθηκε ένοχη για ξέπλυμα χρήματος σε μια δίκη-ορόσημο για τους εισαγγελείς, που αποφάσισαν να τα βάλουν με τη μεγάλη τράπεζα, δίκη όπου υπήρξαν καταθέσεις για φόνους και για μετρητά που μεταφέρονταν σε βαλίτσες.
Η απόφαση του ελβετικού δικαστηρίου αποτελεί νέο πονοκέφαλο για τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας που προσπαθεί να γυρίσει σελίδα μετά από ζημιές δισεκατομμυρίων, αποτέλεσμα ανεπαρκών διαδικασιών στους τομείς του risk management και της συμμόρφωσης με τους εποπτικούς κανόνες.
Η ομοσπονδιακή εισαγγελία καλωσόρισε την ετυμηγορία ως καλή εξέλιξη για τη διαφάνεια, ενώ η Credit Suisse και η πρώην εργαζόμενη της αρνήθηκαν τις κατηγορίες με την τράπεζα αποφασισμένη να την εφεσιβάλλει.
Οι δικαστές εξέτασαν το αν η Credit Suisse είχε λάβει επαρκή μέτρα για να αποτρέψει το κύκλωμα εμπορίας κοκαΐνης από το να ξεπλένει τα κέρδη του μέσω της τράπεζας από το 2004 μέχρι το 2008. Το δικαστήριο εντόπισε ελλείψεις στην τράπεζα όσον αφορά στη διαχείριση πελατειακών σχέσεων με την εγκληματική οργάνωση, αλλά και στην εφαρμογή των κανονισμών ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος.
Οι ελλείψεις αυτές, έκρινε το δικαστήριο, επέτρεψαν την ανάληψη των περιουσιακών στοιχείων του κυκλώματος. Η Credit Suisse θα μπορούσε να το είχε αποτρέψει αν είχε εκπληρώσει τις οργανωτικές της υποχρεώσεις και αν η διεύθυνση που επέβλεπε το στέλεχος δεν είχε «παθητική» στάση.
Η αντίδραση της Credit Suisse ήταν ότι η υπόθεση σχετίζεται με έρευνα των αρχών που έλαβε χώρα πριν από 14 χρόνια. Ισχυρίστηκε ότι τεστάρει συνεχώς τις εσωτερικές διαδικασίες αποτροπής ξεπλύματος χρήματος.
Η ποινή που υπεβλήθη στην τράπεζα από το δικαστήριο ήταν 2 εκατ. ελβετικά φράγκα, περίπου $2,1 εκατ. Διέταξε επίσης την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων άνω των 12 εκατ. ελβετικών φράγκων που το κύκλωμα διατηρούσε σε λογαριασμούς της τράπεζας και υποχρέωσε την Credit Suisse να παραιτηθεί των δικαιωμάτων της σε άλλα 19 εκατ. φράγκα, ποσά που δεν μπορούσαν να κατασχεθούν λόγω των ελλείψεων που εντοπίστηκαν στις εσωτερικές της διαδικασίες.
Το δικαστήριο επέβαλλε επίσης ποινή φυλάκισης 20 μηνών με αναστολή και χρηματικό πρόστιμο για ξέπλυμα χρήματος στην πρώην εργαζόμενη του ομίλου, καθώς έκρινε ότι δεν ανταποκρίθηκε στο ρόλο της ως «πρώτη γραμμή άμυνας». Ο συνήγορος υπεράσπισης του πρώην στελέχους θα εφεσιβάλλει την απόφαση καθώς η πελάτης του δεν κέρδισε τίποτα από την εμπλοκή της στην υπόθεση αυτή.
Η μετοχή της Credit Suisse χάνει πάνω από 40% το τελευταίο 12μηνο. Σύμφωνα με ειδικούς του χώρου, το γεγονός ότι η Ελβετία κινήθηκε νομικά εναντίον μιας παγκόσμιας τράπεζας όπως είναι η Credit Suisse στέλνει ένα δυνατό μήνυμα στην τραπεζική βιομηχανία της χώρας. Η Credit Suisse θεωρείται ένα από τα διαμάντια του ελβετικού στέμματος. Οι ελβετικές τράπεζες έχουν υιοθετήσει αυστηρότερους κανόνες για την αποτροπή ξεπλύματος χρήματος μετά από πιέσεις των διεθνών εποπτικών αρχών. Με βάση το ελβετικό δίκαιο, μια εταιρεία μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για ανεπαρκή οργανωτική δομή η για την μη τήρηση εύλογων μέτρων ώστε να αποτραπεί η διάπραξη ενός εγκλήματος.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση της Credit Suisse, οι εισαγγελείς ισχυρίστηκαν ότι το πρώην στέλεχος βοήθησε το κύκλωμα κοκαΐνης να αποκρύψει την πηγή των χρημάτων του σε συναλλαγές άνω των 146 εκατ. ελβετικών φράγκων από τα οποία τα 43 εκατ. ήταν σε μετρητά που έφταναν στην τράπεζα στιβαγμένα σε βαλίτσες.
Στη δίκη το πρώην στέλεχος δήλωσε ότι η Credit Suisse είχε λάβει γνώση για τους φόνους και το λαθρεμπόριο κοκαΐνης από το βουλγαρικό κύκλωμα αλλά συνέχισε να διαχειρίζεται τα χρήματα του.
Από την πλευρά της η Credit Suisse αντέκρουσε τα περί της παράνομης προέλευσης των χρημάτων και ισχυρίστηκε ότι ένας πρώην Βούλγαρος πυγμάχος και συνεργάτες του λειτουργούσαν νόμιμες επιχειρήσεις στον χώρο των κατασκευών, των μισθώσεων και των ξενοδοχείων.