Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Σε τεντωμένο σχοινί δείχνει να βαδίζει η ελληνική οικονομία εξαιτίας αφενός των καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης που συντηρούν ένα κλίμα «θανάσιμης» στασιμότητας και αφετέρου των ασφυκτικών φορολογικών μέτρων που αναμένεται να οδηγήσουν σε νέα απώλεια εισοδήματος.
Τράπεζες, εμπορικοί σύλλογοι και στελέχη της αγοράς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας ότι την ώρα που οι αριθμοί μετά βίας βελτιώνονται μετά από έξι χρόνια ύφεσης, η πραγματική οικονομία βρίσκεται εγκλωβισμένη και πλέον ο δρόμος για την ανάκαμψη γίνεται ακόμη πιο δύσβατος.
Οι Έλληνες πολίτες, από την πλευρά τους, για μία ακόμη φορά παρακολουθούν... αποσβολωμένοι τα μαντάτα για νέα μέτρα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ που θα κληθούν να... σηκώσουν, την ώρα που το ιδιωτικό χρέος παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη.
«Έχουμε περάσει κατά πολύ το σημείο που θα έπρεπε να βιώσουμε ένα ισχυρό αναπτυξιακό σοκ για να ξεπεράσουμε σταδιακά τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση. Οποιαδήποτε καθυστέρηση από δω και στο εξής θα είναι μοιραία», σημειώνει με νόημα διοικητικό στέλεχος τράπεζας, για να προσθέσει: «Με νέους φόρους και επιβαρύνσεις οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν ποια υποχρέωση θα πληρώσουν και ποιες θα αφήσουν απλήρωτες. Έτσι δεν μπορούμε να περιμένουμε θαύματα ούτε στο πεδίο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ούτε στα συνεχώς αυξανόμενα χρέη των ιδιωτών».
«Ελεύθεροι επαγγελματίες, μισθωτοί και επιχειρήσεις δέχονται συνεχή χτυπήματα. Στο μεταξύ, το δημόσιο συνεχίζει να μην πληρώνει τις δικές του οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα, όσο δεν εκταμιεύονται δόσεις από το πρόγραμμα. Πρόκειται για το απόλυτο αδιέξοδο», υπογραμμίζει θεσμικός παράγοντας του λιανεμπορίου.
«Συγκεκριμένα, το τοπίο είναι εξαιρετικά θολό σε όλα τα πεδία που σχετίζονται με την ψυχολογία των πολιτών και δείχνουν την τάση που επικρατεί, όσο συνεχίζεται η διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση και γίνονται γνωστά τα μέτρα που αναμένεται να επιβαρύνουν εκ νέου τον ιδιωτικό τομέα», συμπληρώνει.
Δυσοίωνες οι προοπτικές για την κατανάλωση
Το 2016 ξεκίνησε πολύ άσχημα για το λιανεμπόριο, με μειωμένους τζίρους τον Ιανουάριο και εκτιμήσεις ότι ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος είναι οι χειρότεροι μήνες της κρίσης – σε σύγκριση με αντίστοιχους μήνες προηγούμενων ετών. Ενδεικτική είναι η μείωση των εσόδων των σούπερ μάρκετ στο πρώτο δίμηνο του έτους της τάξης του 7,2% και η επίσης αρνητική εικόνα του Μαρτίου.
Στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι τα στοιχεία του Απριλίου είναι πολύ σημαντικά για τη συνέχεια καθώς λόγω της πασχαλινής περιόδου αναμένεται αυξημένη κίνηση σε σχέση με πέρσι. Όμως στην περίπτωση που ο τζίρος παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα παρά την εποχιακή ώθηση, τότε θα περιμένουμε πάλι ένα θαύμα το καλοκαίρι από τον τουρισμό αλλά και πάλι οι εποχιακές «ενέσεις» δεν αρκούν, σημειώνουν.
Η νέα αύξηση του ΦΠΑ στο 24%, η επιβάρυνση μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών και οι μειώσεις στις συντάξεις μάλλον δεν θέλουν και πολλή ανάλυση για τον αντίκτυπο που θα έχουν στην αγορά. Ανατιμήσεις για πολλοστή φορά σε βασικά είδη, αύξηση των εισφορών που οδηγεί σε επιβάρυνση για όσους εργάζονται με μπλοκάκι πάνω από το 30% και ένα πακέτο άμεσων και έμμεσων φόρων που εκτιμάται σε πάνω από 5 δισ. ευρώ.
Η επίδραση για τους καταναλωτές; Σύμφωνα με μελέτη του ΙΕΛΚΑ, η αναμενόμενη συνολική ετήσια επιβάρυνση μόνο από την αύξηση του ΦΠΑ για το σύνολο των νοικοκυριών για τα είδη παντοπωλείου είναι 103 εκατ. ευρώ. Την ίδια ώρα, ο αντίστοιχος ΦΠΑ προς είσπραξη από το δημόσιο αναμένεται το 2016 μειωμένος σε σύγκριση με το 2015 κατά 1,56% ή 55 εκατ. ευρώ και σχεδόν αμετάβλητος το 2017.
Σημειώνεται ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση τροφίμων στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει σήμερα στα 1.500 ευρώ, από 2.300 ευρώ το 2009 και οποιαδήποτε αύξηση φόρων θεωρείται δεδομένο ότι θα οδηγήσει σε νέα μείωση.
SOS για «κόκκινα» δάνεια και καταθέσεις
Στις τράπεζες, οι καταθέσεις δεν επιστρέφουν, η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων δεν επιταχύνεται και οι συνθήκες ρευστότητας παραμένουν στάσιμες παρά την απόφαση του Mario Draghi να αγοράσει τα ομόλογα του EFSF που κατέχουν οι ελληνικοί όμιλοι.
Η κατάσταση σε ό,τι αφορά την πολυαναμενόμενη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων είναι ενδεικτική του κλίματος. Από τη μία η κυβέρνηση επιρρίπτει ευθύνες στις τράπεζες για καθυστερήσεις στην επιθετική αντιμετώπιση των δανείων και από την άλλη οι τραπεζικές διοικήσεις προειδοποιούν ότι αν συνεχιστεί η αβεβαιότητα που προκύπτει από τη μη ολοκλήρωση της αξιολόγησης τα «κόκκινα» δάνεια θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Μετά από τη δραματική αβεβαιότητα του πρώτου εξαμήνου του 2015, οι τράπεζες είδαν την «παραγωγή» νέων επισφαλειών να περιορίζεται προς το τέλος του έτους. Μάλιστα, στις παρουσιάσεις των αποτελεσμάτων έτους οι τραπεζικές διοικήσεις έθεσαν φιλόδοξους στόχους για το 2016. Δεδομένης της τάσης μείωσης των νέων NPLs και του νέου πλαισίου για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, οι τράπεζες πίστευαν ότι τα στοιχεία για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα παρουσίαζαν βελτίωση σε όλα τα τρίμηνα του 2016.
Φιλόδοξες ήταν και οι προβλέψεις για τις καταθέσεις, όμως μέσα στο 2016 έχουν μειωθεί κατά περίπου 2 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες είχαν καταρτίσει συγκεκριμένα πλάνα για την προσέλκυση κεφαλαίων, σε μία διαδικασία, ωστόσο που θα δεχόταν θετική ώθηση από την σταδιακή άρση των capital controls. Υπό τις παρούσες συνθήκες, όλα αυτά μετατίθενται χρονικά, με αποτέλεσμα να χρειάζεται... διπλή προσπάθεια στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.