Γιατί δεν μειώνουν τον φόρο της επανεπένδυσης κερδών;

Γιατί δεν μειώνουν τον φόρο της επανεπένδυσης κερδών;

Του Βασίλη Γεώργα

Η αύξηση της φορολόγησης των μερισμάτων κατά 50% στα κέρδη των επιχειρήσεων που καταλήγουν στις τσέπες των επιχειρηματιών και των μετόχων, είναι μια απόφαση που ενοχλεί την «αγορά» αλλά δεν είναι αυτή «λάθος κίνηση» της κυβέρνησης στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο. Ίσα-ίσα λίγοι εισοδηματίες θα διαμαρτυρηθούν για θα βρουν το δίκαιό τους όταν γύρω τους γίνεται πραγματική σφαγή σε μισθωτούς και συνταξιούχους.

Το στρατηγικό σφάλμα του ΣΥΡΙΖΑ που ευαγγελίζεται μια ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας με αριστερό πρόσημο, είναι πως δεν έβαλε ακριβώς κάτω από τη συγκεκριμένη διάταξη μια άλλη που θα μειώνει άλλο τόσο ή και περισσότερο τον φόρο των αδιανέμητων κερδών τα οποία οι επιχειρήσεις κρατούν στην άκρη για να κάνουν επενδύσεις. Ας έθετε  προϋποθέσεις και όρια, ας έβαζε σφιχτά χρονοδιαγράμματα, ας εξόντωνε τις εταιρείες στους ελέγχους και στις διασταυρώσεις, αλλά ας μείωνε τη φορολόγηση ακόμη και στο μηδέν για λίγα χρόνια από τη στιγμή που διασφαλίσει ότι αποδεδειγμένα τα κέρδη αυτά θα επανεπενδυθούν για να ανοίξουν δουλειές και η οικονομία να πάει ένα βήμα παραπέρα.

Παρ' όλα αυτά η λογική της κυβέρνησης συνεχίζει να πατά πάνω στον καμβά των προηγούμενων. Να «ευημερούν» δηλαδή οι επιχειρηματίες και οι μέτοχοι, αλλά όχι οι επιχειρήσεις και η επιχειρηματικότητα. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ καιρό πίσω όταν επί κυβέρνησης Α. Σαμαρά το 2011 ο φόρος στα μερίσματα μειώθηκε από το 25% στο 10% ενώ αντίθετα αυξήθηκε από το 20% στο 26% ο φόρος στα αδιανέμητα κέρδη.

Ήταν μια απόφαση που ενδύθηκε τον μανδύα του θετικού σοκ για την οικονομία -και δικαίως ως κάποιο βαθμό επειδή όποιος επιχειρεί και παίρνει ρίσκο θέλει να κερδίζει- αλλά ήταν πέρα για πέρα παράλογη. Στην πραγματικότητα, ως προς το δεύτερο σκέλος της λειτούργησε αποθαρρυντικά στην αποθεματοποίηση κεφαλαίων που ίσως χρησίμευαν για να ενδυναμωθούν οι εταιρείες, και τελικά αύξησε αισθητά μόνο τις προσωπικές απολαβές των μετόχων στην πενταετία που μεσολάβησε.

Μόνο από τις κερδοφόρες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις οι οποίες διένειμαν κέρδη 3 δις. ευρώ μεταξύ 2011-2015, η μείωση του φόρου των μερισμάτων στο 10% σήμανε ότι μπήκαν περίπου 460 εκατ. ευρώ περισσότερα στους προσωπικούς λογαριασμούς των μετόχων, καθώς το δημόσιο εισέπραξε 300 εκατ. ευρώ αντί για 760 εκατ. ευρώ που θα έπαιρνε αν ο φόρος είχε μείνει στο 25% και χρειάστηκε να πάρει άλλα μέτρα για να αντισταθμίσει αυτή την απώλεια. Ακόμη και τώρα που ο φόρος στα μερίσματα αυξάνει στο 15%, αν οι επιχειρήσεις μοιράσουν κέρδη 700 εκατ. ευρώ το επόμενο έτος, η διαφορά των εσόδων για το δημόσιο θα είναι περίπου 100 εκατ. ευρώ περισσότερα.

Και πάλι, όμως, το πρόβλημα δεν είναι τόσο το ύψος της φορολόγησης των διανεμόμενων κερδών ή ακόμη και αυτής καθαυτής της εταιρικής κερδοφορίας που πλέον φορολογείται με 29% και μέσω της οποίας στο διάστημα 2011-2015 το δημόσιο εισέπραξε πάνω από 5,5 δις. ευρώ μόνο από τις λιγοστές κερδοφόρες εταιρείες του Χ.Α. Το πρόβλημα ήταν και εξακολουθεί να έγκειται στο γεγονός πως το φορολογικό δέλεαρ για έναν μεγαλομέτοχο να ενθυλακώσει τα κέρδη της εταιρείας του ειδικά σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, είναι πολύ ισχυρότερο από το κίνητρο να τα αφήσει προς επανεπένδυση στο ταμείο.

Από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, είναι αδικαιολόγητο σε μια χώρα που πασχίζει να κινητοποιήσει κεφάλαια και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να φορολογεί σχεδόν δύο φορές περισσότερο τα κέρδη που προορίζονται για επενδύσεις σε σχέση με τα κέρδη που μπαίνουν άκοπα στην τσέπη των μετόχων. 

Η διατήρηση της κατάστασης αυτής είναι αναντίστοιχη ακόμη και με το ίδιο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό είναι καταγεγραμμένη η εξαγγελία ότι θα αντιστρέψει την ισορροπία ώστε τελικά τα αδιανέμητα κέρδη που αποθεματοποιούνται, να επιβαρύνονται λιγότερο από τα διανεμόμενα. Θα αφήσει και αυτή την ευκαιρία να πάει ανεκμετάλλευτη;