Δια... γυμνού οφθαλμού γίνονται αισθητές οι νέες οικοδομές σε όλη την Αθήνα, αλλά και σε μεγάλα αστικά κέντρα. Η δεκαετής κρίση, το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ακινήτων έχει βγει εκτός αγοράς λόγω της μεγάλης στροφής στις βραχυπρόθεσμες ενοικιάσεις, η ζήτηση από ξένους αλλά και από Έλληνες και οι νέες τάσεις που έχει δημιουργήσει η πανδημία, τροφοδοτούν την κατασκευαστική δραστηριότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι τον Μάιο η συνολική- ιδιωτική και δημόσια- οικοδομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 62,9% ως προς τον αριθμό των οικοδομικών αδειών, κατά 111,8% στην επιφάνεια και κατά 97% στον όγκο.
Ο βασικός αριθμός των νέων οικοδομικών αδειών εντοπίζεται στα Νότια προάστια, τα οποία, λόγω των σχεδιαζόμενων νέων projects, όπως είναι η αξιοποίηση του Ελληνικού κι εν γένει της Αττικής Ριβιέρας, προσελκύουν σταθερό αγοραστικό ενδιαφέρον. Είναι ενδεικτικό ότι τους τελευταίους μήνες έχουν εκδοθεί δεκάδες άδειες δόμησης για περισσότερα από είκοσι συγκροτήματα κατοικιών και μεζονέτες σε Γλυφάδα, Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη, Ηλιούπολη, Αργυρούπολη και Ελληνικό.
Αν και με χαμηλότερους ρυθμούς, νέες οικοδομές κάνουν την εμφάνισή τους στα Βόρεια Προάστια, όπως το Μαρούσι, η Πεύκη, η Αγία Παρασκευή και ο Χολαργός. Αλλά και το κέντρο της Αθήνας με περιοχές, όπως η Ζωγράφου και το Παγκράτι βρίσκονται στο χάρτη των καινούργιων οικιστικών έργων, ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο καταλαμβάνουν τα έργα αλλαγής χρήσης και μετασκευής κενών κτηρίων σε ξενοδοχεία ή κτήρια ενοικιαζόμενων δωματίων.
Όπως εξάλλου, ανέφερε, πρόσφατα, το Liberalmarkets.gr, η χρήση κατοικίας επιστρέφει στο κέντρο της Αθήνας και αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο, έστω και με ηπιότερους ρυθμούς, σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία, η τάση της μετασκευής κενών κτιρίων σε κατοικίες έχει επιστρέψει.
Πού οφείλεται η άνοδος της οικοδομής
Η ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας σχετίζεται με την αύξηση του ΑΕΠ και τις εκτιμήσεις για περαιτέρω άνοδο των ρυθμών ανάπτυξης. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της ενίσχυσης του ΑΕΠ έχει αντανάκλαση στην αγορά ακινήτων, με δεδομένη την ευρύτερη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και τη μείωση της ανεργίας.
Επίσης, την κατασκευή νέων οικοδομών τροφοδοτεί η ισχυρή ζήτηση για κατοικίες, ενώ οι επενδυτές λαμβάνουν υπόψη και το γεγονός ότι το ελληνικό real estate δεν έχει ακόμη ανακτήσει τις απώλειες της περιόδου της κρίσης, οι οποίες ξεπερνούν το 40%.
Κοινό παρονομαστή αποτελεί και η αποκλιμάκωση της φορολογίας με κυρίαρχη τη μείωση του ΕΝΦΙΑ. Η βελτίωση της φορολογίας, σε συνδυασμό με την αναστολή του ΦΠΑ, οι εκπτώσεις φόρου για έργα ανακαινίσεων, η αναστολή του φόρου υπεραξίας, η χορήγηση κινήτρων σε πλούσιους και συνταξιούχους για τη μεταφορά στη χώρα μας της φορολογικής τους έδρας, υπό τον όρο υλοποίησης επενδύσεων και βέβαια το καθεστώς της «χρυσής βίζας» λειτουργούν ως «ενέσεις τόνωσης» για την ελληνική αγορά ακινήτων.
Υπενθυμίζεται ότι μεταξύ 2010 και 2018 οι φόροι στην ακίνητη περιουσία αυξήθηκαν κατά 2,5 - 3 δισ. ευρώ ή κατά περισσότερες από 6 φορές.
Παραμένει το χάσμα
Πάντως, το χάσμα ανάμεσα στις σημερινές επιδόσεις της οικοδομικής δραστηριότητας και αυτές πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, παραμένει ακόμη μεγάλο.
Υπολογίζεται ότι την περίοδο από το 2002 έως το 2007, η κατασκευή κατοικιών αυξανόταν με ρυθμό 1,5% ετησίως, φτάνοντας συνολικά τις 800 χιλιάδες νέες κατοικίες, ενώ, σύμφωνα με έκθεση της PwC, το 2002 αντιστοιχούσαν 64 κατοικίες ανά 100 άτομα, ενώ το 2014, αυξήθηκαν σε 71 κατοικίες ανά 100 άτομα ή 1,7 κατοικίες ανά οικογένεια (με δεδομένο ότι η μέση ελληνική οικογένεια αποτελείται από 2,4 άτομα), αριθμοί που αντανακλούν τη διεύρυνση των διαθέσιμων κατοικιών κατά τη διάρκεια της περιόδου.
Με βάση την απογραφή του 2011, σε όλη τη χώρα υπάρχουν 6,4 εκατομμύρια κατοικίες από τις οποίες το 55% των κτηρίων, μέσα στις πόλεις, έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1980, ενώ το 13% αυτών είναι κτισμένα μετά το 2001.
Για να ξεκολλήσει η αγορά ακινήτων, σύμφωνα με τους ειδικούς, απαιτείται, συνδυαστικά, να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα, να απορροφηθεί σταδιακά το υφιστάμενο απόθεμα, τα στεγαστικά δάνεια να αυξηθούν σημαντικά και να μειωθούν περαιτέρω οι φόροι ακίνητης περιουσίας. Με τον τρόπο αυτό, θα αυξηθούν οι συναλλαγές και οι τιμές των ακινήτων και θα ενισχυθούν οι νέες κατασκευές.