Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι λέει αυτά που αντιλαμβάνονται όλοι όσοι ανησυχούν για το μέλλον της Ευρώπης. Οι οποίοι βλέπουν την απόσταση από τις ΗΠΑ και την Κίνα να μεγαλώνει στον τομέα της οικονομίας, της καινοτομίας, της ανταγωνιστικότητας και της ψηφιακής τεχνολογίας. Και τον κίνδυνο της απώλειας της γεωπολιτικής ισχύος και της κοινωνικής συνοχής της ΕΕ να αυξάνεται.
Η διαπίστωση ότι οι παραγωγικές επενδύσεις δεν επαρκούν, ότι το χάσμα ιδιωτικών επενδύσεων μεταξύ των οικονομιών ΗΠΑ και ΕΕ δεν αντισταθμίστηκε από τις δημόσιες επενδύσεις, ότι οι άφθονες αποταμιεύσεις των Ευρωπαίων πολιτών παραμένουν εγκλωβισμένες στις τράπεζες και δεν διοχετεύονται στις κεφαλαιαγορές και στις νέες επενδύσεις, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Καινούργια είναι η προσέγγιση του πρώην κεντρικού τραπεζίτη.
Ο Μάριο Ντράγκι, εστιάζοντας στο «επενδυτικό κενό» που υπάρχει λοιπόν στην Ευρώπη, προτείνει την ετήσια αύξηση επενδύσεων κατά 750-800 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο 4,5% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προτείνει την τακτική έκδοση κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων. Η από κοινού ευρωπαϊκή δανειοδότηση, θα προσφέρει στα δάνεια ευνοϊκότερους όρους έκδοσης και υψηλότερη φερεγγυότητα, θα ενισχύσει την οικονομική συνοχή στο εσωτερικό της ΕΕ και θα προσφέρει πόρους για την αποτελμάτωση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας της βιομηχανικής δραστηριότητας.
Είναι όμως μόνο θέμα πόρων; Βεβαίως και όχι. Ο Μάριο Ντράγκι αναφέρθηκε στην ανάγκη αποτελεσματικότητας στη λήψη των αποφάσεων, στην αποφυγή της γραφειοκρατίας, στην εισαγωγή ειδικών πλειοψηφιών, στον συντονισμό της βιομηχανικής πολιτικής, στη νομοθετική ευελιξία και συνολικά στην αποτελεσματικότητα των μηχανισμών της Ευρώπης.
Οι πρώτες αντιδράσεις στο σχέδιο Μάριο Ντράγκι, ήρθαν από το γνωστό μέτωπο της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας που εστίασε στο «κόκκινο πανί» της αμοιβαιότητας του χρέους και πουθενά αλλού. Δια στόματος του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, ακούστηκε ένα βροντερό «όχι», ως αντίδραση στην ιδέα να αναλάβουν όλοι από κοινού το οικονομικό βάρος αυτών των επενδύσεων, εκφράζοντας ανησυχίες σχετικά με το πώς θα καλυφθούν τα έξοδα και ποιος θα επωμιστεί τις συνέπειες.
Βέβαια, ο Κρίστιαν Λίντνερ, ανέφερε, ότι το πρόβλημά της ΕΕ δεν είναι η έλλειψη επιχορηγήσεων, αλλά ο εγκλωβισμός της γραφειοκρατίας και η σχεδιασμένη οικονομία. Και σε αυτό έχει δίκιο. Ακόμα και αν ενεργοποιηθούν οι πόροι που ζητεί ο Μάριο Ντράγκι, το αποτέλεσμα θα είναι πενιχρό, εάν οι Βρυξέλλες δεν αποτελέσουν χώρο συντονισμού, αλλά παραμείνουν χώρος σύγκρουσης διαφορετικών επιχειρηματικών συμφερόντων.
Η γερμανική δυσανεξία απέναντι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες παραμένει ισχυρή, παρ’ όλο που η μέχρι πρότινος βιομηχανική λοκομοτίβα της Ευρώπης, έχει μετατραπεί σε μεγάλο ασθενή, σε πεδίο αποβιομηχάνισης και ουραγό της ψηφιακής τεχνολογίας. Αυτή, όμως, η αντίληψη που βασίζεται στα γεωγραφικά σύνορα είναι επιβλαβής, όχι μόνο για την Ευρωπαϊκή Οικονομία, αλλά και για την ίδια τη Γερμανία. Και τα αποτελέσματα είναι ορατά.
Η καθηγήτρια Αναστασία Γιακουμέλου, σε παλαιότερη συνέντευξη της στο Liberal είχε αναφέρει ότι η ενδυνάμωση της Ευρώπης παραμένει σταθερό σημείο συζήτησης και αναζήτησης. Ότι όταν τα καλά μυαλά στις ΗΠΑ έχουν μία δυνατή ιδέα, μπροστά τους θα βρουν τρεις συμμάχους, που οι Ευρωπαίοι δεν έχουν: μία δυνητική αγορά περίπου 330 εκατομμυρίων ανθρώπων, μία ενιαία χρηματαγορά και μία κουλτούρα γεννημένη για την επιχειρηματικότητα που θα τους πει «Μπορείς να το κάνεις. Αν υπάρχουν εμπόδια, είναι δευτερεύοντα και ξεπερνιούνται για μία δυνατή ιδέα». Τίποτα από αυτά, δεν υπάρχει στην ΕΕ.
Οι προτάσεις του Μάριο Ντράγκι είναι μια φωνή αφύπνισης. Που δυστυχώς δεν βρίσκει ευήκοα ώτα. Οι πολιτικοί των μικρών οικονομιών, προσπαθούν να προστατεύσουν τις εγχώριες θνησιγενείς παραγωγικές δυνάμεις τους και οι χώρες τους Βορρά αρνούνται να δεχθούν προτάσεις αμοιβαιότητας οποιασδήποτε μορφής χρέους και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, υπερασπίζεται τη δική της ανάγκη ύπαρξης.
Εάν σε όλα τα ανωτέρω που έχουν οικονομική χροιά, προσθέσουμε και τις υπόλοιπες αναφορές του Μάριο Ντράγκι στα θέματα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, της κατακερματισμένης ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, της προμήθειες μη συμβατών αμυντικών εξοπλισμών, της στρατηγικής και γεωπολιτικής αυτονομίας της ΕΕ, η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη. Μιλάμε για μια ΕΕ, που έχει λίγα «κοινά» και πολύ περισσότερα «ξένα» σημεία. Και αυτό το σενάριο, δεν μπορεί να έχει καλή εξέλιξη για την ευημερία των πολιτών της.