Δύο σημαντικές ανακοινώσεις για την οικονομία της Ευρωζώνης είχε το χθεσινό μενού, που δείχνουν ότι η Ευρώπη αντί να τρέχει με ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, το μόνο που καταφέρνει είναι να… μπουσουλάει, την ώρα που τα κρατικά χρέη τρομάζουν.
Η Eurostat ανακοίνωσε τα στοιχεία για το ΑΕΠ α’ τριμήνου και τον πληθωρισμό, ενημερώνοντας στην ουσία τους Ευρωπαίους για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ευρωπαϊκή οικονομία. Ορισμένοι αναλυτές έσπευσαν να κάνουν λόγο για «σημείο καμπής» επειδή η Ευρωζώνη επέστρεψε σε αναπτυξιακό έδαφος, αφού πρώτα είχε εμφανίσει δύο τρίμηνα συρρίκνωσης του ΑΕΠ (γ’ και δ’ τρίμηνο 2023), μία συνθήκη που ικανοποιούσε τους όρους της «τεχνικής ύφεσης». Αυτά για τους τύπους.
Η ουσία είναι ότι η οικονομία της Ευρωζώνης εμφανίζει τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης. Όχι μετά από μία ήπια ύφεση αλλά μετά από κάτι χειρότερο. Όπως αναφέραμε και χθες, η Ευρωζώνη βρίσκεται σε πλήρη οικονομική στασιμότητα τους τελευταίους 16 μήνες. Επομένως, η κατά 0,3% μεγέθυνση του ΑΕΠ στο α’ τρίμηνο και σε σύγκριση με το δ’ τρίμηνο του 2023, προσφέρει κυρίως μία ψυχολογική ανάταση και σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζει ότι θα δούμε την Ευρωζώνη σύντομα να καλπάζει.
Για να ξεφύγει από το τέλμα, η Ευρώπη χρειάζεται ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και ταυτόχρονα συγκράτηση του χρέους, έτσι ώστε να αναπτύσσεται με βιώσιμο τρόπο. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι απλώς μία αντίδραση.
Η ανάκαμψη οφείλεται κυρίως στη μεγέθυνση κατά 0,2% του ΑΕΠ της Γερμανίας και της Γαλλίας, κατά 0,3% της Ιταλίας και στο εντυπωσιακό 0,7% της Ισπανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γερμανία συνεχίζει να υστερεί μεταξύ των τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης και παράλληλα το ΑΕΠ της βρίσκεται μόλις 0,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα. Η Γερμανία, δηλαδή, συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Επίσης, μεγάλο μέρος της βελτίωσης στο α’ τρίμηνο οφείλεται σε προσωρινούς παράγοντες, όπως το ριμπάουντ των κατασκευών, την ώρα που οι δείκτες οικονομικού κλίματος και υπευθύνων προμηθειών (PMI) υποδηλώνουν ότι η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα είναι υποτονική. Και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε δύο ακόμη παραμέτρους.
Πρώτον, η νομισματική πολιτική δεν αναμένεται να χαλαρώσει τόσο πολύ που να μπορεί να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Μετά τη μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο, η ΕΚΤ θα κινηθεί με μεγάλη προσοχή και θα πρέπει να αποκλειστεί το σενάριο διαδοχικών μειώσεων. Επομένως το χρήμα θα παραμείνει ακριβό για πολύ καιρό ακόμα.
Δεύτερον, η επιστροφή των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων βάζει σφιχτή θηλειά στις κυβερνήσεις, μην επιτρέποντας παροχές και επιδόματα. Διότι το φθινόπωρο πλησιάζει και αν οι χώρες-μέλη δεν έχουν πιάσει τους φετινούς στόχους θα κληθούν να εφαρμόσουν πολύ αυστηρά μέτρα λιτότητας το 2025, «ποδοπατώντας» ουσιαστικά κάθε αναπτυξιακή δυναμική.
Το συμπέρασμα είναι ότι η κατάσταση δεν επιτρέπει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας και όλες οι προβλέψεις κάνουν λόγο για μακρά και αργή οικονομική ανάκαμψη.
Όμως η Ευρώπη έχει ανάγκη να τρέχει και όχι να… μπουσουλάει. Πρέπει να τρέξει. Διότι τα κρατικά χρέη έχουν συσσωρευτεί στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών και δεν αποκλείεται σε λίγα χρόνια να δούμε τις περισσότερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ να εμφανίζουν χρέη σε επίπεδα που δεν θεωρούνται βιώσιμα. Όπως έχει αναφέρει το Liberal, η Ελλάδα μπορεί να έχει το υψηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά με την ανάπτυξη που σημειώνει ο λόγος βαίνει συνεχώς μειούμενος. Αντιθέτως, χώρες όπως η Γαλλία και το Βέλγιο, έρχονται να προστεθούν στο κλαμπ των χωρών που κινδυνεύουν, στο οποίο ξεχωρίζει φυσικά η Ιταλία.
Την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός υποχωρεί βασανιστικά αργά προς τον στόχο του 2%. Βέβαια, οι αναλυτές δεν ανησυχούν ιδιαίτερα για το γεγονός ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή παρέμεινε αμετάβλητος στο 2,4% τον Απρίλιο καθώς ήταν αναμενόμενο ότι το «τελευταίο μίλι» θα ήταν το πιο δύσκολο.
Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη μείωση επιτοκίων τον Ιούνιο παραμένει το επικρατέστερο σενάριο, αν και το Βερολίνο διατηρεί την «hawkish» στάση του, ασκώντας πιέσεις να παραμείνουν τα επιτόκια υψηλά για περισσότερο καιρό με φόντο την επιμονή του πληθωρισμού.