Του Γιώργου Φιντικάκη
Τέσσερις μήνες πριν από την «αποφοίτηση» μιας χώρας από το μνημόνιο, η οικονομία της οφείλει να τρέχει, οι δείκτες να αποπνέουν μεγάλη αισιοδοξία και δυναμική, η ανεργία και τα επιτόκια να υποχωρούν, τα εισοδήματα να αυξάνονται.
Το γεγονός όμως ότι επτά στους δέκα καταναλωτές μόλις τα βγάζουν πέρα, σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα του ΙΟΒΕ, ποσοστό που αυξήθηκε τον Μάρτιο, και ότι οι Έλληνες παραμένουν οι πιο απαισιόδοξοι στην Ευρώπη, σημαίνει απλώς ότι ουδείς πιστεύει πως η χώρα είναι έτοιμη να βγει από το πρόγραμμα χωρίς να μπει σε κάποιας μορφής επόμενο.
Η ασάφεια στα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους παραμένει, η πολιτική σταθερότητα αμφισβητείται, οι επενδύσεις δεν τρέχουν και το οικονομικό κλίμα παρουσίασε επιδείνωση τον Μάρτιο, διακόπτοντας την ανοδική τροχιά των τελευταίων μηνών. Εξέλιξη που έρχεται ως απόρροια μιας σημαντικής εξασθένησης των επιχειρηματικών προσδοκιών σε όλους τους επιμέρους τομείς, από τις υπηρεσίες και το λιανεμπόριο, κυρίως όμως στις κατασκευές και τη βιομηχανία.
Λογικό, αφού το αφήγημα της καθαρής εξόδου πείθει ολοένα και λιγότερους, όπως επισημαίνουν στον «Φ» τέσσερις άνθρωποι που παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις στην οικονομία. Οι Ν. Βέττας (ΙΟΒΕ), Π. Τσακλόγλου (Οικονομικό Πανεπιστήμιο), Π. Λιαργκόβας (πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής) και Γ. Προκοπάκης (σύμβουλος επιχειρήσεων).
Την ίδια στιγμή ένας νέος φόβος, ο γεωπολιτικός, αρχίζει να καταγράφεται στις έρευνες, δίχως ευτυχώς ακόμη να έχει αποτυπωθεί στον τουρισμό και την πραγματική οικονομία. «...Είναι πιθανόν αυτή η διόρθωση του δείκτη τον Μάρτιο στις 99,8 (από 104,3) μονάδες να συνδέεται με την αβεβαιότητα που αναπτύσσεται και ευρύτερα θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής», επισημαίνει το ΙΟΒΕ θίγοντας το θέμα των οικονομικών επιπτώσεων από την ένταση στα ελληνοτουρκικά.
Έπειτα είναι η ακόμη μεγαλύτερη εικόνα μιας οικονομίας με δύο πρόσωπα. Η ελληνική οικονομία, που διαφημίζεται ως η πιο «μεταρρυθμίσιμη» στην Ευρώπη, παρουσιάζει τεράστια επενδυτική υστέρηση. Ενώ κραυγάζει για επενδυτικές ευκαιρίες, με πολλά υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία και υπερπροσφορά ανθρώπινου δυναμικού, παρότι βρίσκεται στην αρχή της κυκλικής ανάκαμψης, οι επενδύσεις παραμένουν κολλημένες στο 12% του ΑΕΠ, από 24% προ κρίσης.
Και ενώ η ανταπόκριση των επενδυτών είναι θετική, δεν έχει την ένταση που θα έπρεπε να υπήρχε για μια οικονομία που ετοιμάζεται για εξιτήριο από το μνημόνιο. Η χώρα συνεχίζει να κατατάσσεται στην 45η θέση μεταξύ 109 χωρών αναφορικά με την ελκυστικότητα άμεσων ξένων επενδύσεων, κατέχοντας τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μόνο η Ρουμανία έχει χειρότερο σκορ). Επιδόσεις που αλλάζουν μόνο έπειτα από σκληρές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως θέλουν χρόνο, γεγονός που σε συνδυασμό με τις οικονομικές και πολιτικές αβεβαιότητες κάνει αρκετούς αναλυτές, όπως ο αναλυτής του think tank Bruegel, Ζολτ Ντάρβας, να θεωρούν αναγκαία μια εξωτερική ομπρέλα στήριξης, δηλαδή ένα «light» τέταρτο πρόγραμμα. Τουλάχιστον προληπτικό, που θα μπορούσε να βελτιώσει καταλυτικά την εμπιστοσύνη των επενδυτών, Ελλήνων και ξένων, στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Διαφορετικά δεν έχει καμία τύχη μια οικονομία με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αύξησης της παραγωγικότητας στην Ευρώπη, που λόγω της δομής της έχει ακόμη χαμηλή εξωστρέφεια, παθογένεια που αρχίζει μεν να αλλάζει, αλλά με πολύ βραδείς ρυθμούς. Το μερίδιο των εξαγωγών μπορεί να έχει φτάσει στο 33%, ωστόσο η επίδοση είναι πολύ μικρότερη από της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας και πολύ χαμηλότερη από εκείνη που χρειάζεται η οικονομία για να προσθέσει νέα εισοδήματα. Εως τότε, θα διατηρείται μάλλον σταθερό στο 11% το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους (ΙΟΒΕ) ή δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα (67%, από 64% στην προηγούμενη έρευνα).
Ν. Βέττας : «Σκιά από την ένταση στα ελληνοτουρκικά»
«Ενώ μια οικονομία στην αρχή της κυκλικής ανάκαμψης θα έπρεπε να τρέχει, εν τούτοις καταναλωτές και επιχειρηματίες παραμένουν άκρως επιφυλακτικοί, καθώς στην πράξη ανάκαμψη δεν βλέπουν» λέει στον «Φ» ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ. Και ενώ δεν υπάρχουν οι παλιές φοβίες περί Grexit, νέες αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους, σύμφωνα με τον κ. Βέττα, όπως οι οικονομικές επιπτώσεις από την ένταση στα ελληνοτουρκικά, γεγονός που καταγράφει και η έρευνα του ΙΟΒΕ.
Εξάλλου, ο συνδυασμός, από τη μια πλευρά, της συνεχιζόμενης επίπτωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, και, από την άλλη, η εντεινόμενη έλλειψη σαφήνειας και συναίνεσης για τους όρους χρηματοδότησης της χώρας μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, προκαλεί προβληματισμό και λειτουργεί ανασχετικά στη δυναμική επιτάχυνσης της ανάπτυξης. Μένει να διαπιστωθεί αν αυτή η εξέλιξη θα είναι συγκυριακή ή θα διαμορφωθεί σε τάση, τους επόμενους μήνες.
Π. Λιαργκόβας: «Ξεμένουμε πάλι από οξυγόνο»
«Είναι χειρότερο το πρώτο τρίμηνο του 2018 από το τελευταίο του 2017», επισημαίνει ο πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Παναγιώτης Λιαργκόβας. «Και η ανεργία έχει αυξηθεί, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, αλλά και συνολικά η οικονομία μοιάζει μετά τον Φεβρουάριο να ξεμένει πάλι από οξυγόνο. Ένα δυσμενές κλίμα άρχισε πάλι να εμφανίζεται, το οποίο αποτυπώνεται και στην πορεία του Χρηματιστηρίου, όπως και στα spreads που αυξάνονται ξανά», σημειώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Εξηγώντας τις αιτίες για το αρνητικό αυτό πρόσωπο της οικονομίας, αναφέρει ότι δεν έχει αυξηθεί η αξιοπιστία στην οικονομική πολιτική -και απτά δείγματα στην πραγματική οικονομία δεν υπάρχουν-, ενώ, πέρα από το επικοινωνιακό, όπως οι δηλώσεις για έξοδο στις αγορές, επενδυτικά σχέδια εκκρεμούν επί μήνες ή χρόνια στα συρτάρια υπουργείων. Εκτιμά ότι θα χρειασθεί μεγάλη προσπάθεια για να ξεπεράσουμε την αρνητική φήμη στις επενδύσεις, ενώ άλυτα παραμένουν ζητήματα βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.
Π. Τσακλόγλου: «Δεν δείχνουμε σημάδια δυναμισμού»
Σε λιγότερο από πέντε μήνες, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να πανηγυρίσει την «καθαρή έξοδο» της χώρας από τα μνημόνια, επισημαίνει ο Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην επικεφαλής του Σώματος Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ).
Τονίζει ότι οι εμπειρίες των άλλων χωρών που βγήκαν από μνημόνια δείχνει ότι σε αυτή τη φάση η οικονομία μας θα έπρεπε να βρίσκεται σε αναπτυξιακή δυναμική. Πόσο μάλλον που στην περίπτωση της Ελλάδας οι ταχείς ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης είναι αναγκαίοι για την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων την επόμενη πενταετία.
Όμως, η οικονομία δεν δείχνει σημάδια δυναμισμού. Αυτό φαίνεται να οφείλεται σε παράγοντες τόσο εσωτερικούς (ενδείξεις αδυναμίας έγκαιρης ολοκλήρωσης προαπαιτούμενων, προσυμφωνημένα δημοσιονομικά μέτρα για την επόμενη διετία, αβεβαιότητα ως προς τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους) όσο και εξωτερικούς (αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας, νευρικότητα στις διεθνείς αγορές, σύσφιγξη νομισματικής πολιτικής). Οπότε, ο δρόμος μετά την έξοδο σίγουρα δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα...
Γ. Προκοπάκης: «Το κλίμα θα χειροτερέψει»
«Μόλις φανούν οι πραγματικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους από το μαξιλάρι, το κλίμα θα γίνει ακόμη χειρότερο», σημειώνει ο σύμβουλος επιχειρήσεων και πρώην καθηγητής στο Παν/μιο Κολούμπια. Κι αυτό γιατί, όπως εξηγεί, η μόνη πραγματική διέξοδος της κυβέρνησης είναι η διέξοδος στον εσωτερικό βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Τακτική η οποία έχει δημιουργήσει ένα χρέος 40 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 20 δισ. ευρώ αφορούν μόνο τα repos, και οδηγεί σε ασφυξία την οικονομία, παγιδεύοντας την επόμενη κυβέρνηση, με επιτόκια παράλογα.
Αυτή η δημιουργική λογιστική, σύμφωνα με τον κ. Προκοπάκη, είναι σε γνώση των αγορών και σε συνδυασμό με το εγχείρημα της «καθαρής εξόδου» θα στερήσει αντί να προσθέσει ελευθερία κινήσεων στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης. Αυτός είναι και ο λόγος, όπως λέει, που οι αγορές δεν παίρνουν τοις μετρητοίς δηλώσεις, όπως οι πρόσφατες του πρωθυπουργού, για καθαρή έξοδο τον Αύγουστο. Διαφορετικά, το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς ομολόγου δεν θα βρισκόταν καρφωμένο εδώ και περίπου τρεις μήνες στο 4,3%...