Είναι φανερό πως οι μετρήσεις του πληθωρισμού το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει να δίνουν ελπίδες στις αγορές. Στις ΗΠΑ, ο πληθωρισμός του Οκτωβρίου ήταν λίγο χαμηλότερος από αυτό που περίμεναν οι αναλυτές και οι επενδυτές ενώ αυτός του Νοεμβρίου που ανακοινώθηκε προχθές ήταν σαφώς πιο ήπιος του αναμενομένου. Και στην Ευρωζώνη, για πρώτη φορά ύστερα από πολλούς μήνες, είχαμε μειωμένο πληθωρισμό σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, ενώ κάτι αντίστοιχο παρατηρήθηκε στις χθεσινές ανακοινώσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι εξελίξεις αυτές δεν πέρασαν καθόλου απαρατήρητες από τους επενδυτές. Παρά το ότι όλοι είναι βέβαιοι πως οι αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς θα συνεχίσουν για μερικούς μήνες ακόμα, η συμπεριφορά των αγορών ομολόγων, μετοχών και συναλλάγματος δείχνει ξεκάθαρα πως στο μυαλό των επενδυτών βρίσκεται ήδη το τέλος της πορείας αυξήσεως. Οι αποδόσεις όλων των κρατικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει σημαντικά το τελευταίο δίμηνο, οι αγορές μετοχών έχουν κινηθεί σαφώς ανοδικά και το δολάριο έχει χάσει πολύ σημαντικό μέρος των μεγάλων κερδών του απέναντι σε όλα τα μεγάλα νομίσματα.
Με λίγα λόγια, φαίνεται πως οι αγορές προεξοφλούν πως η μάχη κατά του πληθωρισμού βρίσκεται σε καλό δρόμο. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός πως η απόδοση των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ διετούς διαρκείας έχει υποχωρήσει προς το 4,20% από 4,70% πριν μερικές εβδομάδες, ενώ αυτή του ετήσιου έντοκου γραμματίου βρίσκεται τώρα κοντά στο 4,65%, από 4,83% μέσα στον Νοέμβριο. Αναφερόμαστε σε αυτά τα δύο παραδείγματα γιατί δείχνουν πως οι επενδυτές προσπαθούν να κοιτάξουν πέρα από το επόμενο εξάμηνο προεξοφλώντας πως τα επιτόκια αναφοράς θα φτάσουν μεν προς το 4,8% με 5% την ερχόμενη άνοιξη αλλά δεν θα μείνουν εκεί για πολύ καιρό.
Έχουν όμως δίκιο οι επενδυτές; Προφανώς δεν μπορούμε να απαντήσουμε επί της ουσίας, μπορούμε όμως με σχετική βεβαιότητα να πούμε πως οι διοικήσεις των κεντρικών τραπεζών δεν συμφωνούν ακριβώς. Για την ακρίβεια, μάλλον θεωρούν πως οι «πανηγυρισμοί» είναι πολύ πρόωροι. Το πόσο πρόωροι θεωρούνται φαίνεται από τις δηλώσεις τους το τελευταίο διάστημα και από την προσπάθειά τους να μειώσουν την επενδυτική αισιοδοξία. Ακόμα περισσότερο φαίνεται από τις επίσημες ανακοινώσεις των τραπεζών και τις απαντήσεις των διοικητών στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων μετά από κάθε συνεδρίαση των αρμόδιων επιτροπών τους που αποφασίζουν τις αυξήσεις των επιτοκίων. Μία τέτοια ευκαιρία δόθηκε χθες στον διοικητή της Fed Τζερόμ Πάουελ και θα δοθεί σήμερα στην Κριστίν Λαγκάρντ της ΕΚΤ και σε πολλούς άλλους συναδέλφους τους ανά τον κόσμο, όπως είχαμε δει την Δευτέρα (Τι «βλέπουν» οι αγορές για Fed και ΕΚΤ | Liberal.gr).
Όπως ήταν αναμενόμενο, το επιτόκιο αναφοράς αυξήθηκε κατά 0,50% και ανέβηκε στην περιοχή του 4,25% με 4,50%. Αυτό όμως ήταν κάτι που δεν απασχολούσε και πολύ τους επενδυτές, καθώς το είχαν καταστήσει αρκετά σαφές οι αξιωματούχοι της Fed τις τελευταίες εβδομάδες. Το επενδυτικό ενδιαφέρον εστιαζόταν στις εκτιμήσεις των μελών της επιτροπής της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας για το ύψος στο οποίο θα σταματήσει η άνοδος των επιτοκίων, για το πότε θα αρχίσει η αντίστροφη πορεία και στις εκτιμήσεις των οικονομολόγων της Τράπεζας για την οικονομική ανάπτυξη και την ανεργία την επόμενη χρονιά.
Εδώ υπήρχε μία μικρή έκπληξη, καθώς τα μέλη της επιτροπής τοποθετούν πλέον την κορύφωση της πορείας αύξησης των επιτοκίων στο 5,1% (κατά μέσο όρο), κάπως παραπάνω από την τελευταία φορά όταν την έβλεπαν στο 4,8%. Τα μέλη της επιτροπής βλέπουν την έναρξη μίας διαδικασίας μείωσης των επιτοκίων κάποια στιγμή μέσα στο 2024, στο τέλος του οποίου εκτιμούν πως θα έχουν υποχωρήσει προς το 4,10%.
Όσον αφορά στις εκτιμήσεις για την οικονομική ανάπτυξη και το ποσοστό ανεργίας, είχαμε μικρές διαφοροποιήσεις από την αμέσως προηγούμενη συνεδρίαση της επιτροπής στις αρχές του Νοεμβρίου. Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ο διοικητής Πάουελ δεν επιφύλαξε καμία αρνητική έκπληξη στις αγορές. Είπε φυσικά αυτό που λέει πάντα εδώ και μερικούς μήνες, ότι δηλαδή η Fed δεν πρόκειται να χαλαρώσει τη στάση της και θα ανεβάσει τα επιτόκια όσο χρειάζεται μέχρι να πλήξει καίρια τον πληθωρισμό.
Η αντίδραση των αγορών έδειξε πως οι επενδυτές δεν φοβήθηκαν και πολύ. Μπορεί να οδήγησαν τις χρηματιστηριακές σε έντονα αρνητικό έδαφος αμέσως μετά την ανακοίνωση της αύξησης των επιτοκίων και την δημοσιοποίηση της ανακοίνωσης της επιτροπής αλλά καθώς περνούσε η ώρα μάλλον το σκέφθηκαν καλύτερα και συνειδητοποίησαν πως στην ουσία δεν έμαθαν κάτι καινούριο ούτε άκουσαν κάτι που δεν έχουν ήδη φανταστεί. Μπορεί η πρόβλεψη της επιτροπής για το τελικό επίπεδο των επιτοκίων να ανέβηκε από το 4,80% στο 5,10% αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά: στο σχετικό προϊόν που διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο του Σικάγου είναι φανερό εδώ και καιρό πως σχεδόν οι μισοί επενδυτές περιμένουν πως τα επιτόκια θα ξεπεράσουν το 5% μέσα στο 2023.
Έτσι λοιπόν φτάσαμε στο τέλος της χρηματιστηριακής συνεδρίασης με τον δείκτη S&P 500 να κλείνει λίγο κάτω από τις 4.000 μονάδες δηλαδή κατά 0,61% χαμηλότερα από την συνεδρίασης της Τρίτης. Κάτι αντίστοιχο έγινε στις αγορές ομολόγων όπου το ανοδικό τίναγμα των αποδόσεων τους αμέσως μετά τις ανακοινώσεις της Fed ξεθύμανε γρήγορα και οι αποδόσεις επέστρεψαν στην αφετηρία τους. Η εικόνα ψυχραιμίας στις αγορές μετοχών και ομολόγων δείχνει πως οι επενδυτές μάλλον βλέπουν μισογεμάτο το ποτήρι όσον αφορά στην καταπολέμηση του πληθωρισμού θεωρώντας πως έχει αρχίσει η αντίστροφη πορεία και τους επόμενους μήνες θα έχουμε όλο και άλλες ανακοινώσεις που θα επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως εκτός από την αμερικανική κεντρική τράπεζα υπάρχει και η Ευρωπαϊκή, η οποία αναμένεται να προχωρήσει σε μία αύξηση επιτοκίων κατά 0,50%, όπως ακριβώς έκανε χθες η Fed. Μας φαίνεται όμως κάπως δύσκολο να πιστέψουμε πως οι ανακοινώσεις που θα συνοδεύσουν την αναμενόμενη αύξηση ή οι απαντήσεις που θα δώσει η Κριστίν Λαγκάρντ στην συνέντευξη Τύπου που θα ακολουθήσει θα κάνουν μεγάλη ζημιά στην διάθεση των επενδυτών. Αν κάτι θα μπορούσε να ταράξει τα νερά αυτό, αυτό θα ήταν σχετικό με την έναρξη του προγράμματος μείωσης των περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ, δηλαδή των τρισεκατομμυρίων Ευρώ σε ομόλογα που έχει αγοράσει τα τελευταία χρόνια. Αυτό όμως μας φαίνεται κάπως απίθανο, καθώς το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η Κριστίν Λαγκάρντ είναι μία αναταραχή στην αγορά ομολόγων.
Για να επιστρέψουμε στο αρχικό μας ερώτημα, τολμούμε να πούμε πως αυτή την στιγμή οι αγορές έχουν αρχίσει να πιστεύουν πως η απάντηση σε αυτό είναι θετική.
Όσο και να προσπαθούν οι κεντρικοί τραπεζίτες να προσγειώσουν τις αγορές (χωρίς όμως να τις πανικοβάλλουν κιόλας), οι επενδυτές δεν έχουν αυτή την στιγμή διάθεση να τους λάβουν σοβαρά υπόψη. Ίσως γιατί πιστεύουν πως όπως άργησαν να καταλάβουν πως ο πληθωρισμός είχε ξεφύγει επικίνδυνα, έτσι θα αργήσουν να καταλάβουν πως η πολιτική αύξησης των επιτοκίων σε συνδυασμό με την εξομάλυνση των διαφόρων ακραίων καταστάσεων που είχε προκαλέσει η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες τον έχει χτυπήσει αποφασιστικά. Κάποια στιγμή στις αρχές του 2023 ίσως να μπορέσουμε να καταλάβουμε ποια πλευρά έχει δίκιο.