Η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά ανοίγει αναμφισβήτητα ένα νέο κεφάλαιο για τη Νέα Δημοκρατία και προσθέτει και την κυβερνητική παράταξη στη λίστα των κομμάτων, που αντιμετώπισαν εσωκομματικές αναταράξεις μετά τις ευρωεκλογές. Ο πρώην πρωθυπουργός θα είναι επισήμως από αύριο το βράδυ -οπότε θα συνεδριάσει η επιτροπή δεοντολογίας της ΝΔ- ανεξάρτητος βουλευτής. Για όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις, η συζήτηση πλέον περιστρέφεται, αφενός στην επόμενη κίνηση του Αντώνη Σαμαρά, αν υπάρξει, αφετέρου στη στάση, που θα τηρήσουν βουλευτές, οι οποίοι πρόσκεινται στον πρώην πρωθυπουργό.
Για την κυβέρνηση, η προέκταση της προφανούς συζήτησης είναι και το πώς θα επιτύχει να κλείσει τις «ρωγμές», που επιτρέπουν να καλλιεργείται ένα αφήγημα περί ύπαρξης χώρου στα δεξιά της και οδηγούν στην ενίσχυση παλαιών και νέων κομματικών σχηματισμών αυτού του χώρου.
Μετά τη συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά, που τον οδήγησε εκτός ΝΔ, στενός του συνεργάτης, ο Νίκος Τσούτσιας χαρακτήρισε ουσιαστικά «γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ» και «Ποτάμι» τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη και άφησε ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα για τη δημιουργία νέου κόμματος από τον πρώην πρωθυπουργό.
Είναι εμφανές ότι οι επόμενες κινήσεις του κ. Σαμαρά θα εξαρτηθούν εν πολλοίς και από τη στάση, που θα τηρήσουν οι πολιτικοί του φίλοι, εντός κοινοβουλευτικής ομάδας - σημειώνεται ότι όλα τα στελέχη που έχουν τοποθετηθεί δημοσίως έως τώρα έχουν χαρακτηρίσει ουσιαστικά μονόδρομο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη τη διαγραφή Σαμαρά - αλλά και από τη στάση του Κώστα Καραμανλή, η πρώτη αντίδραση του οποίου ήταν να διευκρινίσει ότι ουδεμία προσυνεννόηση των δύο υπήρξε για την υπόδειξή του ως το καταλληλότερο πρόσωπο για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, το Μέγαρο Μαξίμου σχεδιάζει το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί, με γνώμονα τα νέα δεδομένα. Η διαγραφή Σαμαρά αποτέλεσε την πρώτη και καταλυτική κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, απέναντι σε ένα κλίμα εσωστρέφειας και αστερίσκων, που το τελευταίο διάστημα είχε αρχίσει να καλλιεργείται, με σημείο εκκίνησης την ψήφιση του νόμου για την ισότητα στον γάμο, με αποκορύφωμα τη συνέντευξη Σαμαρά, «προεόρτια» οι δηλώσεις του στο Πολεμικό Μουσείο και τη Λευκωσία και «παρελκόμενα» τις διάφορες ερωτήσεις βουλευτών που ασκούσαν κριτική σε σειρά κυβερνητικών παρεμβάσεων, σε τόνο μάλλον πιο έντονο από την αναμενόμενη ενασχόληση με θέματα που απασχολούν την κοινωνία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαμηνύει με την απόφασή του, ότι δυόμισι χρόνια πριν τις επόμενες εθνικές εκλογές δεν θα δεχθεί καμία κίνηση υπονόμευσης, ούτε έχει σκοπό να καταστεί δέσμιος εσωκομματικών συσχετισμών ή πιέσεων.
Επόμενο βήμα είναι η «κατάρριψη» στην πράξη του αφηγήματος, που ο κ. Σαμαράς επεδίωξε να «χτίσει», περί απομάκρυνσης της Νέας Δημοκρατίας από τις αρχές και τις αξίες της, τόσο στην εσωτερική ατζέντα, όσο και πρώτιστα, στην εξωτερική πολιτική. Το «όχημα» για το βήμα αυτό δεν θα είναι η αλλαγή πολιτικής, αλλά αντίθετα η επικοινωνία και η έμφαση στην εφαρμοσμένη πολιτική της κυβέρνησης.
Κυβερνητικά στελέχη σημειώνουν ότι απέναντι στα ερωτήματα περί δεξιάς ή κεντρώας πολιτικής, η απάντηση βρίσκεται στο ερώτημα του αν είναι ή όχι επωφελής για τη χώρα η πολιτική, που ήδη υλοποιείται. Για παράδειγμα, η εξωτερική πολιτική έχει οδηγήσει σε ισχυροποίηση της χώρας διεθνώς, σημειώνουν, η ελληνοτουρκική προσέγγιση έχει παράξει αποτελέσματα, όπως ο μηδενισμός των παραβάσεων και παραβιάσεων και η αύξηση Τούρκων τουριστών στα νησιά, τα εξοπλιστικά προγράμματα, που υλοποιούνται βάζουν τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας σε νέα εποχή, η μεταναστευτική πολιτική έχει ως αποτέλεσμα τον έλεγχο των ροών, η λειτουργία της αστυνομίας έχει ενισχυθεί, ο ποινικός κώδικας έχει αυστηροποιηθεί.
Κορυφαίοι υπουργοί, όπως ο Μάκης Βορίδης, διερωτώνται, λοιπόν, αν όλα αυτά αποτελούν δεξιά ή κεντρώα πολιτική, απαντώντας ότι αποτελούν πολιτικές, που αποδίδουν αποτελέσματα. Πολύ πρόσφατα, άλλωστε, στην επέτειο των 50 χρόνων από την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επικαλούμενος ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε επιχειρήσει να βάλει τέλος στη συζήτηση αυτή, περί του ιδεολογικού προσήμου της κυβέρνησης και του κόμματός του.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι κόμματα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, συνεχίζουν να ενισχύονται, αποτελεί «καμπανάκι» για το Μέγαρο Μαξίμου ότι, όσα η κυβέρνηση επιτυγχάνει, θα πρέπει να τα επικοινωνήσει πιο αποτελεσματικά για να πείσει όσους διατηρούν αμφιβολίες ή αναζητούν σε άλλους χώρους «καθησυχαστικές» απαντήσεις. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, δεδομένου ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να διατηρηθούν οι «κώδικες επικοινωνίας» και με τον μεσαίο χώρο, που τα τελευταία οκτώ χρόνια ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κατορθώσει να αναπτύξει.
Η κυβέρνηση συνεχίζει να διαψεύδει κατηγορηματικά κάθε σενάριο περί αλλαγής του εκλογικού νόμου, αλλά και πρόωρων εκλογών, σενάριο, που, έστω και δειλά, αναπτύχθηκε στον απόηχο των τελευταίων εξελίξεων. Το πρώτιστο, σημειώνεται από το κυβερνητικό επιτελείο, είναι να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα στη χώρα, αναγκαία συνθήκη για να συνεχιστεί η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, η ενίσχυση των εισοδημάτων και η αναβάθμιση της υγείας και του κράτους. Η ψήφιση του προϋπολογισμού θα είναι η επόμενη κομβική στιγμή, πριν αρχίσει, με την έλευση του νέου έτους, η συζήτηση για την Προεδρία της Δημοκρατίας, που δεν αποκλείεται να δοκιμάσει εκ νέου το πολιτικό σκηνικό.