Ο ΣΥΡΙΖΑ εν πολλοίς υπήρξε μια ιστορική παρεξήγηση. Ή μια εθνική παράκρουση μέσα στις συνθήκες της κρίσης. Η διακυβέρνησή του ανέδειξε σε παγκόσμια κλίμακα (όπως άλλωστε παλαιότερα, την περίοδο 1981-84, η πρώτη κυβερνητική περίοδος του Μιττεράν, επί πρωθυπουργίας Πιέρ Μωρουά) τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι αριστερές ιδεοληψίες, όταν δεν αρκούνται σε εφαρμογή αναγκαίων και ώριμων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, αλλά επιχειρείται να εφαρμοστούν πλήρως και με ιδεολογική ακαμψία.
Σήμερα, η μεν νέα «πλειοψηφία» του κόμματος δείχνει και πάλι να εμπνέεται από την παραδοσιακή κουλτούρα του «γκρουπούσκουλου», ο δε Κασσελάκης -ο οποίος έκανε το λάθος όχι απλώς να επιχειρήσει ιδεολογικές μετακινήσεις πολύ πέρα από τις ανοχές και αντοχές ενός ελληνικού αριστερού κόμματος, αλλά το έκανε πριν καταγράψει εκλογικές επιτυχίες τέτοιες που θα τον καθιστούσαν εσωκομματικά πανίσχυρο- μόνο σε ένα μικρό προσωποπαγές κόμμα θα μπορούσε να προσβλέπει. Μόνη λοιπόν εκκρεμότητα στον χώρο αυτόν, που κονιορτοποιείται, είναι οι πιθανές διεργασίες που θα μπορούσε να δρομολογήσει ενδεχόμενη επαναδραστηριοποίηση του Τσίπρα.
Αυτή η εξέλιξη/αποσύνθεση δίνει συνακόλουθα ζωή και στα τρία κόμματα -ίσως σύντομα γίνουν περισσότερα- που προέρχονται από τις σάρκες του άλλοτε μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ, αφαιρώντας από αυτόν κάθε δυνατότητα και κάθε προοπτική να λειτουργήσει ως ισχυρό κόμμα εξουσίας.
Αντιστοίχως η ενίσχυση (λόγω διεθνούς κλίματος και πανευρωπαϊκής σχεδόν τάσης, μεταναστευτικού, ακρίβειας, εγκληματικότητας, κρίσης στέγης, επιδιωκόμενης προσέγγισης με την Τουρκία κ.ο.κ.) δυνάμεων κινούμενων στο ευρύτερο κεντροδεξιό ημισφαίριο της πολιτικής, αλλά τοποθετούμενων πολύ δεξιότερα της ΝΔ -η οποία και αποδυναμωμένη είναι σήμερα και ισχυρότερους από ποτέ τριγμούς στο εσωτερικό της υφίσταται- αποκλείει την παραμονή της σήμερα κυβερνώσης παράταξης σε ρόλο και θέση που θα της επέτρεπε να προσφέρει και μετά τις επόμενες εκλογές προοπτική μονοκομματικής διακυβέρνησης της χώρας.
Ακόμη και αν κατορθώσει να απορροφήσει τους σημερινούς κλυδωνισμούς, ιδιαίτερα την από τα δεξιά αμφισβήτηση της ηγεσίας της, και κατορθώσει να διατηρήσει την εσωτερική συνοχή της. Κάτι τέτοιο θα φάνταζε εξαιρετικά δύσκολο ακόμη και αν δεν είχε αλλάξει, προς την κατεύθυνση του άλλαξε, ο εκλογικός νόμος.
Από τις λεγόμενες «ενδοσυστημικές» δυνάμεις, από αυτές που έχουν κουλτούρα δικαυβέρνησης και όχι διαμαρτυρίας, σε καλύτερη φάση υγείας και με ανοδική δυναμική ασφαλώς και δείχνει σήμερα το ΠΑΣΟΚ. Είναι, ωστόσο, εξαιρετικά απίθανο να φτάσει σε μεγέθη που θα μπορούσαν να το καταστήσουν αυτοτελώς κυβερνώσα δύναμη: Και γιατί ο αρχηγός που τελικά επέλεξε -ίσως ως αποτέλεσμα της έκβασης του 1ου γύρου των εσωκομματικών εκλογών-, «πολιτικό ζώο» οπωσδήποτε, μπορεί μεν να απέδειξε πολιτικές αντοχές και ικανότητες, ωστόσο γενικώς θεωρείται χαμηλής «πρωθυπουργησιμότητας»… Αλλά και γιατί κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μια δικομματική δόμηση του πολιτικού συστήματος, με αναβίωση του παλιού δικομματισμού, την ώρα που κατά τα προλεχθέντα η τάση όχι μόνο δεν είναι προς τη συγκέντρωση σε δύο πόλους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, αλλά είναι προς την ακραία κονιορτοποίηση του κομματικού συστήματος.
Τούτων λοιπόν δοθέντων, είτε οδηγηθούμε σε επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων, λόγω των αποσυνθετικών διεργασιών στο εσωτερικό της σήμερα κυβερνώσης ΝΔ (οι οποίες μπορεί και να δυναμώσουν κατά τη διαδικασία της προεδρικής εκλογής), είτε πορευτούμε προς εξάντληση του κανονικού εκλογικού κύκλου, η μετεκλογική κυβερνησιμότητα της χώρας φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Μολονότι το εξαιρετικά «καταιγιδώδες» διεθνές περιβάλλον θα επέβαλλε κυβερνητική σταθερότητα.
Επιπρόσθετα, οι δραματικές συνέπειες -ιδίως για το σήμερα ανακάμπτον κόμμα του κ. Ανδρουλάκη- της πρόσφατης συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ καθιστά εξαιρετικά απίθανη την αναπαραγωγή ενός τέτοιου σεναρίου. Τελικά, ως πιθανότερη εξέλιξη φαίνεται, με όλες τις τεράστιες δυσκολίες της, η δημιουργία ενός -αμφίβολης βιωσιμότητας ασφαλώς- ευρύτερου φάσματος κυβερνητικού σχήματος. (Στο οποίο ίσως δε θα ήταν αδύνατη και η συμμετοχή του -πιθανού μελλοντικού προσωποπαγούς- κόμματος του κ. Κασσελάκη, εφόσον αυτό επιβιώσει εκλογικά και αντιπροσωπεύεται κοινοβουλευτικά.)
Σε κάθε περίπτωση η κυβερνητική σταθερότητα που έχουμε από το 2019 δύσκολα θα αναπαραχθεί στο ορατό μέλλον.
ΥΓ. Με βάση την ανάλυση που προηγείται η προτίμηση πολλών -π.χ. του Πέτρου Ευθυμίου, αλλά και άλλων- για επιστροφή σε έναν «υγιή δικομματισμό» αποτελεί μάλλον ευχή παρά προοπτική. Επιπρόσθετα για να υπάρξει δικομματισμός χρειάζεται μεν ώθηση από το εκλογικό σύστημα: 200 π.χ. από τους 300 βουλευτές να εκλέγονται πλειοψηφικά σε μονοεδρικές περιφέρειες ίσως θα αποτελούσε μια ορθολογική επιλογή.
Ο «υγιής δικομματισμός» πάντως δεν ευνοείται από εκλογικό σύστημα όπως το παρόν, ακόμη και αν οι εκλογικοί συσχετισμοί επέτρεπαν τη δικομματική δόμηση του κομματικού πεδίου: Όταν ολόκληρο το μπόνους -που σήμερα μπορεί να είναι από 20 έως 50 πλειοψηφικά παρεχόμενες έδρες- εξαρτάται από μια ψήφο διαφορά, τότε ο ακραίος ανταγωνισμός μεταξύ των μεγαλύτερων κομμάτων οδηγεί σε πλειοδοσίες παροχών σαν αυτές που τόσο κακό έκαναν στο παρελθόν και, με τα Ζάππεια κ.λπ., εμπόδισαν τόσο πολύ την ελληνική κοινωνία να συνειδητοποιήσει έγκαιρα την πραγματικότητα.
*Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του έργου «Ελευθέριος Βενιζέλος, Πλαστουργός Ιστορίας, ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα», που κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Είναι επίσης συγγραφέας του έργου «Το πολιτικό Σύστημα των ΗΠΑ, Ένας ιδιόρρυθμος δικομματισμός», που εξεδόθη το 2012 από τις εκδόσεις Πατάκη.