Ο παραλληλισμός είναι αναπόφευκτος παρατηρώντας τα πεσμένα φύλλα και έπειτα ρίχνοντας ένα βλέμμα προς τον κορμό του δέντρου: ενέχουν γραμμώσεις στην επιφάνειά τους, αντίστοιχες θα λέγαμε με τις λεπτές – σχεδόν διαφανείς – καμπυλωτές «γραμμούλες» στα δάχτυλά μας. Το άγγιγμα με οδηγό τα δάχτυλά μας είναι ένας τρόπος να ανακαλύψουμε τον κόσμο, όσο για την αίσθηση τοποθέτησης των χεριών στον κορμό του δέντρου, δεν αποτυπώνεται εύκολα με λέξεις· η νηνεμία και η ευφορία την πλησιάζουν.
Χρήση ποιητικής ματιάς θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα φύλλα που πέφτουν το φθινόπωρο από τα δέντρα αλλάζουν χρώμα, καθότι έχει χαθεί η επαφή τους με τη ζωή. Ο ψυχισμός τους σταδιακά αφαιρείται και έτσι δεν είναι πλέον μαλακά, γίνονται ξερά και έπειτα, από πράσινα αλλάζουν σε καφετί, όπως το χώμα, καταλήγοντας εκεί από όπου προήλθαν.
Με μία διαφορετική ματιά, η χειραψία μεταξύ των ανθρώπων παρομοιάζεται με τον χαιρετισμό των φύλλων μεταξύ τους παραδομένα στον ρυθμό του ανέμου· είτε ζεστή είτε κάπως παγωμένη ελέω καιρικών συνθήκων – εσωτερικών και εξωτερικών – η χειραψία, δεν παύει να είναι μαλακή, όπως η επιφάνεια των φύλλων. Μία ακόμη ομοιότητα μεταξύ της χειραψίας και των φύλλων των δέντρων είναι η παροδικότητα. Και η εποχή που διανύουμε – το φθινόπωρο μιας και βρισκόμαστε στον Οκτώβριο και η ψύχρα κάνει δειλά την εμφάνισή της – επιτάσσει με τον δικό της τρόπο έναν αναστοχασμό, μία επαλήθευση, ενίοτε ανανέωση ή και απομάκρυνση.
Άλλωστε, τα φύλλα των δέντρων πέφτουν σταδιακά και εδώ δημιουργείται μία τρόπον τινά «εξίσωση»: κάθε δέντρο ισούται με κάθε έναν εκ των ανθρώπων,και τα φύλλα με τον περίγυρό του. Ορισμένα δε, φύλλα, έχουν γίνει καφετί προτού καν πέσουν από το δέντρο, σαν να έγκειται στην απόφαση του δέντρου εάν θα το αφήσει να «φύγει» δεχόμενο ότι η παραμονή του έχει «λήξει» ή εάν θα του κόψει το κοτσάνι, με το δικό του τρόπο. Ή, εάν το φύλλο αποχωρήσει μόνο του από το κλαδί.
«Γέννημα» παρατήρησης της φύσης τα παραπάνω, απότοκο επίσης εσωτερικής ζύμωσης κατά την παρατήρηση έργου της Χρύσας Βέργη (γενν. 1959), που είχε φιλοτεχνηθεί το 2022. Αμφότερα, δημιουργούν τις συνθήκες ποιητικής αδείας για τον τίτλο του παρόντος σημειώματος.
Άρτια στην τεχνική της, η ζωγράφος αποτυπώνει την ευαίσθητή της ματιά και την ομορφιά του φυσικού τοπίου με τρόπο τέτοιο ώστε το φιλότεχνο κοινό να δημιουργεί τους δικούς του συνειρμούς. Το υγρό στοιχείο και το φυσικό τοπίο είναι η σταθερά της στο τελάρο. Η ίδια, μέσα από το corpus των έργων της, υπογραμμίζει την ανάγκη σταθερότητας σε ένα ρέοντα κόσμο. Κάνοντας καθέναν από εμάς να διερωτηθεί, να εκτιμήσει ή να επαληθεύσει τις σταθερές του ή όποιες θεωρούσε σταθερές.
Έργο της Χρύσας Βέργη φιλοτεχνημένο το 2022 (τμήμα του έργου στην κεντρική φωτ. του παρόντος σημειώματος)
Στη ζωγραφική σύνθεση που αναφερόμαστε (παραπάνω εικόνα) εντοπίζουμε τη σταθερά στον δεντρικό κορμό, το οποίο μπορεί επίσης να παρομοιαστεί με τον άνθρωπο. Τα κλαδιά που απλώνονται «διαβάζονται» ως οι επιλογές, συναναστροφές ή αποφάσεις και τα φύλλα ως ο ανθρώπινος περίγυρος κάθε είδους σχέση.
Η διαφορά του δέντρου με τον άνθρωπο έγκειται ότι στον τελευταίο, παρά την εναλλαγή των εποχών και των καιρικών συνθηκών – ευνοϊκών και δυσχερών – ορισμένα φύλλα (άνθρωποι) παραμένουν στα κλαδιά. Διότι το «μαζί» είναι παντοδύναμο και η ανάγκη για ζεστασιά, απαλότητα και αποδοχή, επιθυμητή παντός καιρού.
«Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου/ να γείρει η χαμένη ζωή μου. … Σ’ εκείνους που μέσα σε θυελλώδεις νύχτες εξεγέρσεων/ ψάχνουν για ένα φεγγάρι παιδικό./ Σ’ αυτούς που δεν τους έμεινε καιρός./ Σ’ εκείνους που τους ξέχασαν,/ στη γλυκύτητα του ύπνου όταν όλοι μας είχαν εγκαταλείψει./ Στους καθρέφτες που κοιταχτήκαμε,/ στις θάλασσες που δεν θα ταξιδέψουμε./ Στα μονοπάτια που περπατήσαμε ερωτευμένοι κι ίσως να μην ξαναγυρίσαμε από τότε./ Στη Μοίρα, στην ωραία νεότητα» όπως αναφέρει – μεταξύ άλλων – ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) στο ποίημά του «Φθινόπωρο» (από την ποιητική συλλογή «Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου»).
Υπενθυμίζοντάς μας – μεταξύ άλλων – όπως και Χρύσα Βέργη, ότι το φθινόπωρο είναι ένας διαφορετικός καθρέφτης αναστοχασμού.