Ένα από τα πολλά συναρπαστικά που συναντά κανείς στις σελίδες της ιστορίας είναι οι αφανείς ήρωες. Εκείνοι που αποδεικνύουν πως το ήθος, η μεγαλοψυχία και το φιλότιμο δεν έχουν όρια. Μία τέτοια περίπτωση είναι και ο 25χρονος Γιώργος Ανεμογιάννης που χάρην καταγωγής του (από τους Παξούς) λεγόταν και Παξινός.
Ιούνιος 1821. Οι πρώτες νίκες έχουν ήδη σημειωθεί στην Πελοπόννησο, ωστόσο στη Ναύπακτο «ο από θαλάσσης τηλεβολισμός και ο από γης πυροβολισμός», ανάγκασε μεν τους Τούρκους να περιοριστούν στην οχυρωμένη ακρόπολη, αλλά η έφοδος που ακολούθησε (6 Ιουνίου) από την ξηρά απέτυχε.
Το νέο σχέδιο
Ο υποπλοίαρχος Γεώργιος Μιριαλής προτείνει στη μοίρα του ελληνικού στόλου να μετασχηματίσει πρόχειρα ένα πλοίο σε «πυρπολικόν». Το σχέδιο είναι να πάει καταπάνω στον τουρκικό στόλο για να κατακάψει όσα περισσότερα εχθρικά πλοία γίνεται. Για να προκληθεί η έκρηξη απαιτείται συνοδευτική λέμβος που μεταφέρει το πυρ και την οποία θα διευθύνει ο ίδιος με τους κωπηλάτες του.
Οι πλοίαρχοι συμφωνούν και αναζητούν ποιος θα είναι αυτός που θα αναλάβει να ηγηθεί του πυρπολικού. Τότε παρουσιάζεται μπροστά τους αυτοθελήτως ο Ανεμογιάννης «εις ναύτης ηλικίας εικοσιπέντε ετών» και υπόσχεται τη διοίκηση του πηδαλίου.
Ο νέος αυτός ανήκει στο πλήρωμα του πλοίου της Μπουμπουλίνας «Οι Σύμμαχοι» με πλοίαρχο τον Νικόλαο Ορλώφ. Οι επικεφαλής «πλήρεις ήδη χαράς και εκ περισσού θαυμάζοντες τον νέον», τον ρωτούν αμέσως τι επιθυμεί ως αντάλλαγμα. Ο Παξινός απαντά: «Δεν θέλω τώρα τίποτε. Εαν θέ δώση ο Θεός κ'επιτύχω, τότε θα σας πάρω από δέκα τάλλαρα, για να κάμω ένα χάρισμα της αρραβωνιαστικής μου».
Το χρονικό της επιχείρησης
Ο Γ. Μιριαλής κατηύθυνε την επιχείρηση από τη βάρκα που συνόδευε το πυρπολικό. Γρήγορα έγιναν αντιληπτοί από τον τουρκικό στόλο και το φρούριο και αμέσως άρχισαν οι πυροβολισμοί. Ο Μιριαλής τότε από κακό υπολογισμό, βιάστηκε να βάλει τη φωτιά και έκοψε το σκοινί. Η πλώρη ήδη είχε αρπάξει φωτιά και εξαπλώνονταν ταχύτατα. Αμέσως φώναξε στον Ανεμογιάννη να πέσει στη θάλασσα να σωθεί. Ο Ανεμογιάννης καταλαβαίνει ότι αν έπεφτε, το πλοίο θα καιγόταν χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι, αποφασίζει να συνεχίσει ακάθεκτος στο πηδάλιο, ώστε να πετύχει το σκοπό του, φωνάζοντας «Ελευθερία ζητάτε μωρ'αδέλφια, κ' εγώ διά την πίστην μας θελ' αποθάνω πρώτος, μα την χρυσή πατρίδα μας, αν δεν μας καή ο φλόκος».
Ο αυτόπτης μάρτυρας, Ιωάννης Αθανασόπουλος, ναύτης του σπετσιώτικου πλοίου «Λυκούργος» περιγράφει τις τελευταίες σκηνές: «Μη δυνηθείς να διευθύνη το μπουρλότο από τάς λάβρας του μπουρλότου, έπεσεν είς την θάλασσαν και με το μαχαίρι είς το χέρι τον έπιασαν οι άπιστοι και τον εσούγλισαν».
Η σύλληψη και το μαρτυρικό τέλος
Ο Παξινός πιάστηκε από τους Τούρκους και οι Έλληνες πλοίαρχοι τους πρότειναν να τον ανταλλάξουν με Τούρκους αιχμαλώτους. Οι Τούρκοι αρνούνται την πρόταση και αποφασίζουν το μαρτυρικό τέλος του.
Δεν τον σκότωσαν με βόλι ακαριαία, αλλά «τον έψησαν ως αρνίον είς τό πύρ, υπό την όψιν του Ελληνικού στολίσκου» και έπειτα τον κρέμασαν στα τείχη του κάστρου για μέρες, ώστε να αποδυναμώσουν το ηθικό των Ελλήνων. Το κατάφεραν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η αρραβωνιαστικιά του Κωνσταντίνα Λέκκα, η οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία του ερευνητή Θ. Βελλιανίτη, καταγόταν κατά πάσα πιθανότητα από ηπειρώτικη οικογένεια και είχε καταφύγει στους Παξούς, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πέθανε το 1871.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από:
- Ιωάννου Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ', Αθήνα, 1860.
- Αναστασίου Ορλανδού, Ναυτικά, τ΄. Α, Αθήνα, 1869.