Κανακεύοντας το δάσος

Κανακεύοντας το δάσος

Στο βιβλίο τους «Εξέγερση και Μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας» («Εναλλακτικές εκδόσεις», 1999), οι Michael Löwy και Robert Sayre αναφέρουν –μεταξύ άλλων– ότι, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στη φύση γίνεται ένα με εκείνη, καθώς νιώθει ότι επιστρέφει στις «ρίζες» του, στην αυθεντικότητά του. Και σαν μελαγχολήσει λόγω της απομάκρυνσής του από τη φύση, «εξεγείρεται» ώσπου να βρεθεί ξανά κοντά της, τη λαχταρά.

Η αίσθηση της αναζωογόνησης και της χαράς της ζωής που πηγάζει από την επαφή του ανθρώπου με τη φύση ενδεχομένως να χαρακτηρίζουν το έργο «Take these trees and throw them to the river» (2015) του Βασίλη Πέρρου (γενν. 1981). Από το σκοτάδι ξεπροβάλλει μία ανδρική γυμνή φιγούρα που κοιτά με στοργή και αγάπη τα περισσότερα από ένα δέντρα που κρατά στα χέρια, με το βλέμμα να πέφτει ευθύς στη φυλλωσιά, τις διακλαδώσεις και τις ρίζες τους· όλα τους, όπως και ο άνθρωπος, φωτίζονται από ένα φως το οποίο πιθανώς εκπέμπεται κατά την επαφή του ανθρώπινου σώματος με τις ρίζες των δέντρων – εκεί από όπου ξεκινά να αναπτύσσεται κι έπειτα να στηρίζεται το δέντρο.

Με την εργασία των χεριών του άνδρα –σκάψιμο, μετέπειτα φροντίδα– τα δέντρα μεγάλωσαν, κρατώντας το αποτέλεσμα του χρόνου που αφιέρωσε. Η τοποθέτηση των δέντρων μπροστά από το στήθος του δημιουργεί έναν συνειρμό ανάμεσα στους πνεύμονες του ανθρώπινου οργανισμού και στους «πνεύμονες» του πλανήτη που αποτελούν τα δάση.

Το έργο θα μπορούσε επίσης να ενταχθεί στη θεματική εκείνη της ομοιότητας της φύσης με το ανθρώπινο σώμα. Εκτός από την παρομοίωση με τους πνεύμονες, οι ρίζες παραπέμπουν στις φλέβες και τις αρτηρίες, τα χέρια στα κλαδιά, και οι ρυτίδες έκφρασης που ελαφρώς διακρίνονται στο πρόσωπο, όμοιες με την επιφάνεια του κορμού των δέντρων που μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου· καθ’ ότι «κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος» (Ο. Ελύτης, «Η Μαρίνα των βράχων»).

Η αναντιστοιχία στο μέγεθος –ο άνθρωπος μεγαλύτερος από τα δέντρα– ίσως τονίζει τη συμβολή του στην ανάπτυξη των δέντρων, με μία υπόνοια δεντροφύτευσης, ενώ ο τίτλος υπογραμμίζει την συν-παρουσία της φύσης (το ποτάμι) για την όποια ανάπτυξή τους.

Βασίλης Πέρρος, «Take these trees and trow them to the river» (2015, τμήμα του έργου στην κεντρική φωτ.)

Μία παρόμοια ζωγραφική σύνθεση του Πέρρου, με ένα μικρό παιδί να κρατά μία μικρή κιβωτό στην οποία μεγαλώνει ένα δέντρο πλάι σε περίπου 18 αναμμένα κεριά («Τα τιμαλφή», 2020), πιθανώς συνδέεται με την επιθυμία των παιδιών να διαφυλάξουν αναλλοίωτο το φυσικό περιβάλλον.

Εικάζω ότι ο τρόπος με τον οποίο το παιδί κρατά τη μικρή κιβωτό από κοινού με την παρουσία κεριών, είναι μία τρόπον τινά προσφορά στο μέλλον. Και ο άνδρας που απεικονίζεται στη σύνθεση «Take these trees and throw them to the river» είναι το ίδιο το παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία. Μαζί με το ίδιο, αναπτύχθηκαν τα δέντρα που είχε φυτέψει· αγγίζοντάς τα και μελετώντας τα, μελετά τις δικές του ρίζες – όσα δεν φαίνονται αλλά τον διαμορφώνουν και τον στηρίζουν.

Βασίλης Πέρρος, «Τα τιμαλφή» (2020)

Η επαφή με τη φύση μας χαρίζει απλόχερα νηνεμία, ενισχύει την ευαισθησία μας με την παρατήρηση και μόνο του χορού των φύλλων στον ρυθμό του αέρα. Δροσίζει το σώμα μας που το θέρος αναζητά ίσως περισσότερο μία φυσική όαση, μία όαση που καθένας καλείται να προστατεύσει για να μην αφανιστεί. Λαχταρούμε τη φύση, η λαχτάρα μπορεί να γίνει νοσταλγία στην περίπτωση που το ίδιο το φυσικό τοπίο παρουσιάσει αλλοιώσεις ή καταστραφεί, καεί. Και όταν η αλλαγή είναι δραστική, η μνήμη και η τέχνη μας μεταφέρουν στο «πριν», μας υπενθυμίζουν τη σημασία της φύσης στη ζωή μας, μας «ταρακουνούν» για την αλλαγή.