Ομάδα Γάλλων Καθηγητών και συλλεκτών δημοσίευσε ανοιχτή επιστολή στη Le Monde εκφράζοντας την έντονη διαμαρτυρία τους σε μουσεία και ιδρύματα της χώρας, που παρουσιάζουν σκανδαλώδη ανοχή στην «κινεζοποίηση» (sinicization), δηλαδή στην αφομοίωση μη κινεζικών πληθυσμιακών ομάδων στην κινεζική κουλτούρα. Συγκεκριμένα, κατηγορούν τα μουσεία «Musée du quai Branly» και «Musée Guimet» πως κατόπιν πολιτικών πιέσεων, συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν ορολογία που «απηχεί τις βλέψεις του Πεκίνου σχετικά με το ξαναγράψιμο της Ιστορίας και την αποσιώπηση λαών που δεν είναι Χαν». Το γεγονός δεν στερείται πολιτικής σημασίας καθώς το έτος που διανύουμε, είναι χρονιά πολιτιστικών ανταλλαγών ανάμεσα σε Γαλλία και Κίνα.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της ανοιχτής επιστολής, το Musée du Quai Branly (Εθνικό Μουσείο Και Μπρανλί - Ζακ Σιράκ στο Παρίσι) που διατηρεί συλλογή αφιερωμένη στον πολιτισμό της Αφρικής, της Ασίας, της Ωκεανίας και της Αμερικής, έχει επαναταξινομήσει τα θιβετιανά αντικείμενα ως προερχόμενα από την «αυτόνομη περιοχή Xizang». Αυτή η αλλαγή, όπως καταγγέλλεται, «δείχνει πολύ καθαρά ότι το Θιβέτ, κατεχόμενο από το 1950, πρέπει να διαγραφεί όχι μόνο από τους σύγχρονους χάρτες αλλά και από την ιστορική μνήμη».
Δεν πρόκειται, όμως, για μεμονωμένη περίπτωση. Το μουσείο Guimet (στο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού), μια από τις μεγαλύτερες συλλογές ασιατικής τέχνης έξω από τα σύνορα της Ασίας, έχει αντικαταστήσει στις προθήκες του την ετικέτα «Θιβέτ» με τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Κόσμος των Ιμαλαΐων». Το μουσείο δε θέλησε να προβεί σε σχολιασμό της επιστολής.
Εκπρόσωπος στο Musée du quai Branly δήλωσε πως το ίδρυμα εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το όνομα «Θιβέτ» στις ταμπέλες για τις μόνιμες συλλογές του και δεν το άλλαξε ούτε στις πρόσφατες εργασίες του. Πάντως, αξίζει να σημειώσουμε ότι για τα επίμαχα αντικείμενα που διατηρεί το μουσείο, περιλαμβάνονται και οι δύο όροι (Θιβέτ - Κίνα). Πρόσθεσε ακόμη ότι τα αρχεία που διατίθενται στο διαδίκτυο «δεν είναι από ενημερωμένες εκδόσεις» λόγω τεχνικών αλλαγών και μπορεί να είναι παραπλανητικές.
Αντιθέτως, οι συντάκτες της επιστολής επαίνεσαν το Μουσείο Ιστορίας της Νάντης επειδή αρνήθηκε οποιαδήποτε κινεζική παρέμβαση στην έκθεση που πραγματοποίησε το 2023 για τον Τζένγκις Χαν. Το μουσείο υπαναχώρησε από πιθανό δανεισμό αντικειμένων από την Κίνα μετά τη «λογοκρισία», όπως αναφέρουν που προφανώς είχε στόχο «να διαγραφεί η ιστορική ταυτότητα της Μογγολίας».
Στην επιστολή γίνεται ακόμη λόγος για συστηματική πολιτιστική αλλοτρίωση σε βάρος μειονοτήτων και διαφορετικών εθνοτικών ομάδων όπως το Θιβέτ, από ένα καθεστώς κατοχής. Ανάμεσα στους υπογράφοντες είναι πολλοί αξιοσέβαστοι ειδικοί στην ιστορία του Θιβέτ, αλλά και συλλέκτες που έχουν προικίσει τα εν λόγω μουσεία με αντικείμενα μεγάλης ιστορικής αξίας (παρόλο που δεν αναφέρεται η πρόθεσή τους να τα αποσύρουν).
Φέτος, συμπληρώνονται 60 χρόνια από τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Γαλλίας και Κίνας και ο Πρόεδρος Μακρόν όρισε το 2024 ως επίσημο «Γαλλοκινεζικό Έτος Πολιτιστικού Τουρισμού». Το ετήσιο πρόγραμμα «Guimet x China 2024» του Musée Guimet ολοκληρώνεται τον Νοέμβριο με μεγάλη αφιερωματική έκθεση που διοργανώνεται σε συνεργασία με την «Art Exhibitions China».
Αντίστοιχα στην Κίνα, έκθεση με τίτλο «η Απαγορευμένη Πόλη και το Παλάτι των Βερσαλλιών» που οργανώθηκε σε συνεργασία με την πρώην βασιλική κατοικία της Γαλλίας, άνοιξε τον Απρίλιο στο Μουσείο του Παλατιού στο Πεκίνο. Το γεγονός υπογραμμίζει μια σειρά πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ των δύο χωρών κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Αυτόν το μήνα δε, το Μουσείο Ροντέν πρόκειται να ανοίξει το πρώτο του διεθνές παράρτημα στη Σαγκάη. Την αρχή, στο κέντρο του διεθνούς εμπορίου, είχε κάνει το Μουσείο Centre Pompidou x West Bund το 2019. Οι Γάλλοι δεν ασκούν πολιτιστική πολιτική μόνο στον αραβικό κόσμο, αλλά προωθούν και στην Κίνα μεγάλα πολιτιστικά brands. Τα «ανταλλάγματα» αυτής της διείσδυσης αρχίζουν να γίνονται ορατά.
Στις φωτογραφίες βλέπουμε έργα του Εμμανουήλ Μπιτσάκη από ταξίδι του στην Κίνα. Πρόκειται για πορτρέτα Ουιγούρων, μια τουρκική εθνοτική ομάδα που υφίσταται συστηματικά διώξεις. Παρουσιάστηκαν στη National Portrait Gallery του Λονδίνου και γι’ αυτή τη δουλειά ο ζωγράφος τιμήθηκε με το βραβείο BP Travel Award (2008, Κίνα).