Δεν μας αφήνει ασυγκίνητους το φως, σαν χάδι απαλό ζεσταίνει και καταπραΰνει όσα βρίσκονται μέσα μας. Είτε αυτό το φως είναι οι ακτίνες του ήλιου, είτε τα πρόσωπα εκείνα που για εμάς αποτελούν ένα κάποιο φως στην ψυχή και την πορεία μας – οι αγαπημένοι εκείνοι που σαν κεριά φωτίζουν το διάβα μας. Είτε το φως με οποιονδήποτε άλλο συμβολισμό ή ερμηνεία.
Συνώνυμο της αλήθειας το φως – το ανακαλώ στο βλέμμα όσων μιλούν για οτιδήποτε αγαπούν ή τους «μιλά». Σαν εκείνη τη στιγμή να ανάγεται η ψυχή σε ανώτερο επίπεδο. Το βλέμμα παύει να είναι σκυφτό ή σε ευθεία γραμμή, σταδιακά εξυψώνεται, το ηχόχρωμα της φωνής μερικώς αλλάζει, γίνεται πιο τρυφερό, καθώς όλη η ύπαρξη έχει επιδοθεί να επικοινωνήσει τη δική της αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι θεμιτή, μία σταθερά στη ρέουσα πραγματικότητα στην οποία τείνει κι η εμφάνιση της μάσκας.
Περίοδοι εορταστικές, καμωμένες με θρησκευτικό ή άλλο χαρακτήρα, επιτάσσουν την ανταλλαγή ευχών – συνηθισμένων, θα έλεγε κανείς. Έχει αναιρέσει αυτή η τρόπον τινά συνήθεια την ουσία των ευχών; Ποια η δυναμική τους στην απρόβλεπτη καθημερινότητα;
Η φύση απαντά με τα άνθη της μοιράζοντας τις δικές της ευχές. Τα άνθη της χαμόγελα και χάδια παρηγοριάς συνάμα, έπειτα από μία καταιγίδα. Όπως η φύση αναγεννιέται μετά την κακοκαιρία περιλούζοντας την πλάση με φως, έτσι κι η ψυχή καταπραΰνεται ύστερα από αντίστοιχες φουρτούνες. Στο πρόσωπο του ανθρώπου και στο διάβα του ενυπάρχει ξανά το φως – βγαίνουμε στο φως διανύοντας το σκοτάδι.
Η ζωή ματώνει, η ματιά ανιχνεύει το αιμάτωμα της φύσης στην παπαρούνα. Συντροφιά της κι άλλα άνθη αλλά η παπαρούνα πρωταγωνιστεί τις ημέρες του Πάσχα. Η φύση μετέχει στην ανάσταση μετά το Θείο δράμα, κι έτσι ξεσηκώνεται· ανθίζοντας, εκφράζει τη λυρική χαρά της. Όπως σημειώνει παρακάτω γι’ αυτή την χαρά, για την Κυριακή του Πάσχα ο Οδυσσέας Ελύτης, σε στίχους με ημερολογιακή μορφή, στη συλλογή του «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (εκδόσεις «Υψιλον», 1984).
«Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο. Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει».
Το τετελεσμένο είναι αδιαμφισβήτητο, ομοίως και η φθορά σε καθετί όμορφο και σπάνιο. Η αναγέννηση της φύσης μετά τον προσωρινό μαρασμό και θάνατό της είναι μία ελπίδα, αλλά και μία υπενθύμιση για ενδοσκόπηση όσων αξίζουν κατά την πορεία μίας διαδρομής που ήδη μετρά αντίστροφα. Το φως δεν θα πάψει να μοιράζει την ελπίδα, αρκεί να καθρεφτιστεί σε συνοδοιπόρους που με τη φλόγα τους μπορούν να φωτίσουν περισσότερο το σκοτεινό μονοπάτι· καθώς, η παντοδυναμία του μαζί ισούται επίσης με το φως, το μαζί είναι φως.
Κεντρική φωτ.: «Άνοιξη» από τον Χρήστο Μποκόρο. Το έργο παρουσιάζεται στο πλαίσιο της έκθεσης του ζωγράφου με τίτλο «Πέρασμα στο φως», που φιλοξενείται έως τις 31 Μαΐου στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο. Περισσότερα για την έκθεση στο σημείωμα του ιστορικού Τέχνης, Γιώργου Μυλωνά, με τίτλο Το φως ως ίχνος, η τέχνη ως μαρτυρία.