Ποια είναι η εικόνα του ζωγράφου στον τόπο μας; Πώς αλήθεια έχει το κοινό στη συνείδησή του τον εικαστικό δημιουργό; Από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο δύο στερεότυπα αναπαράγονται ακόμη σήμερα: στον ρόλο του φουκαρά με τον μπερέ καλλιτέχνη, κλασικός έμεινε ο Πίπης, ο τρισεύγενος Ντίνος Ηλιόπουλος που παλεύει για ένα κομμάτι ψωμί στις «Κυρίες της αυλής» (1966).
Λίγα χρόνια πριν, ο Γιάννης Μαρής είχε δώσει μια εντελώς διαφορετική εκδοχή: πάλι ελεύθερος από οικογενειακά δεσμά, ο ζωγράφος απολαμβάνει φήμη και πλούτη ως μεγαλοαστός στο «Έγκλημα στο Κολωνάκι» (1959). Τη μαύρη γοητεία του πρώτου εγχώριου κινηματογραφικού φιλμ νουάρ χρωμάτισε ο ζεν πρεμιέ που υποδύθηκε τον Νάσο Καρνέζη. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι ότι ο πρωταγωνιστής υπήρξε πράγματι, ζωγράφος.
Αφίσα του Μιχάλη Νικολινάκου για την ταινία «Έγκλημα στο Κολωνάκι»
Ο Μιχάλης Νικολινάκος δεν είχε το ατελιέ του στη Σκουφά όπως εμφανίζεται στην ταινία, αλλά στην Ομόνοια. Κι αυτός ζωγράφισε γυναίκες εκ του φυσικού κι από τη μελάνη του πέρασαν φυσιογνωμίες της εποχής. Περισσότερο όμως από τα κοσμικά πορτρέτα, τον ζωγράφο κέρδισε ο κόσμος της βιοπάλης, ήρωες της καθημερινότητας που δεν είχαν τα φώτα στραμμένα επάνω τους. Το πρόσωπο του ίδιου του Νικολινάκου, χωρίς τη μάσκα του ηθοποιού, αποκαλύπτει σήμερα ένα πλούσια φωτογραφημένο λεύκωμα από τις εκδόσεις «Νίκας». Στις 400 σελίδες του ο αναγνώστης τα χάνει κυριολεκτικά, με τα πάμπολλα είδη που καταπιάστηκε.
«Σκιτσογράφος, εικονογράφος στον περιοδικό τύπο και τις λογοτεχνικές εκδόσεις, γελοιογράφος, χαράκτης, σκηνογράφος, διακοσμητής εσωτερικών χώρων, σχεδιαστής Ηρώων, μακετίστας, μια universalis καλλιτεχνική προσωπικότητα, που ασχολήθηκε με την ίδια ζέση στη διαδρομή του από τις προσφυγικές γειτονιές της Κοκκινιάς, απ’ όπου οι πρωτόλειες ενορμήσεις, έως τα salons των εγχώριων και διεθνών πνευματικών κύκλων» συστήνεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου από την ιστορικό τέχνης Ευαγγελία Καϊράκη.
Η ερευνήτρια, που γνώριζε καλά τη φιλμογραφία του Νικολινάκου προτού της φανερωθεί το πλούσιο εικαστικό του έργο, για να μπορέσει να ξεδιαλύνει το προσωπικό αρχείο, βρήκε πολύτιμη βοήθεια στις διηγήσεις του γιου του, Νίκου, χάρις στον οποίο εκδόθηκε το λεύκωμα.
Ο Μιχάλης Νικολινάκος στο ατελιέ της πλατείας Ομονοίας, το 1960
Το εισιτήριο του Μιχάλη Νικολινάκου στον κινηματογράφο δεν του χαρίστηκε από μια εμφάνιση που τον ξεχώριζε, μα τό βγαλε ο ίδιος από την τέχνη του. Ήταν το 1952 όταν έκανε τις σκηνογραφίες για «Το στραβόξυλο», όπου πρωτοεμφανίζεται ως ηθοποιός. Ο πρωταγωνιστής Βασίλης Αργυρόπουλος τον πείθει να παίξει στον κινηματογράφο με μία πορεία που καταγράφει περισσότερες από 25 παραγωγές, εγχώριες και διεθνείς, και η οποία θα τον οδηγήσει ως τις Κάννες.
Ο Μιχάλης Νικολινάκος υποδύεται τον ζωγράφο Καρνέζη, στην ταινία «Έγκλημα στο Κολωνάκι», 1961
Ωστόσο, ποτέ του δεν εγκατέλειψε τη ζωγραφική και σ’ αυτήν αφιερώθηκε με το ξέσπασμα της δικτατορίας. «Ένιωθε παραδόξως πιο ασφαλής στο εσωτερικό σύμπαν του ζωγράφου, που αποτέλεσε, άλλωστε, και επιλογή ζωής από τα μικράτα του και την υποστήριξε έως το τέλος, σε σχέση με το εξωστρεφές του ηθοποιού» εξηγεί η Καϊράκη. Υπήρξε, λοιπόν, μια ιδιάζουσα περίπτωση δημιουργού που έζησε ανάμεσα στα φώτα της κινηματογραφίας και τη σιωπή της ζωγραφικής.
Μαθητής του Παρθένη και του Αργυρού μετά την απελευθέρωση, ο Νικολινάκος υπήρξε ζωγράφος που επένδυσε στο πλάσιμο εικόνων βαθιά ελληνικών, με το νερό – είτε ως μέσο (ακουαρέλα) είτε ως θέμα – να διατρέχει σαν νήμα όλη την καλλιτεχνική του πορεία. Η θάλασσα δεν έμεινε στα μάτια του αγαπημένο τοπίο, αλλά μια πύλη για στοχασμό, μια προέκταση της ίδιας της ζωής.
Με φόντο τα νερά του Πειραιά, όπου έζησε και εργάστηκε, αλλά και τα τοπία της Ύδρας και των Κυκλάδων, οι πίνακές του αφηγούνται ιστορίες που αντικατοπτρίζουν μια Ελλάδα σε μετάβαση, μια χώρα που κουβαλά τον μόχθο και τη νοσταλγία μιας άλλης εποχής. Κι εκεί που αφήνεται πιο ελεύθερος, συνήθως στις ακουαρέλες όπου αποτυπώνει βάρκες και ιστιοφόρα, η πινελιά του θυμίζει κάτι από τον εξπρεσιονισμό του Τέρνερ.
Μιχάλης Νικολινάκος, «Τρικυμία» (1990)
Η Μάνη, τόπος πατρογονικός και βαθιά ριζωμένος στο γονιδιακό του χάρτη, υπήρξε η εσωτερική του πατρίδα. Οι πέτρες, οι πύργοι, τα φθινοπωρινά τοπία του λιομαζώματος γίνονταν οικείοι τόποι περισυλλογής. Στα έργα του, είτε πρόκειται για θαλασσογραφίες είτε για ερειπιoγραφίες, διακρίνεται μια αίσθηση του άχρονου. Τα τοπία του Νικολινάκου δεν είναι απλώς πίνακες, αλλά παράθυρα σε μια ιδεατή Ελλάδα – ένα κράμα μνήμης, βιωμάτων και ονείρου.
Μιχάλης Νικολινάκος, «Βαθειά Μάνη» (1986)
Η επιπλέον ιδιαιτερότητα του λευκώματος είναι ότι κοντά στα ζωγραφικά έργα, αναδεικνύονται οι ιδέες που ο δημιουργός αφιέρωσε στην εταιρική ταυτότητα (θα ξεχώριζα τον λογότυπο της ΕΚΟ), οι ποικίλες αφίσες που φιλοτέχνησε για τον κινηματογράφο και τη διαφήμιση (όπου εδώ χρειάζεται μια έκθεση για να φανερωθεί στο ευρύ κοινό και στους ειδικούς), καθώς και τα σκίτσα και οι γελοιογραφίες από τη μακρόχρονη συνεργασία του με την εφημερίδα «Ελευθερία» (από το 1952 έως 1963).
Αφίσα του Μιχάλη Νικολινάκου για την ταινία «Έγκλημα στο Κολωνάκι»
Τα επιμέρους διαφωτιστικά κείμενα (με προλογικό του καθηγητή Μάνου Στεφανίδη) ανακεφαλαιώνουν και διακλαδίζουν το πλούσιο έργο του Μιχάλη Νικολινάκου, προσφέροντας όχι στεγνές πληροφορίες καταλόγου, αλλά ένα βλέμμα που τοποθετεί τον εικαστικό στον καιρό του. Στο πεδίο της νεότερης ιστορίας της ελληνικής τέχνης όπου η βιβλιογραφία παραμένει απελπιστικά φτωχική, το λεύκωμα «Μιχάλης Νικολινάκος – Από πέτρα και φως καμωμένος» γίνεται παράδειγμα στα εκδοτικά μας πράγματα και σίγουρα, μια από τις καλύτερες προτάσεις του Νίκα.
Κεντρική φωτ.: Ο Μιχάλης Νικολινάκος στο ατελιέ της πλατείας Ομονοίας, το 1960.