Το χάδι των δαχτύλων στις χορδές της κιθάρας της έβγαζε ήχους στοχαστικούς, άλλοτε το δοξάρι στο βιολί, και επί σκηνής η ίδια φωνή. Η Πορτογαλίδα τραγουδίστρια Mísia (1955-2024) κρατούσε σταθερά το μικρόφωνο και με εξίσου σταθερή φωνή εξέφραζε το ανέκφραστο συμπαρασύροντας το κοινό της σε ένα ταξίδι στα βάθη των ωκεανών, εκεί όπου η ζωογόνος θάλασσα προσπαθεί να επικοινωνήσει τα δικά της μύχια.
Η στάση της Mísia σαν καλούνταν να ερμηνεύσει, να «παραδώσει» πολιτισμό επί σκηνής, ήταν στιβαρή κι αυτό συνδεόταν με το είδος που ερμήνευε, το fado, το πορτογαλικό τραγούδι γεμάτο από «saudade», από τη θλίψη του κόσμου. Κατά την ίδια, fado –προερχόμενο από το λατινικό fatum– σήμαινε «την αποδοχή του πεπρωμένου» και αυτό επιβάλλει την ακινησία και όχι χορό. Πρόκειται για τη μουσική εκείνη που χαρακτηρίζεται από πένθιμες μελωδίες και στίχους που αφορούν στη θάλασσα ή στη ζωή των φτωχών, διαπνεόμενη από μια αίσθηση παραίτησης και μελαγχολίας.
Η θάλασσα, εξάλλου, ενέχει μία τέτοια πλευρά. Το κύμα που σκα άλλοτε με ορμή κι άλλοτε απαλά, μας αγγίζει κι έπειτα αμέσως υποχωρεί και επιστρέφει ξανά είναι μία απόδοση του εφήμερου κι ένας κατευνασμός στιγμιαίος. Παρά τη νηνεμία που προσφέρει στο μέσα μας η παρατήρησή της, η θέα της είναι επίσης συνώνυμη με το απέραντο και το άπιαστο, κι αυτό το άπιαστο προξενεί μία γλυκιά μελαγχολία, ένα συναίσθημα που δεν ηδύνατο κάθε φορά να εκφραστεί παρά (ίσως) μέσα από την πανανθρώπινη γλώσσα της μουσικής και της συναισθηματικής ερμηνείας ενός κομματιού.
Ο τρόπος με τον οποίο η Mísia διάβαζε και ερμήνευε το fado της χάρισε τον τίτλο της βασίλισσας του συγκεκριμένου είδους, με την ίδια να είχε αποποιηθεί τη διάκριση. «Δεν είμαι η βασίλισσα του fado, είμαι η πανκ του fado», είχε υπογραμμίσει (2005) σε συνέντευξή της στην «El Mundo». Είχε δε περιγράψει την 34 ετών καριέρα της ως «μία διαρκή ένταση μεταξύ δύο άκρων: την προσκόλληση στην ουσία του fado από τη μια πλευρά και το ένστικτο της ρήξης από την άλλη».
Θεωρείτο ότι ανανέωσε το fado καθότι «περισσότερο προσεκτική στην ουσία του πόνου του είδους παρά στις ευγένειές του, εξίσου πρόθυμη να εξερευνήσει τα όρια του είδους όσο και να εντρυφήσει στην ιστορία του», όπως έχει σημειωθεί γι’ αυτήν. Εξερεύνησε το μπολερό, το φλαμένκο και τα τραγούδια της Λατινικής Αμερικής και ηχογράφησε τραγούδια από τους Nine Inch Nails και τους Joy Division.
Έχει συνδεθεί με το fado μιας και επίκειτο καλλιτέχνες που συναισθάνονται όσα ερμηνεύουν. Το fado που την καθιέρωσε κι αυτό στο οποίο εκείνη προσέφερε, το αφήνει ως κληρονομιά στους ομότεχνούς της και στο κοινό που του «μιλούν» οι ερμηνείες της.
«Έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία μόλις 69 ετών έπειτα από μακρά ασθένεια, η καριέρα της είχε αρχίσει να απογειώνεται μόλις το 1990 δίχως αυτό να συνεπάγεται ότι δεν συνάντησε προσκόμματα. Το ντεμπούτο άλμπουμ της, «Mísia», κυκλοφόρησε το 1991, ακολουθούμενο από τα άλμπουμ «Fado» (1993) και «Tanto Menos Tanto Mais» (1995). Οι καινοτομίες της βρήκαν αντιμέτωπους τους παραδοσιακούς κύκλους του fado. «Με αποκαλούσαν κομμουνίστρια, λεσβία, εκτός πλήκτρων και έλεγαν ότι πετυχαίνω μόνο κατά τύχη», είχε σημειώσει –μεταξύ άλλων– στα απομνημονεύματά της το 2022, όπως αναφέρει η «El País». Είχε αναφερθεί σε αυτούς τους επικριτές ως τους «Χομεϊνί του Φάντο» ενώ η καινοτόμος της προσέγγιση στη μουσική fado είχε αποδοχή πέρα από την Πορτογαλία, κερδίζοντας το βραβείο της Ακαδημίας Charles-Cross από τη Γαλλία.
Ο τελευταίος της δίσκος κυκλοφόρησε το 2022 και περιλαμβάνεται κι αυτός στην παρακαταθήκη που αφήνει. Η εξόδιος ακολουθία θα πραγματοποιηθεί στις 6 Αυγούστου στη Basílica da Estrela στη Λισαβόνα. Το πραγματικό της όνομα ήταν Susana Maria Alfonso de Aguiar.
Πηγή κεντρικής φωτ.: Facebook/ UGURU
Με πληροφορίες από mundoamerica.com και https://aussiedlerbote.de