«Έχω συνειδητοποιήσει ότι ο πιο σημαντικός τόπος όπου υπάρχει το έργο μου δεν είναι η γκαλερί του μουσείου, ούτε η αίθουσα προβολής, ούτε η τηλεόραση, ούτε καν η ίδια η οθόνη του βίντεο, αλλά το μυαλό του θεατή που το έχει δει», είχε σημειώσει ο καλλιτέχνης Bill Viola (1921-2024) το 1989. Και είχε δίκιο. Όσα εντός μας πλάθονται κατά την παρακολούθηση ενός έργου τέχνης – οιασδήποτε μορφής είναι αυτό – μένουν εκεί, δικά μας.
Ανακαλώ τον Viola, πρωτοπόρο στους τομείς των νέων μέσων, του βίντεο και των πολυμεσικών εγκαταστάσεων, με αφορμή τον πρόσφατο θάνατό του και το αφιέρωμα που διοργανώνει γι’ αυτόν το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), στο κτίριο του οποίου το κοινό μπορούσε μέχρι πρότινος να συνδιαλλαγεί με ένα από τα έργα του Viola, να αφουγκραστεί τη ματιά του στο σημερινό κόσμο αλλά και τη χρήση του χρόνου. Άλλωστε, στις βιντεο-εγκαταστάσεις του, ο Αμερικανός καλλιτέχνης αλλοιώνει την έννοια του χρόνου και στην αντίληψη του θεατή ο χρόνος αποκτά διαφορετικό μήκος, διαφορετική διάρκεια από αυτή που έχουμε συνηθίσει. Σε αυτόν τον αλλοιωμένο χρόνο το κοινό θεμελιώνει – καθένας διαφορετικά – τη σχέση του με την εικόνα όπως και με τα υπόλοιπα στοιχεία από τα οποία αποτελείται η κάθε εγκατάσταση.
Η αρχή γίνεται αφότου το κοινό εισέλθει στο χώρο όπου επαναλαμβάνεται η βιντεο-εγκατάσταση. Όπως στη «Σχεδία» (The Raft, 2004), ένα έργο με σαφείς αναφορές στην ιστορία της Τέχνης από τις αρχαιοελληνικές ζωοφόρους μέχρι τη «Σχεδία της Μέδουσας» του Ζερικώ, δημιουργήθηκε κατόπιν ανάθεσης της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας Αθήνας και αποτελεί μέρος –μία από τις τρεις κόπιες που τότε δημιούργησε– της μόνιμης συλλογής του ΕΜΣΤ.
Πλην όμως των πληροφοριών αυτών, η «Σχεδία» αποτελεί μεταφορά για τον σημερινό κόσμο καθώς αποδίδει σε αργή κίνηση μια στιγμή καταστροφής. Σε μία βάση που παραπέμπει σε πλατφόρμα τρένου συγκεντρώνονται σταδιακά 19 άνθρωποι διαφορετικής ηλικίας, τάξης, φυλής. Κοινό τους στοιχείο η ψυχική απόσταση που διατηρούν ώσπου πίδακες νερού τους «επιτίθενται» και από τις δύο πλευρές: τότε, οι άλλοτε μεταξύ τους άγνωστοι και μη αγγίζοντες τον άλλο, αναζητούν στήριγμα ο ένας στον άλλο, ορισμένοι δε προσπαθούν μόνοι τους να αντισταθούν στην ορμή του νερού. Μα, ποιος μπορεί να παραβεί τη δύναμη της φύσης; Το νερό τους έχει ρημάξει και μετά την υποχώρησή του προσπαθούν να συνέλθουν από ό,τι συνέβη και να ανασυνταχθούν. Η διαφορά έγκειται ότι δεν βιώνουν όλοι, όμοια, το γεγονός, κοινή παραμένει η επιθυμία για επιβίωση ενώ σταδιακά γεννιέται η αλληλεγγύη.
Πώς μπορούμε να επιβιώσουμε, από κάθε άποψη, δίχως να μας κατατρέχει η αγωνία, ο φόβος, η θλίψη; «Διαβάζω» τη «Σχεδία» του Viola ως την επιτακτική ανάγκη σύνδεσης: σύνδεσης μεταξύ των ανθρώπων προκειμένου να επιβιώσουν. Η πραγματικότητα, εξάλλου, είναι απρόβλεπτη, ομοίως και στη «Σχεδία» οι πίδακες νερού οι οποίοι –στην πραγματικότητα που βιώνουμε– έρχονται με οποιαδήποτε μορφή καλώντας μας να αναστοχαστούμε. Σας πίδακας νερού έρχονται ένας πόλεμος, μία πανδημία, ένα γεγονός που νεκρώνει την εμπιστοσύνη, μεταξύ άλλων.
Η επιλογή του πίδακα νερού στη «Σχεδία» θα μπορούσε να διαβαστεί κι ως σχόλιο για το σήμερα και κάθε σήμερα· μία εποχή ρευστών καταστάσεων και σχέσεων όπου επίκειται η σταθερότητα. Οι δεσμοί των ανθρώπων είναι μία σταθερά σε έναν ρέοντα κόσμο, κι αν είναι ισχυροί, γίνονται μία αμετάβλητη σταθερά.
Σαφώς, η εν λόγω βιντεο-εγκατάσταση, όπως και όλα τα έργα του Violla βιώνονται τρόπον τινά σαν πνευματική εικόνα. Κι αυτό είναι κάτι που επιθυμούσε κι ο ίδιος. Όπως είχε δηλώσει: «αυτό που με γοητεύει περισσότερο απ’ όλα είναι ότι είχα τη δυνατότητα να δουλέψω με τον χρόνο με έναν τρόπο που δεν επιτρέπουν οι κάμερες. […] Δεν ήθελα οι θεατές να βιώσουν το έργο μου όπως θα βίωναν μια συνηθισμένη κινηματογραφική ταινία ήθελα να το βιώσουν πάνω απ’ όλα σαν μια πνευματική εικόνα».
Όπως έχει γραφτεί για τον ίδιο, «για πάνω από 50 χρόνια το οραματικό του έργο –οπτικοακουστικά εμβυθιστικά περιβάλλοντα με βίντεο και ηχητικά τοπία– επικεντρωνόταν στις θεμελιώδεις ανθρώπινες εμπειρίες της γέννησης, του θανάτου και σε θέματα όπως η ανθρώπινη συνείδηση. Οι επιβραδυνόμενες κινούμενες εικόνες, με τις οποίες έγινε διεθνώς γνωστός, μετατοπίζουν την αίσθηση αντίληψης για να αποκαλύψουν τις εσωτερικές διεργασίες της συνείδησης» (από την ιστοσελίδα του ΕΜΣΤ).
Τις εικόνες του αυτές μέσα από επιλογή έργων το κοινό θα έχει την ευκαιρία να τις συνδιαλλαγεί το βράδυ της 1ης Αυγούστου (21:30), στο «αφιέρωμα Bill Viola» που το ΕΜΣΤ (Λεωφ. Καλλιρρόης και Αμβρ. Φραντζή) διοργανώνει στην ταράτσα του, στο πλαίσιο των θερινών του προβολών Cinefix. Στο αφιέρωμα περιλαμβάνονται τα έργα «Angel’s Gate» (1989, 4΄50΄΄), «Memory Surfaces and Mental Prayers» (1977, 29’), «Four Songs» (1976, 33’) και «Anthem» ( 1983, 11΄30΄΄).
Bill Viola
Το βίντεο και η μουσική αποτέλεσαν σημαντικά κομμάτια της ζωής του Bill Viola, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην καθιέρωση του βίντεο ως μίας αδιαμφισβήτητα σημαντικής μορφής της σύγχρονης τέχνης. Φοιτητής ηλεκτρονικής μουσικής και ζωγραφικής στο πανεπιστήμιο Syracuse της Νέας Υόρκης, είχε ξεκινήσει την ενασχόλησή του με το βίντεο στις αρχές του ’70, είχε ασχοληθεί με την ανατολική φιλοσοφία, τον τρόπο ζωής των λαών της Ανατολής και είχε μυηθεί στον βουδισμό.
Πηγή: AP Photo/Shizuo Kambayashi
Μεταξύ άλλων, ο Viola συμμετείχε σε μεγάλες διοργανώσεις, όπως η Documenta 6 το 1977, η 46η Μπιενάλε της Βενετίας το 1995 (όπου εκπροσώπησε τις ΗΠΑ), καθώς και σε αμέτρητες εκθέσεις σε μουσεία σε όλο τον κόσμο, όπως το Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης, το LACMA του Λος Άντζελες, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο, το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, το Μουσείο Stedelijk του Άμστερνταμ, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Φρανκφούρτης και πολλά άλλα, προσελκύοντας ρεκόρ επισκεπτών για σύγχρονο καλλιτέχνη που εργάζεται στην κινούμενη εικόνα.
Κεντρική φωτ.: Από τη βιντεο-εγκατάσταση «Σχεδία». Πηγή φωτ.: Facebook/ EMST Athens