«Φωνή» του ποιητή είναι τα ποιήματά του, πώς, όμως, ακούγεται αυτή του η φωνή αρθρωμένη από καθέναν από εμάς; Πώς προσεγγίζεται και πώς εξυψώνεται ή –ενίοτε και πιο σπάνια– καταβαραθρώνεται; Αναφέρομαι στην εσωτερική ανάγνωση αλλά και στην απαγγελία (δημόσια), καθότι καθένας προσεγγίζει υποκειμενικά κάθε μορφή Τέχνης η οποία –αφ ης στιγμής «γεννήθηκε»– δεν δέχεται καθολικής υποκειμενικότητας.
Οι καλλιτέχνες είναι δεικτικοί στη διαφορετική ερμηνεία, το ερώτημα που εν προκειμένω τίθεται, επικεντρώνεται στην Ποίηση στις μορφές της γραπτής και της ανάγνωσης της γραπτής, καθώς κι αυτές υποκειμενικά προσεγγίζονται.
Πώς ακούγεται η φωνή μας σαν διαβάζουμε σιωπηλά; Σαν το ποίημα μας «μιλά», την καθοδηγεί, κι έτσι, παρότι σιωπηλά, είναι σαν να απαγγέλουμε κάνοντας παύσεις και τονίζοντας λέξεις παρακινούμενοι από τον ποιητικό χορό στον οποίο παραδίνεται η ψυχή μας. Ομοίως και στην απαγγελία οπότε –και εάν η απαγγελία εξυψώνει ποίημα και δημιουργό– συνάμα μεταφέρει σε σφαίρες ιδεαλιστικές το πρόσωπο που απαγγέλει καθώς και το κοινό του. Αυτό που μπορεί να το εξυψώσει είναι το συναίσθημα, και όσοι το διακατέχουν μπορούν επάξια να υποστηρίξουν τις απαγγελίες ανεξαρτήτως ταυτότητάς τους.
Είναι η απαγγελία, η δημόσια ανάγνωση ενός ποιήματος, μία performance; Η απάντηση είναι και πάλι υποκειμενική δεδομένου ότι καθένας εκλαμβάνει την ανάγνωση διαφορετικά. «Η τέχνη ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας» (Πάμπλο Πικάσο), το ίδιο επιτυγχάνεται και με μία de profundis απαγγελία· τότε, ο χώρος όπου φιλοξενείται γεμίζει με άπλετο φως διαχεόμενο από τις σελίδες του βιβλίου.
Το ίδιο φως διαχέεται στην ψυχή εκείνου που σιωπηλά διαβάζει, γιατί αυτή η λειτουργία (σ.σ η μελέτη ποιημάτων) είναι αναγκαία για όλο του το είναι. Η διαφορά δε, της de profundis ανάγνωσης ή της απαγγελίας με την αντίθετή της, είναι αντίστοιχη της διαφοράς που αφορά στα ρήματα «βλέπω» και «κοιτώ».
Στην έκδοση «Μιχαήλ Άγγελος, Ποιήματα», η Κία Σακελλαρίδου (μετάφραση - εισαγωγή - σχόλια) είδε την ιδιότητα του ποιητή Μιχαήλ Άγγελου, «έσκυψε» στους στίχους του και απέδωσε με σεβασμό, συναίσθημα και ομορφιά. Στις σελίδες της έκδοσης διαχέεται φως, εξάλλου, η μετάφραση είναι μία νέα δημιουργία κατά την οποία ο δημιουργός που μεταφράζεται, ξαναγεννιέται.
Πηγή φωτ.: Εκδόσεις Αρμός/ https://armosbooks.gr/
Ο Μιχαήλ Άγγελος είχε εστιάσει στην ομορφιά· «ως ίχνος του θείου στον γήινο κόσμο και μέσον σύνδεσης με αυτό, θεωρεί την ομορφιά, την οποία συλλαμβάνει το βλέμμα, τα μάτια ''όσων έχουν μάτια'' –φράση που επανέρχεται στην ποίησή του– για να οδηγηθεί κατόπιν η ψυχή στην ιδεατή, με την πλατωνική έννοια, ομορφιά», όπως αναφέρει –μεταξύ άλλων– η Κία Σακελλαρίδου στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός».
«Η ποίησή του μοιάζει να αντικατοπτρίζει μία εσωτερική συνομιλία, μία διαρκή πνευματική αναζήτηση, που αναπαράγει την ουσία της ιστορίας του βίου του, με μορφή λογοτεχνικού έργου», αναφέρει σε άλλο σημείο η Κία Σακελλαρίδου. Η φθορά του χρόνου, η φύση και η τέχνη, η ομορφιά και η δύναμη του έρωτα και το φιλοσοφικό τους νόημα ως κλίμακα ανέλιξης προς το θείο είναι τα κεντρικά θέματα του προβληματισμού του Μιχαήλ Άγγελου που διακρίνονται στην ποίησή του και ξετυλίγονται στις σελίδες της έκδοσης. Μας (προσ)καλεί να τη διαβάσουμε και να γνωρίσουμε την ποιητική ιδιότητα του Μιχαήλ Άγγελου στην οποία έχει αναφερθεί ο ιστορικός τέχνης, Γιώργος Μυλωνάς, στο σημείωμά του «Μιχαήλ Άγγελος, ο ποιητής».
Από τη μελέτη της εν λόγω έκδοσης γεννιούνται, επίσης, στον αναγνώστη, θέσεις σχετικά με την ανάγνωση και τη φωνή μας σε αυτή, όπως αναφέρουμε παραπάνω. Σαν η φωνή «δέσει» με όσα ο δημιουργός «ξάπλωσε» στους στίχους του, θα έχει επιτευχθεί –εκτός από τη διάχυση φωτός– μία στιγμή κατά την οποία το θείο αγγίζει το ανθρώπινο, όπως στη λεπτομέρεια (κεντρική φωτ.) της νωπογραφίας «Η δημιουργία του Αδάμ» (1508-1512, παρακάτω το έργο) του Μιχαήλ Άγγελου (1475-1564).
Πηγή φωτ.: Shutterstock
Κεντρική φωτ.: Λεπτομέρεια της νωπογραφίας «Η δημιουργία του Αδάμ» (1508-1512) του Μιχαήλ Άγγελου.