Αν ζούσε ο Γκόγια, θα γελούσε πικρά. Γιατί θα έβλεπε πως η λογική παραμένει ένας σπασμένος καθρέφτης, μέσα στον οποίο κανείς δεν βλέπει πια το είδωλό του αλλά ένα θραύσμα αλήθειας που θεωρεί απόλυτο. Ο κόσμος που εκείνος απεικόνισε, γεμάτος ανίερες κραυγές και παραμορφωμένα πρόσωπα, μας περιβάλλει ακόμη, σχεδόν δύο αιώνες μετά. Οι μορφές του, παγωμένες στον χρόνο, καταδικάστηκαν να περιφέρονται και να στοιχειώνουν τις κοινωνίες που θα ακολουθήσουν.
Αν ζούσε ο Γκόγια, θα έβρισκε κάτι οικείο στον φόβο απέναντι στο βλέμμα του άλλου, σε αυτή τη νέα μορφή σκοταδισμού. Θα σήκωνε, ίσως, το κοπίδι του για να χαράξει ξανά μορφές παραμορφωμένες, πρόσωπα που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Γιατί εκείνος γνώριζε καλά ότι η αλήθεια και η βαρβαρότητα ήταν ανέκαθεν αχώριστες.
Όμως αν ζούσε ο Γκόγια, δεν θα έκανε μόνο αυτό. Θα αναγνώριζε την αγριότητα όχι στις παραμορφώσεις των έργων, αλλά σε όσα τις γεννούν: στην τυφλή μανία, στον ίδιο τον τρόμο που οδηγεί κάποιους να πιστέψουν πως μπορούν να επιβληθούν πάνω στην Ιστορία καταστρέφοντάς την. Γιατί εκείνος ήξερε να κοιτάζει κατάματα τον άνθρωπο όταν βρίσκεται στην πιο θολή και απάνθρωπη εκδοχή του και να την αποτυπώνει στο χαρτί, αποδεικνύοντας πως η τέχνη δεν εκβιάζεται.
Αν η Ιστορία δεν μαθαίνει, η Τέχνη μαρτυρά. Και θα ξαναμιλήσει, θα ξαναγεννηθεί από το φως και το σκοτάδι, από τα θραύσματα και τις πληγές. Αν ζούσε ο Γκόγια, θα το ζωγράφιζε κι αυτό.
Το No. 39 από τη σειρά Caprichos του Γκόγια, μέρος της οποίας παρουσιάζεται αυτήν την περίοδο στην Εθνική Πινακοθήκη. Έχει τίτλο Hasta su abuelo («Έτσι ήταν κι ο παππούς, σε ελεύθερη μετάφραση «πάππου προς πάππου»). Λεπτομέρεια στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος σημειώματος.