Μπορεί ο πολιτισμός να αντισταθεί στη βαρβαρότητα;

Μπορεί ο πολιτισμός να αντισταθεί στη βαρβαρότητα;

Το ερώτημα στον τίτλο του παρόντος κειμένου δεν απεκδύεται της επικαιρότητάς του. Βίαια περιστατικά κάθε είδους, σε καθημερινή βάση, υπενθυμίζουν ότι η ανθρωπότητα και ο πολιτισμός, ακόμη και σε δημοκρατικές κοινωνίες, βάλλονται με κάθε ευκαιρία από οντότητες που αποδιώχνουν την αρμονία και τείνουν να ενοχλούνται από την ελευθερία έκφρασης.

Στην περίπτωση της επίθεσης κατά έργων τέχνης ενέχεται και η θλίψη καθώς το εκάστοτε έργο που εκτίθεται εντός ενός μουσείου ή ένα γλυπτό σε δημόσιο χώρο, δείχνουν ανήμπορα: δεν μπορούν να αντιδράσουν μπροστά στο νοσηρό συναίσθημα που υψώνει το χέρι του θύτη και τα βανδαλίζει με τον τρόπο που μπορεί. Το ερώτημα που έπειτα τίθεται είναι η ταυτότητα του προσώπου που βανδαλίζει, γιατί προβαίνει στην πράξη, με ποιο σκοπό και από ποια θέση. Θα βανδάλιζε ο θύτης τον/την δημιουργό των έργων;

Γνωρίζουμε ότι στην τέχνη δεν επιδέχεται καθολική υποκειμενικότητα, συνεπώς, είναι εύλογο να μην θαυμάζουμε όλοι μας ένα έργο τέχνης, με τον ίδιο τρόπο, ακόμη και να μην αισθανόμαστε καμία συγκίνηση. Γνωρίζουμε, επίσης, για τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης. Όπως και ότι κάθε έργο απαντά σε μία ή περισσότερες συνθήκες δημιουργίας και αντίστοιχα παρουσίασής του εντός συγκεκριμένης θεματικής στο πλαίσιο μίας έκθεσης.

Η ελευθερία καλλιτεχνικής έκφρασης δεν υπόκειται σε περιορισμούς, πολλώ δε μάλλον σε δημοκρατικά καθεστώτα, δεν νοείται επίσης τα έργα να εκλαμβάνονται από σκοταδιστικές απόψεις και να αμαυρώνονται. «Ξεκρέμασα τέσσερις εικόνες -βέβηλες εικόνες- και δύο από αυτές μου ξέφυγαν μόλις πήγα να γυρίσω, έσπασε το τζαμάκι, τίποτα άλλο» δήλωσε ο Νίκος Παπαδόπουλος μετά τον βανδαλισμό, στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου (ΕΠΜΑΣ), έργων του Χριστόφορου Κατσαδιώτη.

Τα κατ’ εκείνον «βέβηλα» έργα, σύμφωνα με ανακοίνωση του ΔΣ της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, αποσπάστηκαν «βίαια από τον τοίχο» από τον βουλευτή της «Νίκης» και ετέρο άτομο, οι οποίοι «τα πέταξαν στο δάπεδο με συνέπεια τη θραύση τους». Μόνο που τα έργα τέχνης δεν τους ανήκαν για να έχουν δικαιοδοσία επ’ αυτών – τα έργα των μουσείων ανήκουν νοητά σε όλους τους φιλότεχνους και χρέος όλων των πολιτών που τα επισκέπτονται είναι να τα σέβονται, φερ’ ειπείν κρατώντας συγκεκριμένη απόσταση από αυτά, με απαγορευτικό το άγγιγμα. Και σαφώς, να μην τα καταστρέφουν.

Πηγή φωτ.: Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου

Περιστατικά όπως εκείνα των βανδαλισμών έργων τέχνης παραπέμπουν μεν σε δικτατορικές πρακτικές και μεθόδους λογοκρισίας, καταλαμβάνουν επίσης υψηλή θέση στους τίτλους ειδήσεων, πόσω μάλλον όταν ο θύτης ενέχει ήδη μία κάποια θέση στην πολιτική σκηνή είτε είχε μείνει αφανής είτε όχι. Λογική στον παραλογισμό και τη βαρβαρότητα τέτοιων πράξεων δεν υπάρχει, η στηλίτευση για τον βανδαλισμό έργων τέχνης είναι αναμενόμενη.

Υπενθυμίζω ότι τα παραπάνω χαρακτικά έργα του Κατσαδιώτη εκτίθενται στο Μεσοπάτωμα της ΕΠΜΑΣ, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ενδιάμεσος Χώρος», στην έκθεση με τίτλο «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου» η οποία συνομιλεί με την έκθεση χαρακτικών του Γκόγια που παρουσιάζεται ένα επίπεδο πιο κάτω από τη «Σαγήνη του Αλλόκοτου». Οι άγιοι στα χαρακτικά του Κατσαδιώτη παρουσιάζονται παραμορφωμένοι από όσα δεινά έφερε η ζωή στο διάβα της, θα μπορούσε δε, να λεχθεί, ότι στα χαρακτικά του βρίσκεται καθένας εκ της ανθρωπότητας.

Χριστόφορος Κατσαδιώτης (1971), «Ο Άγιος Χριστόφορος» (2020, Οξυγραφία, μονότυπο - χρώμα,  33,5x23,8 εκ.). Συλλογή Χριστόφορου Κατσαδιώτη. Φωτ.: Οδυσσέας Βαχαρίδης. Πηγή φωτ.: ΕΠΜΑΣ

Το περιστατικό δεν είναι το μόνο που έλαβε χώρα στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς το 2012 είχαν κλαπεί τρία έργα από τη συλλογή της, μεταξύ αυτών το «Γυναικείο κεφάλι» του Πικάσο. Μόνον που βανδαλισμοί είχαν επίσης σημειωθεί, τα τελευταία έτη, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, το Ίδρυμα Γουλανδρή, καθώς και σε γνωστά έργα τέχνης σε μουσεία στο εξωτερικό. Αναφορικά με το θέατρο, παραθρησκευτικές οργανώσεις και μέλη της «Χρυσής Αυγής» είχαν προπηλακίσει και χλευάσει τους θεατές της θεατρικής παράστασης του Τέρενς ΜακΝάλλυ, «Corpus Christi» (1997), κατά την πρεμιέρα της, το 2012, στο θέατρο «Χυτήριο».

Κρίνεται αναγκαίο, εκάστοτε έργο να εκλαμβάνεται με γνώμονα τι αισθανόμαστε και όχι του τι έχει επιβληθεί ως σωστό. Ποιος ο λόγος έργα τέχνης να γίνονται στόχος προσωπικών ή συλλογικών διαμαρτυριών, και κατά πόσο μπορεί ο πολιτισμός να βγει αλώβητος από τέτοιες «επιθέσεις»;

Η «κλοπή του αιώνα»

Πάμπλο Πικάσο, «Γυναικείο Κεφάλι» (1939). Πηγή φωτ.:  Eurokinissi / Τατιάνα Μπόλαρη

Ως «κλοπή του αιώνα» είχε χαρακτηριστεί εκείνη που συνέβη το 2012 στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου ο ελαιοχρωματιστής Γιώργος Σαρματζόπουλος είχε κλέψει τρία έργα, παρακινούμενος – κατά την ομολογία του – από την αγάπη του για την τέχνη. Παρέμενε ελεύθερος έως το 2021 οπότε και συνελήφθη και υπέδειξε στις αρχές το σημείο όπου είχε κρύψει τους δύο πίνακες: το «Γυναικείο Κεφάλι» (1939) του Πάμπλο Πικάσο και το έργο «Μύλος» (1905) του Πιτ Μοντριάν. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της ΕΠΜΑΣ, το «Γυναικείο κεφάλι» αποτέλεσε δωρεά του καλλιτέχνη στον ελληνικό λαό, τιμητική προσφορά για την γενναία αντίστασή του κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, στο πλαίσιο της δωρεάς των Γάλλων Καλλιτεχνών, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ζεύγους Μιλλιέξ μετά τον Πόλεμο.

Αμφότερα τα έργα, του Πικάσο και του Μοντριάν, παρουσιάζονται από το φθινόπωρο του 2022 στην Αίθουσα Δυτικοευρωπαϊκής Τέχνης, στην Εθνική Πινακοθήκη. Όσο για το τρίτο έργο, ένα σχέδιο θρησκευτικού θέματος (17ος αι.) που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουγκλιέμο Κάτσα (Μονκάλβο) ο δράστης ισχυρίστηκε ότι καταστράφηκε. Ενώ, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ένα τέτοιο σχέδιο είχε εμφανιστεί προς πώληση στην Φλωρεντία.

«Ως παρατηρητές, θα δεχτούμε καλή τη πίστει ότι η πράξη εκείνη –η κλοπή– ήταν αποτέλεσμα αγάπης προς την τέχνη; Και στην περίπτωση που είναι έτσι, δεν είναι εγωϊστικό το συναίσθημα εκείνο που παρακινεί την κλοπή έργου ώστε να βρίσκεται μόνο σε ένα ζευγάρι χέρια στερώντας το από το σύνολο;», όπως είχαμε διερωτηθεί – μεταξύ άλλων – στο σημείωμά μας «Η ποινή για ένα κλεμμένο Πικάσο».

Ο πίνακας του Πικάσο (αριστερά) και του Μοντριάν (δεξιά) που είχαν κλαπεί το 2012 από την Εθνική Πινακοθήκη. Η λήψη έγινε κατά τη συνέντευξη Τύπου (Ιούνιος 2021) του τότε υπ. Προστασίας του Πολίτη, Μιχ. Χρυσοχοΐδη, και της υπ. Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, για την ανεύρεση των δύο πινάκων. Πηγή φωτ: Eurokinissi / Τατιάνα Μπόλαρη

Βανδαλισμό είχε επίσης υποστεί ένα μουσείο που προάγει τη μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα μέσα από τη συλλογή του ζεύγους Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Ο λόγος για το ίδρυμα Γουλανδρή, στο Παγκράτι, όπου τον Μάρτιο 2021 άγνωστοι έριξαν κόκκινη μπογιά στην πρόσοψή του και έπειτα αποχώρησαν δίχως να αφήσουν κάποιο σημείωμα.

Λήψη από την επίθεση, με μπογιές, στο Ίδρυμα Γουλανδρή, στις 02/03/2021. Φωτογραφίες: Eurokinissi/ Γιάννης Παναγόπουλος

«Ανενόχλητοι» ήταν και οι βανδαλισμοί με λάδι που είχαν λάβει χώρα το καλοκαίρι του 2018 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Δύο γυναίκες που μετείχαν σε ξενάγηση στην περιοδική, ψηφιακή έκθεση του «Παναγίου Τάφου», στη μόνιμη συλλογή του μουσείου και στην περιοδική έκθεση «Το Βυζάντιο και οι άλλοι κατά την πρώτη χιλιετία: Μία αυτοκρατορία σταθερότητας σε περίοδο κλυδωνισμών», έριξαν, κατά το πέρασμά τους, ελαιώδες υγρό στο πάτωμα, στους τοίχους, στις προθήκες και σε εκθέματα.

Προκλήθηκαν φθορές στα ψηφιδωτά δάπεδα από τη βασιλική του Ιλισού (είχαν ανασκαφεί το 1916-17 από τον αρχαιολόγο και διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου Γεώργιο Α. Σωτηρίου), ο δίδυμος κιβωτιόσχημος τάφος από τη Σταμάτα Αττικής (διακοσμημένος με σταυρό και πτηνά, φέρει επιγραφές με επίκληση για τη σωτηρία των ψυχών των νεκρών), καθώς και ο ξύλινος κοπτικός σταυρός του 6ου αιώνα μ.Χ. από την Αίγυπτο, όπως και οι επιφάνειες των τοίχων αποκάλυπταν τους ελαιώδεις λεκέδες από το ανοίκειο τελετουργικό.

Λίγο μετά το περιστατικό στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, σε εκθέματα στο Μουσείο Μπενάκη εντοπίστηκαν ίχνη άοσμης και διαφανούς λιπαρής ουσίας, χωρίς, ευτυχώς, να προκληθούν ζημιές.

Ένα κομμάτι τούρτα στη Μόνα Λίζα

Πηγή: AP Photo/Aurelien Morissard, Pool, File

Λόγους προσωπικούς αλλά και εντός πλαισίου ακτιβιστικής δράσης επικαλούνται οι δράστες βανδαλισμών έργων τέχνης σε μουσεία στο εξωτερικό, με την «Μόνα Λίζα» του Αναγεννησιακού Λεονάρντο ντα Βίντσι, στο Μουσείο του Λούβρου, να χαίρει της προτίμησης επιθέσεων. Ανατρέχω στον Ιανουάριο 2024, οπότε και ακτιβιστές πέταξαν σούπα στο γυαλί που προστατεύει τον πίνακα, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ ενός βιώσιμου συστήματος διατροφής. Η επίθεση έλαβε χώρα σε μία χρονικά περίοδο κατά την οποία οι Γάλλοι αγρότες διαμαρτύρονταν σε όλη τη χώρα για διάφορα ζητήματα, όπως οι χαμηλοί μισθοί.

Πηγή: AP Photo/Clement Lanot

Τον Μάιο του 2022, ένας άνδρας, μεταμφιεσμένος γυναίκα, πέταξε ένα κομμάτι τούρτα στην «Μόνα Λίζα», διαμαρτυρόμενος για την κλιματική αλλαγή. Ο πίνακας δεν είχε φθαρεί καθώς εκτίθεται πίσω από προστατευτικό γυαλί, ομοίως και το 2009 οπότε και Ρώσος είχε εκτοξεύσει προς τον πίνακα μία κούπα, λόγω απόρριψης αίτησής του για γαλλική υπηκοότητα.

Η επίθεση στα «Ηλιοτρόπια» (1888) του Ολλανδού Βίνσεντ βαν Γκογκ, τον Οκτώβριο 2022 στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, με δύο κουτιά σούπας ντομάτας Heinz από δύο ακτιβίστριες της οργάνωσης Just Stop Oil ως διαμαρτυρία για την κλιματική αλλαγή, περιλαμβάνεται, επίσης, μεταξύ άλλων βανδαλισμών. Ανακαλώ, επίσης, την επίθεση με μαύρο υγρό που έριξαν (11/2022) οικολόγοι ακτιβιστές στον πίνακα «Θάνατος και ζωή» του Αυστριακού Γκούσταβ Κλιμτ, στο Μουσείο Leopold της Βιέννης, από την ομάδα «Letzte Generation» («Τελευταία γενιά»), στην οποία συμμετέχουν Γερμανοί και Αυστριακοί ακτιβιστές.

Πρόκειται για ορισμένες μεταξύ των δεκάδων επιθέσεων σε έργα τέχνης μουσείων του εξωτερικού που όλες μαζί και από κοινού με περιστατικά εντός συνόρων, θέτουν επιτακτικά το ερώτημα εάν και κατά πόσο ο πολιτισμός μπορεί να αντισταθεί στη βαρβαρότητα. Τα έργα είναι εύθραυστα, τα έργα πονούν όταν βανδαλίζονται όπως πονούν οι δημιουργοί τους και όποια ποσότητα πολιτισμένης ανθρωπότητας έχει απομείνει εντός μίας βάρβαρης κοινωνίας.

Σε μία στυγνή πραγματικότητα και μία ρευστή καθημερινότητα είναι αναγκαίο ο πολιτισμός να αποτελεί σταθερά, και εντός αυτού του πολιτισμού συμπεριφορές όπως η κακοποίηση έργων τέχνης (λ.χ. κλοπή, βανδαλισμός) οφείλουν να στηλιτεύονται. Για την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι αναγκαίο η δημοκρατία να παραμένει αλώβητη, τα έργα που πλήττονται είναι ένα χτύπημα κατά της δημοκρατίας.

Κεντρική φωτ.: Από τον βανδαλισμό έργων του Χριστόφορου Κατσαδιώτη, στην Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου. Πηγή φωτ.: Εθνική Πινακοθήκη