Ευρώπη και Κίνα πρέπει να προετοιμάζονται για εμπορικό πόλεμο, ενώ η αποδυνάμωση της Fed και η στροφή στις παραδοσιακές μορφές ενέργειας επηρεάζει άμεσα τις χρηματιστηριακές αγορές και ανατρέπει το ενεργειακό τοπίο. Την ίδια στιγμή η πράσινη μετάβαση θα επιβραδύνει, ενώ ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες ενδέχεται να «μεταναστεύσουν» στις ΗΠΑ. Η καθηγήτρια Αναστασία Γιακουμέλου εξηγεί στο Liberal τι φέρνει η εκλογή Τραμπ στην παγκόσμια οικονομία.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Tι σημαίνει για την πραγματικό οικονομία των ΗΠΑ η νίκη Τραμπ; Θα πάρει μπροστά η παραγωγική μηχανή ή θα εξακολουθεί να είναι μια οικονομία που γεννά υπεραξίες; Επιπροσθέτως θα ήθελα να μας πείτε τι φέρνει η εκλογή Τραμπ στα χρηματιστήρια. Ρωτάω γιατί ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει μιλήσει για απορρύθμιση του χώρου και αποδυνάμωση του εποπτικού χαρακτήρα της SEC.
Οι προθέσεις του, γιατί ακόμη δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα εξελιχθεί σε πραγματικές πολιτικές, προμηνύονται διφορούμενες. Αυτό φάνηκε και στις διαφορετικές αντιδράσεις των δύο αγορών, οι μετοχές παρουσίασαν, ως ήταν αναμενόμενο, ευφορία, ενώ η αγορά χρέους μετατόπισε τα yields υψηλότερα. Τα μέτρα που εμφανίζονται προεκλογικά στην ατζέντα του Τραμπ και η εμπειρία που γέννησε η πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο υποδεικνύουν μία προσέγγιση σταθερά φιλική προς την επιχειρηματικότητα, με πιο ευθεία έκφραση αυτής της τάσης στο κόψιμο φόρων (μίλησε ήδη για τα εταιρικά κέρδη και έχει αφήσει να υπονοούνται μειώσεις για φιλοδωρήματα και έξοδα κοινωνικής ασφάλισης).
Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι περαιτέρω ώθηση στην αμερικανική οικονομία θα δώσει η πολιτική δασμών που θα εφαρμόσει για να προστατέψει την αμερικανική παραγωγή, αλλά και η (σχεδόν ή ολοκληρωτικά θα φανεί) κατάργηση της πράσινης ατζέντας. Οι δασμοί θεωρείται ότι σε μέσο όρο θα κυμανθούν από 10% σε 20%, με πολύ υψηλότερους συντελεστές για την Κίνα. Η πολιτική της εσωστρέφειας προτείνεται από τον Τραμπ ως κίνητρο για την μεταφορά επιχειρήσεων στις ΗΠΑ (πρόσφατα δήλωσε ότι θέλει τους ευρωπαίους της αυτοκινητοβιομηχανίας στις ΗΠΑ) και την ενίσχυση των αμερικανικών προϊόντων, δύο βεβιασμένα συμπεράσματα που εύκολα θα μπορούσαν να επιφέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Οι ΗΠΑ έχουν μια ακριβή αγορά εργασίας και είναι πιο πιθανό, ακόμη και με τους δασμούς, να παραμείνει οικονομικά πιο συμφέρουσα η παραγωγή εκτός και η εισαγωγή των προϊόντων, ενώ οι ίδιοι δασμοί θα αναζωπυρώσουν τον πληθωρισμό που μόλις πλησίασε τα επιθυμητά επίπεδα του 2%. Παράλληλα, η απομάκρυνση από την πράσινη ατζέντα σίγουρα θα ελαφρύνει τις κεφαλαιακές επενδύσεις μετάβασης και θα απελευθερώσει ρευστότητα και χρηματοδοτήσεις για πιο άμεσου οικονομικού αποτελέσματος project στις αμερικανικές εταιρείες.
Η εξέλιξη, ωστόσο, αυτού του πρώτου -βεβαίου- αποτελέσματος είναι πολύ αβέβαιη και εξαρτάται άμεσα από την εξέλιξη των διεθνών προσδοκιών ως προς τη μετάβαση. Αν η παρούσα τάση για μια παγκόσμια οικονομία καθαρή και κοινωνικά δίκαιη όντως εδραιωθεί, οι εταιρείες των ΗΠΑ κινδυνεύουν μεσοπρόθεσμα να είναι μη ανταγωνιστικές, αν τις ΗΠΑ υπό Τραμπ ακολουθήσουν και άλλοι από την άλλη πλευρά, η κατάργηση της πράσινης ατζέντας αυτήν τη στιγμή συγκεκριμένα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε συγκλονιστικά δυνατό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις ΗΠΑ.
Μία άλλη συζήτηση αποτελεί η απορρύθμιση του χρηματιστηρίου και η αποδυνάμωση του εποπτικού χαρακτήρα της επιτροπής κεφαλαιαγοράς. Οι δυτικές οικονομίες λειτουργούμε όντως σε υπερ-ρυθμισμένα περιβάλλοντα. Η αγορά θα σας το επιβεβαιώσει με δύο γρήγορες ερωτήσεις σε οποιοδήποτε στέλεχος. Επιστημονικά έχουμε μελετήσει το φαινόμενο του λεγόμενου «overregulation» και έχουμε δεδομένα που υποστηρίζουν τη θέση ότι η υπερνομοθέτηση σκοτώνει τις αγορές.
Όχι τυχαία, μετά την εφαρμογή του Sarbanes - Oxley Act, κομβικό σημείο για την υπόθεση που αναφέρω, είχαμε κύμα εξόδων από την αγορά και κόστη εισόδου και παραμονής στην αγορά εκτοξευμένα. Μία εκλογίκευση του νομοθετικού σώματος δε θα ήταν κακή, κάθε άλλο, για την αμερικανική αγορά, μία αποδυνάμωση της επιτροπής όμως θα κατόρθωνε το αντίθετο. Οι αγορές έχουν ανάγκη εχεγγύων και ελεγκτικών μηχανισμών που κατανοούν και παρακολουθούν τη λειτουργία τους σε ανεξάρτητη βάση για να επιδείξουν εμπιστοσύνη.
Στους φοιτητές μας εξηγούμε συχνά ότι αγορά χωρίς εμπιστοσύνη δεν είναι αγορά, όσα καλά προϊόντα και να ρίξεις σε αυτήν, κάτι που απέδειξε η πορεία των αγορών μετά την κρίση του 2008. Είχαμε ατελείωτη ρευστότητα, ανύπαρκτο κόστος δανεισμού και πολλές καλές εταιρείες στις αγορές. Το κεφάλαιο έμεινε παγωμένο σε καταθετικούς λογαριασμούς να συσσωρεύεται - κόντρα σε κάθε αρχή καλού financial management - γιατί είχε χαθεί η εμπιστοσύνη στο σύστημα. Την εμπιστοσύνη τη χτίζουν οι καλοί και επαρκείς κανόνες, με απαραίτητη προϋπόθεση την αποτελεσματική εφαρμογή τους.
Όλες αυτές οι πολιτικές, μαζί με την τεράστια δαπάνη που προβλέπεται για την εφαρμογή της μεταναστευτικής ατζέντας, θα έχουν άμεση επιρροή στο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, πρόβλημα που έφερε και την κυβέρνηση Ομπάμα μπροστά σε γκρεμό. Η επιτροπή Responsible Federal Budget εκτιμά ότι οι φορολογικά και μόνο μέτρα του Τραμπ θα σημάνουν επιπροσθέτως 7,73 τρισ. δολάρια χρέους για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και αυτό ανησυχεί προφανώς τους πάντες, όπως αποτυπώθηκε και στην αγορά ομολόγων.
Κάτι που δεν πρέπει να παραβλέπουμε στην πολιτική είναι ότι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια παίζονται. Οι δηλωμένες προθέσεις με τις πολιτικές που θα παρθούν τελικά μπορεί να εμφανίσουν μεγάλες αποστάσεις, γιατί η πολιτική, ακόμη και για τους πιο ακραίους, παραμένει αναγκαστικά ένα παιχνίδι συμβιβασμών.
Ο Τραμπ ευαγγελίζεται την αποδόμηση της πράσινης ατζέντας. Τι σημαίνει αυτό για τις πετρελαϊκές εταιρείες των ΗΠΑ και το διεθνές ενεργειακό οικοσύστημα;
Αυτή είναι η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου, γιατί αυτό που με ρωτάτε αποτελεί το αρχικό κομμάτι του τι θα σημάνει μία όπισθεν των ΗΠΑ στις δεσμεύσεις τους ως προς την πράσινη ατζέντα και τη συμφωνία του 2015 στο Παρίσι. Ήδη στην πρώτη του θητεία ο Τραμπ ανέτρεψε γύρω στα 125 μέτρα της εποχής Ομπάμα που στόχευαν στην ενεργειακή μετάβαση της αμερικανικής οικονομίας και, παρά την αντίθετη άποψη που τότε εξέφρασε τόσο η κόρη του Ιβάνκα όσο και ο Secretary of State Rex Tillerson, έβγαλε τη χώρα από τη συμφωνία.
Αυτή τη φορά θεωρώ ότι θα δούμε έναν Τραμπ περαιτέρω εχθρικό ως προς τη μετάβαση και δεν οφείλεται μονάχα στην θεώρηση της κλιματικής αλλαγής ως απάτης εκ μέρους του. Την επιστροφή του Τραμπ στο οβάλ γραφείο διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό η προσωπική του παράκληση για χρηματοδότηση (ευθαρσώς ζήτησε 1 δισ. δολάρια) από τη βιομηχανία του πετρελαίου, με αντάλλαγμα την υπόσχεση να ανατραπούν οι σκληρές παρούσες πολιτικές που επεβλήθησαν σε αυτήν (ο Τραμπ έχει ξεκάθαρα αναπτύξει τις θέσεις του και ως προς το μεθάνιο και την επένδυση σε LNG υποδομές, που πάγωσε ο Μπάιντεν).
Όχι τυχαία, από τους πρώτους που συνεχάρησαν τον νέο πρόεδρο ήταν η American Energy Alliance, επισήμως ουραγός του διάσημου Project 2025, που σκιαγραφούσε ατζέντα σε περίπτωση νέας εκλογής του Τραμπ, αν και ο ίδιος πήρε τις αποστάσεις του σταδιακά από αυτήν. Επιπλέον, καθόλου τυχαία ένα από τα επικρατέστερα ονόματα για την κεφαλή του Ενεργειακού επιτελείου της νέας κυβέρνησης είναι ο πρώην κυβερνήτης της North Dakota Doug Burgum, τοπ σύμβουλος του Τραμπ σε ενεργειακά θέματα και σημείο επαφής με τους πετρελαϊκούς δωρητές της προεκλογικής καμπάνιας.
Ανάμεσα στις υποθέσεις που ανέπτυξε δημοσίως μέχρι στιγμής ο Τραμπ, περίοπτη θέση διατήρησε ο οικονομικός αντίκτυπος της πράσινης μετάβασης και οι πολιτικές του Μπάιντεν σε αυτό το κομμάτι (σύμβουλοί του μιλούν για κατάργηση του Inflation Reduction Act του Μπάιντεν, αποκαλώντας το πλαίσιο «πράσινη απάτη»), ενώ έχει υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του ότι με την ανατροπή των σκληρών μέτρων που ίσχυσαν στον τομέα ενέργειας η τιμή του πετρελαίου θα πέσει στα $2.
Επιστημονικά μιλώντας, η συγκεκριμένη δήλωση δεν έχει βάση, σίγουρα όχι αυτή που θέλει να περάσει ο Τραμπ, πρώτον γιατί αυτή τη φορά που ανεβαίνει στην εξουσία οι ΗΠΑ είναι ήδη ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου στον κόσμο (ναι, κατά τη θητεία Μπάιντεν ίσχυσε αυτό) και, δεύτερον, γιατί οι τιμές του πετρελαίου επηρεάζονται σε περιορισμένο βαθμό από μεμονωμένες κυβερνητικές προσπάθειες και πολύ περισσότερο από αυτό που συμβαίνει εντός OPEC, όπου η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία δεν είναι ακριβώς κομπάρσοι.
Όσο απρόβλεπτος θεωρώ ότι είναι ο Τραμπ στο μεγαλύτερο κομμάτι των πολιτικών που θα δούμε, τόσο προβλέψιμος δυστυχώς πιστεύω πως θα παραμείνει στο κομμάτι ενέργεια. Τα πιθανά σενάρια είναι δύο: αν θα μιλήσουμε για πλήρη κατάργηση πολιτικών και κεντρικών επενδύσεων ενεργειακής μετάβασης και έξοδο από τη Συμφωνία του Παρισίου ή για μερική κατάργηση και παραμονή στη συμφωνία, προς προστασία των διεθνών σχέσεων.
Το μείζον πρόβλημα είναι ότι η μη συμμετοχή των ΗΠΑ στη διεθνή νομοθετική και επενδυτική προσπάθεια θα σημάνει την ακύρωση όλων των ήδη πραγματοποιημένων προσπαθειών και του κόστους που επέφεραν μέχρι στιγμής. Οι ΗΠΑ παραμένουν η οικονομία με το υψηλότερο επίπεδο παραγωγής ζημιογόνων αερίων και κεντρικός παράγοντας στην αναγκαία χρηματοδότηση των αναπτυσσόμενων οικονομιών για να συνταχθούν με την πράσινη μετάβαση.
Υπάρχουν αυτοί που θεωρούν ότι είναι πλέον αδύνατον να σταματήσεις την πράσινη μετάβαση, ωθούμενοι από τα νέα προφίλ και τις απαιτήσεις πολλών επενδυτών, όπως επίσης από την πρόοδο της βιομηχανίας της καθαρής ενέργειας και των θέσεων εργασίας που αυτή δημιούργησε.
Τα δεδομένα που έχουμε μέχρι σήμερα δεν επιβεβαιώνουν απόλυτα αυτή τη θέση. Οι επενδυτές, σε μεγάλο βαθμό μετατοπίστηκαν λόγω νομοθεσίας και δεν ξέχασαν ποτέ τα οικονομικά returns και η βιομηχανία της καθαρής ενέργειας παραμένει μη βιώσιμη οικονομικά (χωρίς κεντρικά μέτρα να τη βοηθούν) μέχρι και σήμερα, παρά τα τεχνολογικά άλματα που βελτίωσαν το προφίλ της.
Κάθε βήμα προς τα πίσω στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν είναι μόνο άσχημα νέα για το περιβάλλον και τον κοινωνικό αντίκτυπο της παραγωγικής μας δραστηριότητας, αλλά μπορώ να σας εγγυηθώ ότι θα είναι πολύ άσχημα νέα για την οικονομία, ειδικά στην ΕΕ που έχει σήμερα τις αυστηρότερες απαιτήσεις παγκοσμίως στο πεδίο μετάβαση. Αν η δέσμευση και η δραστηριοποίηση για μετάβαση δεν είναι διεθνής, η ΕΕ θα έχει καταφέρει απλά να βάλει τρικλοποδιά στην οικονομία της, όσο τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά κόστη απλά θα μετατοπιστούν απαράλλαχτα (αν όχι χειρότερα) γεωγραφικά.
Πώς αναμένετε να εξελιχθούν οι οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ - ΕΕ;
Θεωρητικά, μα θεωρητικά πάντα, η Ευρώπη ετοιμάζεται εδώ και καιρό για το σενάριο επανεκλογής Τραμπ. Χρησιμοποιώ, ωστόσο, τον όρο θεωρητικά, γιατί κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί αυτή η θητεία, με μια ασταθή προσωπικότητα στο τιμόνι των ΗΠΑ και ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον.
Η ΕΕ άφησε ήδη ανοιχτά ζητήματα που δεν εκμεταλλεύτηκε οικονομικά σωστά κατά τη θητεία του Μπάιντεν. Επιτρέψαμε να χάσουμε το παιχνίδι στη βιομηχανία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που επιτυχώς προσέλκυσαν οι ΗΠΑ. Το ίδιο συνέβη με τις κεντρικές επενδύσεις στα ηλεκτρικά οχήματα (εν απουσία του κινέζικου ανταγωνισμού βάσει όσων επέβαλαν οι ΗΠΑ πάντα). Αποτύχαμε να διαπραγματευτούμε τους δασμούς σε ατσάλι και αλουμίνιο, ενώ η προσωρινή ανακωχή μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσινγκτον ως προς τους ανταποδοτικούς ευρωπαϊκούς δασμούς λήγει τον Μάρτιο του 2025, ενώ το 2026 λήγει αυτή που αφορά την κεντρική στήριξη σε Boeing και Airbus.
Περνώντας στους δασμούς που προαναγγέλθηκε ότι θα αγγίξουν το 10-20%, το ευρώ θα δεχτεί χτύπημα που αναμένεται να φτάσει το 10%, ενώ σοβαρή πτώση περιμένουμε στην κερδοφορία πολλών από τις μεγαλύτερες σε κεφαλαιοποίηση εταιρειών μας. Ο Τραμπ εξέφρασε, επίσης, την πρόθεσή του να εμφανιστεί πολιτική παρέμβαση η λειτουργία της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, ένα τρομερά αμφιλεγόμενο μέτρο για την ιστορικά ανεξάρτητη λειτουργία του θεσμού, που θα γεννήσει ένα τεράστιο ρίσκο για την ισορροπία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και περαιτέρω εξάρτηση από το δολάριο για τα κεντρικά αποθέματα.
Λιγότερο άμεσο αλλά εξίσου πιθανό είναι το σενάριο να δεχτούμε πίεση ως ΕΚΤ να ξανανεβάσουμε και εμείς, μαζί με τους FEDs, τα επιτόκια, σε περίπτωση που ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ εκτιναχθεί ως απόρροια των πρώτων μέτρων σε δασμούς και μετανάστευση (απώλεια εργατικών χεριών για την αμερικανική οικονομία που θα προσθέσει πίεση στις τιμές). Η αποσταθεροποίηση δε του χρηματοπιστωτικού συστήματος παραμένει ένα ορατό ρίσκο λόγω και της έλλειψης συνεργασίας από τις ΗΠΑ στην εφαρμογή των παγκόσμιων όρων λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, όπως σχεδιάστηκαν μετά το 2008 εντός του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ για να αποφύγουμε μελλοντικές αντίστοιχες κρίσεις.
Η όπισθεν σε πράσινη μετάβαση από τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και τον μεγαλύτερο παραγωγό GHG (green house gas) θα έχει εξίσου μεγάλο αντίκτυπο στην οικονομία μας. Έχοντας έναν ώριμο, γεμάτο πηγές και καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό παίκτη να μειώνει τις απαιτήσεις του σε compliance, με όσα αυτό συνεπάγεται σε κεφαλαιακές επενδύσεις και οργανωσιακή συνθετότητα, δημιουργείται άμεσα ένα ρήγμα στην ανταγωνιστικότητά μας, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το δέλεαρ σε πολλές εταιρείες να μετατοπίσουν τη δραστηριότητά τους. Δεν ήταν σπασμωδική η κατρακύλα των μετοχών της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, που σημείωσαν από 2,3% έως και 6,5% πτώση μετά την εκλογή. Ένας πετρελαιολάγνος Τραμπ, που παράλληλα κόβει κόστη συμμόρφωσης και φόρους, όσο προσθέτει δασμούς στις εισαγωγές είναι πολύ κακά μαντάτα για εμάς.
Φυσικά, το μεγάλο αγκάθι παραμένει και από οικονομικής άποψης η θέση που θα υιοθετήσει ο Τραμπ σε θέματα γεωπολιτικής και άμυνας. Οι φιλίες που θα επιλέξει να θρέψει και αυτές που θα επιλέξει να εγκαταλείψει θα είναι καθοριστικής σημασίας για την ΕΕ, πρωτίστως από άποψη ασφάλειας, αλλά και από την άποψη των επενδύσεων που πλέον θα απαιτηθούν για την ανάπτυξη μιας Ευρώπης που δε θα στηρίζεται πλέον στη γενναιοδωρία και την πατρική φιγούρα των ΗΠΑ. Εκεί θα κληθούμε να αποφασίσουμε και εμείς τις νέες μας, πιθανώς, φιλίες, με όλα όσα αυτές θα σημάνουν και για την οικονομία μας.
Τέλος, πώς θα διαχειριστεί η προεδρία Τραμπ τον μεγαλύτερο οικονομικό της εταίρο, αλλά και ταυτόχρονα εμπορικό και τεχνολογικό ανταγωνιστή που είναι η Κίνα;
Δεν είναι εύκολη η πρόβλεψη, διότι είναι απρόβλεπτος ο νέος πρόεδρος ΗΠΑ. Η ατζέντα που παρουσίασε κατά τη διάρκεια του προεκλογικού του αγώνα δημιούργησε ένα βαθύτατο άγχος στους διεθνείς αναλυτές, είδαμε και την αντίστοιχη αντίδραση του κινεζικού χρηματιστηρίου και του yuan. Παραδόξως, η έλλειψη προβλεψιμότητας του Τραμπ περιορίζει τη δική μου αρνητικότητα. Θεωρώ ότι θα είναι λιγότερο επιθετικός στις πολιτικές που θα εφαρμοστούν σε σύγκριση με τις προγενέστερες δηλώσεις, αν και συμφωνώ με την κοινή γνώμη ότι θα ενδυναμώσει μέτρα που ήδη είχε λάβει κατά τη διάρκεια της πρώτης του προεδρίας.
Αναμένονται δασμοί που θεωρητικά θα φτάσουν μέχρι και το 60% των εισαγωγών, πολύ υψηλότεροι από αυτούς που επιβλήθηκαν από τη Γουάσινγκτον την πρώτη του φορά στο οβάλ γραφείο (είχαν κυμανθεί μεταξύ 2,5% και 25%).
Αν όντως αγγίξουμε το 60%, η κινεζική οικονομία προβλέπεται να υποστεί 2-2,5% χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από το επιθυμητό 5%. Να σημειωθεί ότι και η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν υπήρξε φιλική με την Κίνα, όπως οφείλει να σημειωθεί ότι οι διεθνείς συνθήκες, οικονομικές και μη, είναι πολύ εύθραυστες και ρευστές αυτή τη στιγμή. Επιπλέον, ο Τραμπ αυτή τη φορά θα βρει μπροστά του μια Κίνα που δεν παρουσιάζει την οικονομία που παρουσίασε επί σειρά ετών στο παρελθόν. Η Κίνα αυτή τη στιγμή μαστίζεται από μία μη ρόδινη οικονομία, με σοβαρή κρίση στον τομέα ακινήτων, επίπεδα χρέους που άγγιξαν στο κλείσιμο του 2023 το τριπλάσιο του ΑΕΠ και μια αδύναμη εσωτερική ζήτηση, αποτέλεσμα των χαμηλών μισθών και συντάξεων και της υψηλής ανεργίας στους νέους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι Κίνα και ΗΠΑ δεν έχουν μία απλή στατική σχέση, αλλά μία σχέση ουσιαστικής εξάρτησης σε πολλαπλά σημεία, ένας ακόμη παράγοντας που με ωθεί να αμφιβάλω ως προς τα «εχθρικά μέτρα» που αναμένονται από τον Τραμπ. Υψηλοί δασμοί για τις εισαγωγές από Κίνα δε θα σημάνει μόνο δυσβάσταχτα κόστη για την Κίνα, αλλά και σοβαρά κόστη για την αμερικανική οικονομία.
Από τον αντίκτυπο στον μέσο Αμερικανό καταναλωτή και τον πληθωρισμό που τώρα άρχισε να βλέπει σχετικά κοντά στα επιθυμητά επίπεδα το FED μέχρι τον οικονομικό αντίκτυπο που θα έχει μία ανάλογη στάση για τους κλάδους και τους επιχειρήσεις που αγοράζουν από Κίνα πρώτες ύλες και ημιτελή προϊόντα για την παραγωγή τους και το τεράστιο κομμάτι του αμερικανικού χρέους που είναι στα χέρια κινεζικών παραγόντων, ο δρόμος μόνο ανθόσπαρτος δε θα είναι. Η όλη ανάλυση θα πρέπει να γίνει, επαναλαμβάνω, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν το σημερινό διεθνές τοπίο.
Ένας απομονωτισμός των ΗΠΑ και μια τάση υπερ-εχθρική προς την Κίνα θα δημιουργήσει ευκαιρίες για αυτήν που οι Αμερικανοί δεν επιθυμούν. Θα είναι, για παράδειγμα, μία ενδιαφέρουσα συζήτηση το πόσο θα επιλέξει η ΕΕ να θερμάνει και να συσφίξει τη σχέση της με την Κίνα, ειδικά δεδομένης της αποστροφής που μοιάζει να έχει προς τους διεθνείς οργανισμούς και το ΝΑΤΟ ο Τραμπ. Το ίδιο ενδιαφέρον θα είναι να δούμε την εξέλιξη της διεθνούς ρόλου της Κίνας σε ρυθμιστή του νότιου ημισφαιρίου, όπου ήδη έθεσε σε ισχύ πλειάδα οικονομικών μέτρων με στόχο 33 αφρικανικές χώρες.
Τέλος, η τεχνολογία εργαλειοποιήθηκε από τις ΗΠΑ στις εντάσεις τους με το Πεκίνο μέχρι στιγμής, με μέτρα που δεν αφορούσαν μόνο την αμερικανική πλευρά άμεσα αλλά και πολλούς συμμάχους της χώρας, όπως οι χώρες-μέλη της ΕΕ. Η Κίνα έχει μπλόκο από καίριες τεχνολογίες χάρη σε διμελείς συμφωνίες που εξασφάλισαν οι ΗΠΑ (ισχυρό παράδειγμα η συμφωνία με την ολλανδική κυβέρνηση να αποκλείσει κάθε εξαγωγή υψηλής τεχνολογίας για την παραγωγή chip), ενώ κρίσιμης σημασίας παραμένει το κομμάτι των ημιαγωγών και της Ταϊβάν στη συζήτηση επί του θέματος.
Και εκεί παραμένει απρόβλεπτος ο Τραμπ, έχοντας μιλήσει για σενάριο να μειωθεί η στήριξη στην Ταϊβάν, για «κλοπές» από τους Αμερικανούς εκ μέρους της τελευταίας στη βιομηχανία των ημιαγωγών, ακόμη και για την υπόθεση η χώρα να πρέπει να πληρώνει στο μέλλον για την αμερικανική προστασία. Όλα αυτά, φυσικά, ενώ χιλιάδες ταϊβανέζικες εταιρείες θα βρίσκονται εντός της περιμέτρου που θα επηρεαστεί άμεσα σε περίπτωση κυρώσεων από τις ΗΠΑ στην Κίνα. Εν κατακλείδι, εύκολες πολιτικές δε θα υπάρξουν σε αυτή τη θητεία Τραμπ.
* Η Αναστασία Γιακουμέλου είναι Adjunct Professor στο ESCP Business School, Adjunct Professor στο Universite Paris 1 Pantheon - Sorbonne, Tenured Professor στο Universita Ca Foscari και Lecturer στο University of Bocconi.