Με συγκεκριμένες προτάσεις για παράταση της διάρκειας του δανείου (επιμήκυνση) και αξιοποίηση της εμπειρίας από το πρόγραμμα «Γέφυρα» για τους πιο ευάλωτους, προσέρχονται σήμερα οι τραπεζίτες στο διάλογο με το υπουργείο Οικονομικών για την ανακούφιση των δανειοληπτών με στεγαστικά δάνεια, μετά την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Οι τράπεζες μετά την εξυγίανση με μεγάλο κόστος των χαρτοφυλακίων τους από «κόκκινα δάνεια» τα οποία έχουν υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό με τάση να υποχωρήσουν περαιτέρω μέχρι το τέλος της χρονιάς, θέλουν να αποφύγουν κάθε «υποτροπή» στο πρόβλημα.
Έτσι δεν θέλουν καμία από τις λύσεις του «ισπανικού μοντέλου» οι οποίες συνεπάγονται αλλαγή στην κατηγορία των δανείων που τώρα έχουν ταξινομηθεί ως ενήμερα. Δεν θέλουν ρυθμίσεις που θεωρούνται ότι αλλάζουν την κατηγορία του δανείου και μπορεί να θεωρηθεί ως «άνοιγμα» για την τράπεζα που το εφαρμόζει.
Στα πλαίσια αυτά, από τραπεζικές πηγές υποστηρίζεται ότι η καλύτερη λύση είναι η αξιοποίηση της ελληνικής εμπειρίας από το πρόγραμμα «Γέφυρα», με τη γνώση και των πιο ευάλωτων δανειοληπτών.
Η παράταση της χρονικής διάρκειας του δανείου (λύση που υιοθετεί και το ισπανικό μοντέλο), δεν θεωρείται απαραίτητα ρύθμιση, αλλά εξαρτάται από τη χρονική διάρκεια της επιμήκυνσης και προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η πρόταση των ελληνικών τραπεζών, σε μία προσπάθεια να παρασχεθεί η μείωση της δόσης του δανείου και ταυτόχρονα να μην αλλάξει το καθεστώς του δανείου.
Επιπλέον, έχει σημασία ο λόγος της επιμήκυνσης του δανείου, καθώς αν θεωρηθεί ότι πρόκειται για πρόβλημα του δανειολήπτη να ανταποκριθεί στις δόσεις, τότε το δάνειο αλλάζει κατηγορία και μπαίνει στην κατηγορία των δανείων Stage 2 για τα οποία οι τράπεζες, υποχρεώνονται να αναλάβουν αυξημένες προβλέψεις, δεσμεύοντας κεφάλαια προς αυτή την κατεύθυνση.
Τέλος, οι τράπεζες θα ήθελαν να αποφύγουν ρύθμιση για ενήμερα δάνεια που δεν έχουν χρειαστεί μέχρι σήμερα ρύθμιση και να εστιάσουν ουσιαστικά σε δάνεια από το πρόγραμμα «Γέφυρα», με τα οποία έγινε ήδη ρύθμιση και ανήκουν ήδη στην κατηγορία Stage 2 τα οποία θα θεωρηθούν ενήμερα μετά από μία τριετία από τη ρύθμισή τους.