Οι επενδυτές των χρηματιστηρίων μακροπρόθεσμα βγαίνουν πάντα κερδισμένοι. Οι επενδυτές των χρηματιστηρίων ακόμα και αν κρατήσουν τις μετοχές τους κατά τη διάρκεια των «κραχ», σε βάθος χρόνου όχι μόνο αναπληρώνουν τις ζημίες τους, αλλά εμφανίζουν σημαντικά κέρδη. Οι μετοχές αποτελούν διαχρονικά την πιο επιτυχημένη και προσοδοφόρα μορφή επένδυσης.
Όλα τα ανωτέρω, αποτελούν αλήθειες που έχουν πιστοποιηθεί εκ του αποτελέσματος. Με κορυφαία παραδείγματα τα μεγάλα χρηματιστήρια των ΗΠΑ και τους εμβληματικούς δείκτες Dow Jones, S&P 500 και Nasdaq.
Ο S&P 500 έχει καταγράψει άνοδο της τάξης του 7.934% κατά τη διάρκεια της τελευταίας 50ετίας από τις 70 μονάδες του Σεπτεμβρίου του 1974 μέχρι τις σημερινές 5.554 μονάδες.
Από τον Σεπτέμβριο του 2008, πριν την κατάρρευση της Lehman Brothers μέχρι σήμερα, οι τιμές του S&P 500 έχουν τετραπλασιαστεί.
Από το Δεκέμβριο του 2019, λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας και την κατάρρευση των χρηματιστηρίων μέχρι σήμερα και πάλι ο S&P 500 έχει παρουσιάσει άνοδο της τάξης του 72%.
Τέλος από τις τιμές του S&P 500 πριν από τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 και τη γενικευμένη αναστάτωση που είχε ακολουθήσει σε κάθε πτυχή της παγκόσμιας πραγματικής οικονομίας, δηλαδή από τις 4.500 μονάδες, μέχρι τις σημερινές 5.554 μονάδες, έχει καταγραφεί μια άνοδος της τάξης του 23,5%.
Και φέτος μέσα στο 2024, ο S&P 500 βρίσκεται στο +18% από την αρχή του έτους.
Άλλωστε κι οι χρηματιστηριακοί δείκτες είναι σχεδιασμένοι για να ανεβαίνουν, «αποβάλλοντας» ή «εξουδετερώνοντας» στην ουσία τις μετοχές που υποχωρούν και προσφέροντας πλεονέκτημα στις μετοχές που μεγαλουργούν. Επομένως όλες οι ανοδικές θεωρήσεις της πορείας των χρηματιστηρίων είναι ακριβείς.
Επειδή όμως οι ιδιώτες επενδυτές, οι διαχειριστές των θεσμικών χαρτοφυλακίων, οι χρηματιστηριακοί αναλυτές, οι brokers και οι traders είναι άνθρωποι και όχι μηχανές, σε μεγάλο μέρος των επενδυτικών αποφάσεων εμπλέκεται και ο «συναισθηματικός» παράγοντας, καθώς και η χρηματιστηριακή ψυχολογία.
Και είναι χαρακτηριστικό ότι ο περίφημος δείκτης Fear & Greed Index που υπολογίζει καθημερινά το CNN Business, κινείται φέτος για μεγάλο χρονικό διάστημα στη ζώνη ανάμεσα στον «ακραίο φόβο» και τον «φόβο», δηλαδή ανάμεσα στο «extreme fear» και στο «fear», πλησιάζοντας έστω και οριακά τις 47 μονάδες που βρίσκονται στην «ουδέτερη», «neutral» ζώνη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι παρ’ όλο που ο S&P 500 εξακολουθεί να φλερτάρει επίμονα με τα υψηλά των 5.669,67 μονάδων που είχαν καταγραφεί στις 16 Ιουλίου, η διάθεση των επενδυτών παραμένει από οριακά ουδέτερη έως φοβική.
Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αλλαγή της οπτικής της επενδυτικής κοινότητας απέναντι στα γεγονότα, που παραμένουν ωστόσο ίδια. Ο αγώνας ισορροπίας της Fed και της ECB ανάμεσα στον πληθωρισμό, την απασχόληση, την ανάπτυξη, είναι συνεχής και επηρεάζει πάντα τις αγορές.
Ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ την Κίνα και πρόσφατα την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι παρών, με απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες. Οι κινήσεις προστατευτισμού, η απομάκρυνση από τις πολιτικές των ελεύθερων και ανοικτών αγορών και ο κρατικός παρεμβατισμός, έχουν κάνει την επανεμφάνιση τους με ηχηρό τρόπο, εδώ και τουλάχιστον μια διετία. Οι μεταβολές των γεωπολιτικών συσχετισμών, οι συγκρούσεις και οι εντάσεις ολοένα και κλιμακώνονται. Ωστόσο μέχρι πρότινος η επενδυτική κοινότητα τα παρέβλεπε όλα αυτά και δεν τα συνυπολόγιζε στη σχέση ανάμεσα στα δυνητικά κέρδη και στο αναλαμβανόμενο ρίσκο.
Έτσι οι αγορές οι οποίες μέχρι πρότινος περιφρονούσαν τους νόμους της βαρύτητας, αναζητούν βαρίδια για να δικαιολογήσουν τη κόπωση τους. Η έντονη μεταβλητότητα που εμφανίζουν οι μετοχές των τεχνολογικών εταιρειών και των εταιρειών του ευρύτερου οικοσυστήματος της τεχνητής νοημοσύνης, μαζί με την διαρκή εναλλαγή συναισθημάτων μετά από τις ανακοινώσεις των οικονομικών μεγεθών ή των εταιρικών ειδήσεων, πιστοποιεί την γενικευμένη αστάθεια και την έλλειψη κατεύθυνσης των αγορών.
Η τεχνολογική αισιοδοξία που πάνω της έχει στηριχθεί ένας χείμαρρος θετικών προσδοκιών, έχει δώσει τη θέση της στην αναζήτηση των πραγματικών τζίρων και των πραγματικών κερδών. Διότι ναι μεν είναι σίγουρο ότι η τεχνολογική νοημοσύνη θα αλλάξει ριζικά την οικονομία, την παραγωγή και τη ίδια τη ζωή μας, εξ ου και ο δικαιολογημένος ενθουσιασμός, αλλά στο τέλος της ημέρας οι επενδυτές θα περιμένουν να δουν τα οικονομικά κέρδη από τις μετοχές των εταιρειών, που ηγούνται αυτής της κοσμογονίας.
Το χρηματιστηριακό στοίχημα της τεχνητής νοημοσύνης έχει αρκετά κοινά σημεία με την ιστορία των dot.com. Η φούσκα των dot-com ήταν μια φούσκα στο χρηματιστήριο στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η περίοδος εκείνη είχε συμπέσει με τη μαζική ανάπτυξη του διαδικτύου, τον πολλαπλασιασμό των διαθέσιμων κεφαλαίων για την ψηφιακή τεχνολογία και την ταχεία αύξηση των αποτιμήσεων σε νέες νεοφυείς επιχειρήσεις.
Μεταξύ του 1995 και της κορύφωσής του, τον Μάρτιο του 2000, ο χρηματιστηριακός δείκτης Nasdaq είχε σημειώσει άνοδο σχεδόν 1000%, για να υποχωρήσει κατά 78% από την κορύφωσή του μέχρι τον Οκτώβριο του 2002, εγκαταλείποντας όλα τα κέρδη του, κατά τη διάρκεια της κραχ. Από τις 405 μονάδες είχε φτάσει στις 4397 μονάδες και από εκεί στις 869 μονάδες και πάλι.
Οι πιστοί και ένθερμοι οπαδοί των μετοχών dotcom δεν είχαν κάνει τότε λάθος σχετικά με την καταλυτική είσοδο του internet, σε κάθε πτυχή της οικονομίας και της ζωής μας. Ωστόσο ο χρονισμός δεν ήταν ίσως ο σωστός, ο ενθουσιασμός ήταν ίσως υπερβολικός και οι προσδοκίες θηριώδεις. Έτσι στην πορεία χάθηκαν τεράστια κεφάλαια και εξαφανίστηκαν δεκάδες εταιρειών όπως η Pets.com, η Webvan η Boo.com, η Worldcom, η NorthPoint Communications και η Global Crossing.
Έτσι και τώρα. Η κυριαρχία της Τεχνητής Νοημοσύνης βρίσκεται ante portas. Μέχρι όμως να ολοκληρωθεί και να περάσει η επενδυτική κοινότητα από τις προσδοκίες και τις θεωρητικές υπεραξίες, από τις φαντασιώσεις και τις υπερβολές, στα απτά κέρδη και στα μερίσματα, θα απαιτηθεί χρόνος. Και μέσα σε αυτόν τον χρονικό διάστημα, θα φανεί ποιες μετοχές και ποιοι επενδυτές θα περάσουν στην απέναντι όχθη και ποιοι θα χαθούν.