Όσο μπερδεμένοι και να είμαστε αύριο το πρωί, είναι βέβαιο πως οι σημερινές εκλογές στις ΗΠΑ τελικά θα έχουν κάποιον νικητή. Μπορεί να εκπλαγούμε με ένα πολύ ξεκάθαρο αποτέλεσμα, όσον αφορά το ποιος θα διαδεχθεί τον Τζο Μπάιντεν, μπορεί όμως και να ζήσουμε ένα ακόμα εκλογικό θρίλερ όπως το 2000 και το 2020.
Το ίδιο ισχύει και για τις πολύ σημαντικές εκλογές για τα δύο νομοθετικά σώματα. Για να μην πολυλογούμε, αργά ή γρήγορα θα ξέρουμε ποιος θα είναι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου και αν το κόμμα του θα έχει την πλειοψηφία στη Γερουσία, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στα δύο αυτά σώματα ή σε κανένα από αυτά. Δεν έχει κανένα νόημα να αναφερθούμε στις δημοσκοπήσεις ή στο τι δείχνουν τα «στοιχήματα». Αυτό που ξέρουμε είναι πως από τα μέσα Ιανουαρίου και μετά, κάτι θα αλλάξει στην πολιτική των ΗΠΑ.
Οι αλλαγές μπορεί να είναι από πολύ μεγάλες, στην περίπτωση που εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα αποκτήσει τον έλεγχο της Γερουσίας και της Βουλής, μέχρι πολύ μικρές, αν εκλεγεί η Κάμαλα Χάρις, και οι Δημοκρατικοί κρατήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας και οι Ρεπουμπλικάνοι τον έλεγχο της Βουλής.
Αυτό, όμως, που θα μας απασχολήσει σήμερα είναι το πως μπορεί να επηρεαστεί η ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση οι ελληνικές επιχειρήσεις και το ελληνικό Χρηματιστήριο, από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, τουλάχιστον με βάση αυτά που έχουμε ακούσει μέχρι τώρα από τους δύο υποψήφιους και τα στελέχη των κομμάτων τους.
Με δεδομένο πως οι αλλαγές θα είναι πιο μεγάλες και πιο σημαντικές, στην περίπτωση που εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι λογικό να ασχοληθούμε πιο πολύ με αυτές. Ξεκινώντας, βέβαια, από τη δέσμευσή του να επιβάλει υψηλούς δασμούς σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσής τους. Σύμφωνα με το πρόγραμμά του, δεν πρόκειται να υπάρξουν εξαιρέσεις για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφόσον δεν αλλάξει αυτό, είναι σίγουρο πως οι ελληνικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ θα υποστούν ένα σοβαρό πλήγμα, είτε πρόκειται για βιομηχανικά προϊόντα, είτε για αγροτικά ή τρόφιμα είτε οτιδήποτε άλλο. Βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμήσουμε από τώρα τις πιθανές συνέπειες για τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις και συνολικά την ελληνική οικονομία, καθώς θα επηρεάζονται ταυτόχρονα επιχειρήσεις, κυριολεκτικά από όλον τον κόσμο, και οποιαδήποτε απόπειρα πρόβλεψης είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Λογικό είναι, όμως, να υποθέσουμε πως η επιβολή δασμών θα έχει αρνητικό αντίκτυπο για όσες επιχειρήσεις εξάγουν στις ΗΠΑ. Βέβαια, αυτό θα μπορούσε να αντισταθμιστεί εν μέρει από «καραμπόλες» που θα προκύψουν, αν επιβληθούν αντίστοιχοι δασμοί στα αμερικανικά προϊόντα, αλλά ας μην πάμε τόσο μακριά.
Εδώ πρέπει να πούμε πως η άλλη όψη του «νομίσματος» των υψηλών αμερικανικών δασμών θα είναι το όφελος που θα έχουν οι ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν ήδη παραγωγική δραστηριότητα στις ΗΠΑ. Παραδείγματα που έρχονται αμέσως στο νου είναι αυτά της τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ και της γαλακτοβιομηχανίας ΦΑΓΕ, ενώ, στα επόμενα χρόνια, στην ομάδα αυτή αναμένεται να προστεθεί και η Cenergy Holdings, με το εργοστάσιο καλωδίων, του οποίου σύντομα θα αρχίσει η ανέγερση.
Σημαντικό ρόλο θα παίξει εδώ και το ζήτημα των ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις που έχουν παραγωγική δραστηριότητα στις ΗΠΑ. Αυτές οι ενισχύσεις, οι οποίες αποτελούν μέρος του προγράμματος IRA, θεωρητικά θα μπορούσαν να «καταργηθούν» από τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά δεν πρόκειται να κινδυνέψουν στην περίπτωση εκλογής της Κάμαλα Χάρις.
Μία άλλη συνέπεια της πολιτικής, που αναμένεται να ασκήσει ο Τραμπ, αν εκλεγεί πρόεδρος, είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ και, θεωρητικά τουλάχιστον, η αύξηση του πληθωρισμού. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως αύξηση του δημοσίου χρέους, σε μικρότερο βαθμό όμως, αναμένεται να προκαλέσει και η οικονομική πολιτική που έχει εξαγγείλει, χωρίς πολλές λεπτομέρειες ακόμα, η Κάμαλα Χάρις.
Σύμφωνα με την άποψη πολλών ειδικών, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα αυξηθεί σημαντικά, όποιος και να είναι ο νέος πρόεδρος, και αυτό φαίνεται και από τη σημαντική άνοδο των αποδόσεων των κρατικών αμερικανικών ομολόγων τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς αρκετοί επενδυτές αρχίζουν να προεξοφλούν πως τα επόμενα χρόνια θα αυξηθούν σημαντικά οι δανειακές ανάγκες του αμερικανικού δημοσίου.
Προς το παρόν, αυτό έχει ως συνέπεια και την άνοδο της ισοτιμίας του δολαρίου ΗΠΑ απέναντι στα περισσότερα νομίσματα, και το ευρώ. Για την ελληνική οικονομία, μία παρατεταμένη άνοδος του δολαρίου θα έχει ως πιθανότερο αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους αρκετών εισαγόμενων προϊόντων αλλά και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε τη συνολική επίδραση τέτοιων παραγόντων, σίγουρο είναι όμως πως θα προκληθεί μία γενική αναταραχή με απρόβλεπτες συνέπειες. Μία από τις πιθανότερες είναι και η άνοδος των επιτοκίων και στην Ευρωζώνη, κάτι που δεν θα είναι πολύ καλό, ούτε για τις ελληνικές επιχειρήσεις ούτε για το ελληνικό δημόσιο, και γενικότερα για όσους δανείζονται χρήματα από τις τράπεζες ή τις αγορές.
Πηγαίνοντας, τώρα, περισσότερο προς το ελληνικό Χρηματιστήριο, δεν χρειάζεται να πούμε πως οι μετοχές των εξαγωγικών επιχειρήσεων, που μπορεί να βρεθούν στο στόχαστρο των δασμών του Ντόναλντ Τραμπ, θα πιεστούν μέχρι να φανεί η πραγματική έκταση των προβλημάτων. Αντίθετα, οι μετοχές των επιχειρήσεων, που ήδη βρίσκονται ή θα βρεθούν σύντομα στις ΗΠΑ, λογικά θα ανταμειφθούν από τους επενδυτές. Αν οι εκτιμήσεις για διατηρήσιμη άνοδο των επιτοκίων αποδειχθούν σωστές, αυτό δεν θα είναι καλό για τις περισσότερες εισηγμένες εταιρείες και ειδικότερα για όσες έχουν μεγάλο δανεισμό.
Πιο γενικά, και χωρίς να είμαστε σε θέση να κάνουμε οποιαδήποτε εκτίμηση πάνω σε χειροπιαστά στοιχεία, πρέπει να υποθέσουμε πως μία μεγάλη διεθνής αναταραχή, εξαιτίας των υψηλών δασμών που θα επιβληθούν από τις ΗΠΑ, δεν θα είναι καλή για τα περισσότερα διεθνή χρηματιστήρια, τουλάχιστον μέχρι να περάσει το αρχικό σοκ και οι διάφορες εταιρείες να αρχίσουν να βρίσκουν τρόπους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Αρνητικό για τα χρηματιστήρια θα είναι και το ενδεχόμενο μαζικής στροφής προς το αμερικανικό δολάριο, όπως υποστηρίζουν πολλοί αναλυτές πως θα γίνει, εφόσον εκλεγεί ο Τραμπ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δημιουργούνται σχεδόν πάντα προβλήματα και στα χρηματιστήρια των χωρών της Ευρωζώνης και σε αυτά των αναδυόμενων οικονομιών.
Όχι τόσο λόγω των πραγματικών ζημιών που υφίστανται οι οικονομίες και οι επιχειρήσεις, όσο από την τάση πολλών διεθνών επενδυτών να αποχωρούν από αυτά τα χρηματιστήρια, φοβούμενοι τυχόν απώλειες, λόγω των αλλαγών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Δεδομένου πως το Χρηματιστήριο Αθηνών ανήκει και στις δύο κατηγορίες, αυτό δεν θα είναι καθόλου καλό. Επιστρέφοντας στα χρηματιστήρια της Ευρωζώνης, η πιθανή επιβολή υψηλών δασμών από τις ΗΠΑ θα φέρει τις μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, απέναντι σε διπλό πρόβλημα, καθώς θα πληγεί και μία δεύτερη μεγάλη εξαγωγική αγορά μετά την Κίνα, της οποίας η οικονομία ακόμα ταλαιπωρείται.
Προσπαθήσαμε να κάνουμε μία γενική εκτίμηση της κατάστασης με βάση ό,τι ακούμε ή γνωρίζουμε. Ξέρουμε, όμως, πως τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο, ακόμα και αν εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ και μπορέσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Δεν ξεχνάμε πως, πριν την προηγούμενη εκλογή του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, μεγάλο μέρος των διεθνών επενδυτών φοβόταν μία μεγάλη χρηματιστηριακή πτώση, ενώ τελικά έγινε το ακριβώς αντίθετο. Γνωρίζοντας αυτό τον κίνδυνο, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως τους επόμενους μήνες θα είναι πολύ δύσκολο να πλήξουμε.