Περισσότεροι από 3.500 άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί από τις εστίες τους στην Καλιφόρνια λόγω της μεγάλης πυρκαγιάς που μαίνεται από το βράδυ της Τετάρτης οπότε και ήταν η τελευταία ημέρα ενός νέου κύματος καύσωνα που είχε πλήξει την περιοχή. Η πυρκαγιά, η οποία ονομάστηκε «Park Fire» κατακαίει και εξαπλώνεται ταχύτατα στο βόρειο τμήμα της πολιτείας. Ειδικότερα, σε λιγότερο από 24 ώρες, έχει ήδη κάψει σχεδόν 290 τετραγωνικά χιλιόμετρα βλάστησης.
Οι φλόγες απειλούν ιδίως τη μικρή πόλη Τσίκο, που απέχει σχεδόν τρεις ώρες δρόμος βόρεια του Σαν Φρανσίσκο. Στην κατάσβεση μετέχουν περισσότεροι από 1.150 πυροσβέστες, επί του παρόντος, η οποία έχει περιοριστεί μόνο στο 3%, σύμφωνα με την υπηρεσία δασών και πυροπροστασίας CalFire.
Αυτή η δασική πυρκαγιά φέρνει στον νου άσχημες αναμνήσεις στην Καλιφόρνια: το Τσίκο βρίσκεται μόλις 20 χιλιόμετρα από το Παραντάιζ, μια πόλη που καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά το 2018 και όπου έχασαν τη ζωή τους 85 άνθρωποι.
Η φωτιά φαίνεται να οφείλεται σε εμπρησμό: ένας ύποπτος συνελήφθη το πρωί της Πέμπτης και τέθηκε υπό κράτηση, σύμφωνα με την τοπική εισαγγελία.
Όσο για την αμερικανική Δύση, έχει γνωρίσει αρκετά κύματα καύσωνα από τις αρχές Ιουνίου και δεκάδες πυρκαγιές κατακαίουν τώρα την περιοχή.
Η πυρκαγιά
Το Όρεγκον, γειτονικό της Καλιφόρνιας, δίνει μάχη με μια μέγα-πυρκαγιά, τη μεγαλύτερη στη χώρα, η οποία έχει καταστρέψει περισσότερα από 1.080 km2 δάσους και έχει οδηγήσει στην εκκένωση περιοχών σε μια αγροτική περιφέρεια της πολιτείας. Οι μεγάλες φλόγες δημιουργούν στήλες καπνού επηρεάζοντας την ποιότητα του αέρα μέχρι το γειτονικό Αϊντάχο.
Με την υπερθέρμανση του πλανήτη, το δυτικό κομμάτι της βορειοαμερικανικής ηπείρου πλήττεται όλο και περισσότερο από ακραία καιρικά φαινόμενα. Στα μέσα Ιουλίου, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούσομ, προειδοποίησε για την έλευση μιας πολύ έντονης περιόδου πυρκαγιών, έπειτα από ένα διάλειμμα δύο ετών με πολύ βροχερούς χειμώνες, που επέτρεψαν στη βλάστηση να αναγεννηθεί.
Στα μέσα Ιουλίου, οι δασικές πυρκαγιές είχαν καταστρέψει 840 km2 από την αρχή της χρονιάς, σε σύγκριση με έναν μέσο όρο 156 km2 την ίδια περίοδο κατά την τελευταία πενταετία.