Παρά τα βήματα που έχουν καταγραφεί προς εξισορρόπηση των ανισοτήτων, έξι στους δέκα Γερμανούς πιστεύουν ότι οι διαφορές μεταξύ των κατοίκων της πρώην Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας είναι μεγαλύτερες από όσα τους ενώνουν.
Γερμανία: 33 χρόνια μετά την Επανένωση, η διαίρεση παραμένει
Shutterstock
Shutterstock

Γερμανία: 33 χρόνια μετά την Επανένωση, η διαίρεση παραμένει

Παρά τα βήματα που έχουν καταγραφεί προς εξισορρόπηση των ανισοτήτων, έξι στους δέκα Γερμανούς πιστεύουν ότι οι διαφορές μεταξύ των κατοίκων της πρώην Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας είναι μεγαλύτερες από όσα τους ενώνουν.

Είκοσι οκτώ χρόνια, δύο μήνες και 26 ημέρες το Τείχος χώριζε το Βερολίνο, την Ευρώπη και τον κόσμο. Σήμερα, 3 Οκτωβρίου 2023, στην 33ή επέτειο της πανηγυρικής ένωσης των Γερμανιών, που επισημοποιήθηκε λιγότερο από ένα χρόνο αφότου το Τείχος έπεσε μαζί με την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, η πολιτική ενοποίηση είναι μεν πραγματικότητα, όμως οι διαχωριστικές γραμμές παραμένουν ενώ η απειλή της Άκρας Δεξιάς γιγαντώνεται βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στην πρώην Ανατολική Γερμανία.

Παρά τα βήματα που έχουν καταγραφεί προς εξισορρόπηση των ανισοτήτων, έξι στους δέκα Γερμανούς πιστεύουν ότι οι διαφορές μεταξύ των κατοίκων της πρώην Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας είναι μεγαλύτερες από όσα τους ενώνουν. Τα ευρήματα της σχετικής έρευνας για λογαριασμό του περιοδικού Stern -η οποία διεξάγεται ετησίως εδώ και μία 20ετία τουλάχιστον- καταδεικνύουν πως σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις της ίδιας της γερμανικής κυβέρνησης, οι δύο πλευρές απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο.

Την τελευταία φορά που οι εκτιμήσεις ήταν τόσο αρνητικές ήταν το 2008. Οι πλέον απαισιόδοξοι στο σύνολο των ερωτηθέντων είναι δε όσοι δηλώνουν ότι πρόσκεινται πολιτικά στους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, ο οποίος ηγείται μίας δύσκολης συμμαχίας με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους που συγκροτήθηκε κατόπιν της εκλογικής αναμέτρησης της 26ης Σεπτεμβρίου 2021 και της ιστορικής επιστροφής του SPD ως πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος στη γερμανική πολιτική σκηνή.

Δύο χρόνια μετά, και ενώ η Ευρώπη έχει βιώσει πόλεμο, ακρίβεια, ενεργειακή αλλά και μια νέα μεταναστευτική κρίση, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όχι μόνο πασχίζει δημοσκοπικά, αλλά έπεται στις μετρήσεις της ακροδεξιάς Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που κυμαίνεται σταθερά σε ποσοστά μεταξύ 19-23%. Ένα επικίνδυνο ακροδεξιό κόμμα που τρέφεται από την απογοήτευση, το θυμό και το φόβο που με τη σειρά του ανατροφοδοτεί, έχει φθάσει στο απόγειο της δημοτικότητάς του.

Στην πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου πολλοί νιώθουν ότι είναι οι χαμένοι από την Επανένωση του 1990 και όπου η AfD είχε ανέκαθεν περισσότερο ερείσματα, σήμερα αποτελεί το ισχυρότερο κόμμα.

Βαρόμετρο για τη συνολική τάση ενίσχυσης της Άκρας Δεξιάς στη Γερμανία είναι οι εκλογές της Κυριακής στα κρατίδια της Βαυαρίας και της Έσσης. Ακόμα μεγαλύτερης βαρύτητας είναι οι κάλπες που θα στηθούν το επόμενο έτος σε Θουριγγία, Σαξονία και Βρανδεμβούργο, κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Και το 2024 είναι και έτος ευρωεκλογών.

Τελευταίες μετρήσεις ενδεικτικά «δίνουν» στην AfD έως και 34% στη Θουριγγία, ποσοστό που «μεταφράζεται» σε τριπλάσιους υποστηρικτές συγκριτικά με τους Σοσιαλδημοκράτες. Στην ανατολική πόλη Ζόνενμπεργκ στο κρατίδιο της Θουριγγίας, η ακροδεξιά κατέκτησε ήδη πρωτιά τον Ιούλιο με τη νίκη του υποψηφίου Ρόμπερτ Ζέσελμαν για να ακολουθήσει η πρώτη εκλογή δημάρχου κωμόπολης στο κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ.

Μεταξύ εκείνων που εξακολουθούν να «βλέπουν» μία διαιρεμένη χώρα, 33 χρόνια μετά την επανένωσή της, «προηγούνται» ως είναι αναμενόμενο οι Ανατολικογερμανοί (75%), αλλά και οι συνταξιούχοι -και αυτό παρόλο που εντός του 2023 εξισώθηκαν για πρώτη φορά οι συντάξεις στα ανατολικά και δυτικά κρατίδια, γεγονός που η κυβέρνηση προτάσσει ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά της. Οι ανισότητες στο ύψος των συντάξεων αποτελούσαν πάγιο πεδίο τριβής και ήταν μεταξύ των καίριων ζητημάτων που έκαναν κατοίκους της πρώην Ανατολικής Γερμανίας να νιώθουν πολίτες δεύτερης κατηγορίες.

Το ζήτημα αυτό μπορεί τελικά να λύθηκε, όχι όμως και το χάσμα στους μισθούς και το συνολικό βιωτικό επίπεδο. Το 2022, ο μέσος ετήσιος μισθός στη δυτική Γερμανία ήταν άνω των 12.000 ευρώ υψηλότερος από ό,τι στην ανατολική Γερμανία. Τα στοιχεία για τις καθαρές αποταμιεύσεις αποκαλύπτουν μια ακόμη πιο έντονη ανισότητα -το 2021, οι μέσες αποταμιεύσεις στα δυτικά κρατίδια ήταν σχεδόν τριπλάσιες (127.900 ευρώ) από ό,τι στα ανατολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζα της Γερμανίας που επικαλείται η Deutsche Welle.

Ο αρμόδιος επίτροπος της γερμανικής κυβέρνησης, Σοσιαλδημοκράτης Κάρστεν Σνάιντερ, δηλώνει αισιόδοξος για σημαντική οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την ανατολική Γερμανία, την οποία θωρεί ως κόμβο για επενδύσεις στη βιομηχανία των ημιαγωγών. O αμερικανικός τεχνολογικός κολοσσός Intel πρόκειται ενδεικτικά να προχωρήσει σε μία από τις μεγαλύτερες άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ιστορία της Γερμανίας, ύψους 30 δισ. ευρώ, ανοίγοντας εργοστάσιο παραγωγής ημιαγωγών στο Μαγδεμβούργο, πρωτεύουσα της Σαξονίας-Άνχαλτ.

Κατά τον Κάρστεν Σνάιντερ, η ανατολική Γερμανία θα καλύψει το χαμένο έδαφος όσον αφορά τη βιομηχανία και τις θέσεις εργασίας τις επόμενες δεκαετίες, ενώ η ενεργειακή μετάβαση «περνά» μέσα από τα ανατολικά κρατίδια καθώς είναι ο κύριος τόπος παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι εκτιμήσεις του, τουλάχιστον όσον αφορά τις θέσεις εργασίας, πάντως «κοντράρονται» με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis), βάσει των οποίων το παραγωγικό εργατικό δυναμικό (ηλικίες 15 έως 64 ετών) αναμένεται να συρρικνωθεί σημαντικά τις δεκαετίες που έρχονται.

Στο τέλος του 2022, η Yπηρεσία ανέφερε ότι υπήρχαν περίπου 51,4 εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας 18 έως 64 ετών σε ολόκληρη τη Γερμανία, εκ των οποίων 7,2 εκατομμύρια ζούσαν στα ανατολικά γερμανικά κρατίδια, μη συμπεριλαμβανομένου του Βερολίνου. Τις επόμενες δύο δεκαετίες ο αριθμός των ατόμων αυτής της ηλικιακής ομάδας στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 560.000 έως 1,2 εκατ., ενώ θα μειωθεί έως και κατά 2,1 εκατ. μέχρι το 2070. Ο αριθμός αναμένεται να μειωθεί και στα δυτικά γερμανικά κρατίδια, αν και, λόγω της υψηλότερης μετανάστευσης εκεί, η πτώση προδιαγράφεται λιγότερο σημαντική.