Τα πραξικοπήματα ποτέ δεν «έφυγαν» πραγματικά από την Αφρική, όμως σήμερα έχουν πλέον σίγουρα «επιστρέψει» με τις παρούσες γεωπολιτικές διαιρέσεις να υπονομεύουν τη συντονισμένη διεθνή συνεργασία προς ανάσχεση του κύκλου ανατροπής καθεστώτων που είχε αφετηρία προ τριετίας το Μάλι και τελευταία «στάση» την Γκαμπόν.
Φτώχεια, διαφθορά, κακή διακυβέρνηση και αυταρχισμός με «δημοκρατικό» ή μη προσωπείο, τζιχαντισμός και τρομοκρατία, η εδραίωση μίας γενικευμένης αίσθησης ατιμωρησίας για όσους καταλαμβάνουν την εξουσία με τα όπλα για να «απελευθερώσουν» και μετά γίνονται οι ίδιοι δικτάτορες, αλλά ακόμη και οι νέες προκλήσεις που εγείρει για την αφρικανική ήπειρο η κλιματική αλλαγή, κρύβονται πίσω από ένα φαινόμενο ντόμινο που συμπαρασύρει αφρικανικές χώρες.
Αυτό το επικίνδυνο «κοκτέιλ» κοινών παραγόντων, αλλά και τα μεμονωμένα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας -που κατά τους αναλυτές δεν πρέπει να παραγκωνιστούν πίσω από μία συνολική «εξήγηση» καθώς ανάλογη προσέγγιση θα ήταν απλουστευτική-, έχουν οδηγήσει από το 2020 έως σήμερα σε «σπιράλ» ανατροπής καθεστώτων στη Δυτική και Κεντρική Αφρική: Μάλι και Μπουρκίνα Φάσο, που «μετρούν» αμφότερες δύο διαδοχικά πραξικοπήματα, Τσαντ, Γουϊνέα, Νίγηρας και τώρα η Γκαμπόν.
Πολλές εκ των χωρών της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής, όπου στρατηγοί και αξιωματικοί κατέλαβαν την εξουσία, είχαν ήδη αποσταθεροποιηθεί από τη βία των ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως το Μάλι και η Μπουρκίνα Φάσο (όπου και είναι κυρίαρχο το ρωσικό «αποτύπωμα»), όμως το πραξικόπημα της 30ής Αυγούστου στην πλούσια σε πετρελαϊκά κοιτάσματα Γκαμπόν είχε «στόχο» μία από τις πιο ανθεκτικές πολιτικές δυναστείες της Αφρικής -στην εξουσία εδώ και μισό αιώνα- και ήλθε στο φόντο κατηγοριών περί αδιαφανών προεδρικών εκλογών.
Μεταξύ των δεκαετιών 1960 και 2000, συνολικά στην Αφρική εκδηλώνονταν κατά μέσο όρο τέσσερα πραξικοπήματα ετησίως. Η κορύφωση ήλθε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την ανεξαρτησία, τα πραξικοπήματα ήταν πιο συνήθη στη Δυτική Αφρική και τη ζώνη του Σαχέλ, ενώ μετά το 2000 παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη μείωση των στρατιωτικών επεμβάσεων. Εκ των 18 πραξικοπημάτων που καταγράφηκαν παγκοσμίως από το 2017, όλα εκτός από ένα -στην Μιανμάρ το 2021- σημειώθηκαν στην Αφρική.
Ο κύκλος που άνοιξε από το 2020 και έπειτα «παρέσυρε» κυρίως πρώην γαλλικές αποικίες, με το πραξικόπημα στην Γκαμπόν να αποτελεί νέο βαρύ πλήγμα για το Παρίσι και την ευρύτερη επιρροή του στην Αφρική, μόλις ένα μήνα αφότου έπεσε και το «οχυρό» του Νίγηρα, μόνη «ελπίδα» της Δύσης στην έκρυθμη ζώνη του Σαχέλ.
Ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος του Νίγηρα, Μοχάμεντ Μπαζούμ, ο οποίος και ακολουθούσε φιλοδυτική πολιτική, ανετράπη την 26η Ιουλίου, και οι συνέπειες των όσων εξελίσσονται στη χώρα δύναται να αγγίξουν από την υπονόμευση της ευρύτερης μάχης των τζιχαντιστών και τη βαθύτερη διείσδυση της Ρωσίας στην Αφρική μέσω της Wagner (ανεξάρτητα που δεν υπάρχει πια ο Γεβγκένι Πριγκόζιν), έως την αύξηση των ροών της παράτυπης μετανάστευσης στην Ευρώπη, αλλά και μία ενδεχόμενη άνοδο στις τιμές της ενέργειας εάν ανασταλούν οι προμήθειες ουρανίου από τον Νίγηρα.
Οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων που ανήγγειλαν σε τηλεοπτικό διάγγελμα πως αναλαμβάνουν την εξουσία στην Γκαμπόν και έκλεισαν επ’ αόριστο τα σύνορα της χώρας, κρατούν στην κατοικία του φρουρούμενο τον πρόεδρο Αλί Μπονγκό Οντιμπά μαζί με μέλη της οικογένειάς του. Ο ίδιος σε βιντεοσκοπημένο μήνυμα δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τι συμβαίνει και καλεί σε διεθνή βοήθεια.
Οι στρατιωτικοί της αυτοαποκαλούμενης «Επιτροπής Μετάβασης και Αποκατάστασης των Θεσμών ανακοίνωσαν ότι έχει οριστεί επικεφαλής της «μετάβασης» -όταν και όποτε αυτή έλθει- ο αρχηγός της προεδρικής φρουρά. Συνέλαβαν δεκάδες αξιωματούχους για «εσχάτη προδοσία εναντίον των θεσμών του κράτους» και διαφθορά, ενώ εκατοντάδες ήταν εκείνοι που βγήκαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας. Είχε προηγηθεί η ανακήρυξη της επανεκλογής του Μπονγκό Οντιμπά για τρίτη συναπτή θητεία σε μία εκλογική διαδικασία που ευρέως καταγγέλθηκε ως αδιαφανής, ενώ εμποδίστηκε η παρουσία ξένων παρατηρητών.
Οι συνθήκες οικονομικής ανέχειας στις οποίες διαβούν πολίτες που κατά τραγική ειρωνεία ζουν στην ήπειρο με τους πλουσιότερους πόρους στη γη, καθώς και η δυσαρέσκεια για τους ηγέτες που κρατούν τις τύχες τους, αποτελούν σταθερά «όπλο» και πρόσχημα για τους πραξικοπηματίες, οι οποίοι υπόσχονται πως η παρέμβασή τους θα είναι βραχύβια. Όμως σπανίως αυτό συμβαίνει, εκτός εάν και οι ίδιοι απομακρυνθούν με ένα επόμενο στρατιωτικό πραξικόπημα.
Η Αλί Μπονγκό ήταν εκ των πλέον στενών συμμάχων της Γαλλίας στην Αφρική επί δεκαετίες, «ενσάρκωση» της παρατεταμένης ορατής και αόρατης γαλλικής επιρροής, γνωστής ως «françafrique». Και παρέμεινε σύμμαχος ακόμη και όταν η επιρροή της σε άλλες πρώην αποικίες μειώθηκε. Οι γαλλικές εταιρείες κυριαρχούν στις βιομηχανίες πετρελαίου και ξυλείας της Γκαμπόν και 400 Γάλλοι στρατιώτες βρίσκονται στη χώρα, πολλοί στη στρατιωτική «Βάση Ντε Γκωλ» στην Λιμπρεβίλ.
Η κυβέρνηση Μακρόν έχει εκφράσει βαθιά ανησυχία για τα γεγονότα στην Γκαμπόν, λέγοντας ότι παρακολουθεί στενά την κατάσταση. Τις δραστηριότητές του διέκοψε άμεσα ο γαλλικός μεταλλευτικός όμιλος Eramet, ο μεγαλύτερος παραγωγός μεταλλεύματος μαγγανίου υψηλής ποιότητας διεθνώς χάρη στο ορυχείο του Μοάντα στην Γκαμπό, ο οποίος και απασχολεί 8.000 άτομα. Στο έτερο μέτωπο του Νίγηρα, το Παρίσι είχε στηρίξει το τελεσίγραφο της Οικονομικής Κοινότητας Δυτικοαφρικανικών Κρατών (Ecowas) προς τους πραξικοπηματίες να αποκαταστήσουν τη συνταγματική τάξη, ειδάλλως θα προχωρούσαν σε στρατιωτική επέμβαση. Το τελεσίγραφο έχει παρέλθει, και η Ecowas εξακολουθεί να «ζυγίζει» τις κινήσεις της.
Από πλευράς των «27», ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, επισήμανε πως ο κύκλος των πραξικοπημάτων που διαρκώς διευρύνεται αποτελεί πολύ μεγάλο ζήτημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση (το οποίο και θέτουν επί τάπητος οι υπουργοί Άμυνας), επισημαίνοντας πως η αστάθεια εντείνεται σε ολόκληρη την περιοχή και η ΕΕ «πρέπει να σκεφτεί τι συμβαίνει και να βελτιώσει την πολιτικής της σε σχέση με αυτές τις χώρες».
Στην Ουάσινγκτον την ίδια στιγμή εντείνονται οι «φωνές» που καλούν σε επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής της για την Αφρική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τη Γαλλία, είχαν εναποθέσει ειδικά στον Νίγηρα και τον πρόεδρο Μοχάμεντ Μπαζούμ μεγάλο μέρος των ελπίδων τους για την περιοχή, που «μεταφράστηκαν» σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια οικονομικής βοήθειας και επενδύσεων στη χώρα και ένα σχέδιο 110 εκατ. δολαρίων από το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας με τη μορφή βάσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών για αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις στο Σαχέλ.
Η Κίνα, στην οποία κατευθύνεται περίπου το ήμισυ των εξαγωγών της Γκαμπόν -που αποτελεί μέλος του ΟΠΕΚ- εξέφρασε επίσης την ανησυχία της, με εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών να καλεί σε ηρεμία και να ζητά εγγυήσεις για την ασφάλεια του Αλί Μπονγκό. Ανήσυχη για τις εξελίξεις δήλωσε και η Ρωσία, η οποία διά του μισθοφορικού στρατού της Wagner έχει στήσει επί χρόνια ένα τεράστιο δίκτυο επιρροής και εκμετάλλευσης των πόρων της αφρικανικής ηπείρου.
Είναι γνωστό πως μισθοφόροι παρέχουν επί χρόνια «υπηρεσίες» σε δικτατορικά καθεστώτα (ανάμεσα στους «πελάτες» βρίσκονται το Μάλι και η Μπουρκίνα Φάσο», ωστόσο θεωρείται ότι δεν έχει διεισδύσει στην Γκαμπόν -αν και διατηρούν παρουσία σε ένα μεγάλο λιμάνι στο γειτονικό Καμερούν.