Η ΕΕ ξοδεύει περισσότερα σε ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο απ’ ό,τι σε οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία
Έκθεση

Η ΕΕ ξοδεύει περισσότερα σε ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο απ’ ό,τι σε οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία

Η ΕΕ ξοδεύει περισσότερα χρήματα για ρωσικά ορυκτά καύσιμα παρά για οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύτηκε από το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (IfW Kiel) με αφορμή την τρίτη επέτειο της εισβολής και την οποία παρουσιάζει ο Guardian.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Κέντρου Ερευνών για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (Crea), η ΕΕ αγόρασε 21,9 δισ. ευρώ ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου τον τρίτο χρόνο του πολέμου, παρά τις προσπάθειες να μειώσει την εξάρτησή της από τα καύσιμα που χρηματοδοτούν τον πολεμικό προϋπολογισμό του Βλαντιμίρ Πούτιν.

Το ποσό αυτό είναι κατά ένα έκτο μεγαλύτερο από τα 18,7 δισ. ευρώ που η ΕΕ διέθεσε για οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία το 2024, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου (IfW Kiel).

Ο Vaibhav Raghunandan, αναλυτής του Crea και συν-συγγραφέας της αναφοράς, δήλωσε:
«Η αγορά ρωσικών ορυκτών καυσίμων ισοδυναμεί, πολύ απλά, με την αποστολή οικονομικής βοήθειας στο Κρεμλίνο και τη διευκόλυνση της εισβολής του. Πρόκειται για μια πρακτική που πρέπει να σταματήσει άμεσα, όχι μόνο για να διασφαλιστεί το μέλλον της Ουκρανίας, αλλά και η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.»

Οι ερευνητές συνέλεξαν εμπορικά δεδομένα για να εκτιμήσουν την αξία των ρωσικών καυσίμων που πουλήθηκαν παγκοσμίως κατά το τρίτο έτος της εισβολής. Προέβλεψαν επίσης τα στοιχεία του Φεβρουαρίου 2025, τα οποία δεν είναι ακόμη διαθέσιμα, βασιζόμενοι στις εισαγωγές του Ιανουαρίου.

Κατά το ημερολογιακό έτος 2024, η ΕΕ ξόδεψε 39% περισσότερα για εισαγωγές ρωσικών ορυκτών καυσίμων απ’ ό,τι για την οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία. Το ποσό της βοήθειας δεν περιλαμβάνει στρατιωτικές ή ανθρωπιστικές συνεισφορές.

Ο Christoph Trebesch, οικονομολόγος του IfW Kiel, ο οποίος δεν συμμετείχε στην ανάλυση, τόνισε τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην οικονομική βοήθεια που κινητοποιήθηκε για την Ουκρανία και σε αντίστοιχες ενισχύσεις σε προηγούμενους πολέμους, σημειώνοντας ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δαπανούν κατά μέσο όρο λιγότερο από το 0,1% του ΑΕΠ τους ετησίως.

Είπε χαρακτηριστικά: «Πολλές χώρες ήταν πιο γενναιόδωρες σε προηγούμενες συγκρούσεις. Η Γερμανία, για παράδειγμα, κινητοποίησε πολύ περισσότερη βοήθεια, και πολύ πιο γρήγορα, για την απελευθέρωση του Κουβέιτ το 1990-91 απ’ ό,τι για την Ουκρανία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα.»

Η έκθεση έδειξε επίσης ότι η Ρωσία κέρδισε 242 δισ. ευρώ από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων το τρίτο έτος της πλήρους κλίμακας εισβολής στην Ουκρανία. Τα συνολικά της έσοδα από την έναρξη του πολέμου πλησιάζουν πλέον το 1 τρισ. ευρώ, καθώς η χώρα προσαρμόζεται στις κυρώσεις.

Η Ρωσία αντλεί έως και το 50% των φορολογικών της εσόδων από τον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και έχει προσπαθήσει να παρακάμψει τις κυρώσεις μεταφέροντας καύσιμα μέσω ενός «σκιώδους στόλου» παλιών και ανεπαρκώς ασφαλισμένων δεξαμενόπλοιων. Σύμφωνα με το Crea, αυτά τα «σκιώδης πλοία» είναι υπεύθυνα για τη μεταφορά περίπου του ενός τρίτου των ρωσικών εσόδων από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων.

Την Τετάρτη, οι πρέσβεις της ΕΕ συμφώνησαν σε νέα μέτρα που στοχεύουν τον «σκιώδη στόλο» της Ρωσίας, στο πλαίσιο του 16ου πακέτου κυρώσεων από την έναρξη του πολέμου.

Οι ερευνητές του Crea εκτιμούν ότι τα έσοδα της Ρωσίας από τα ορυκτά καύσιμα θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 20% με την ενίσχυση των υφιστάμενων κυρώσεων και την κάλυψη των κενών στο σύστημα. Τα μέτρα περιλαμβάνουν το κλείσιμο ενός «παραθύρου διύλισης», μέσω του οποίου η Ευρώπη μπορεί να αγοράζει ρωσικό αργό πετρέλαιο που έχει υποστεί επεξεργασία σε άλλη χώρα, καθώς και τον περιορισμό των ροών φυσικού αερίου μέσω του αγωγού TurkStream.

Η έκθεση ζήτησε επίσης την επιβολή αυστηρότερων ελέγχων στις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Αν και η Ευρώπη έχει μειώσει σημαντικά τις εισαγωγές ρωσικού αερίου μέσω αγωγών από την έναρξη του πολέμου, έχει αντικαταστήσει μέρος της ζήτησής της με φορτία υπερψυγμένου φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών από τη Ρωσία.

Ο Jan-Eric Fähnrich, αναλυτής φυσικού αερίου στη Rystad Energy, δήλωσε ότι ο ρόλος του LNG στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε δραματικά από την έναρξη του πολέμου. Οι εισαγωγές έφτασαν από το προπολεμικό ανώτατο όριο των 81,3 εκατ. τόνων (mt) το 2019 στα 119 εκατ. τόνους το 2022.

Τόνισε: «Η Ρωσία κατέλαβε τη δεύτερη θέση ως εξαγωγέας LNG προς την Ευρώπη πέρυσι.»